Κυριακή 31 Μαΐου 2020
Σάββατο 30 Μαΐου 2020
Απ τη γωνιά που ήλιος είχε φανεί
Θυμόταν ακόμη
την πρώτη τους συνάντηση
σε κείνη τη μικρή κρεπερί τον γνώρισε .
Λιγομίλητος και σοβαρός πάντα
στο καθημερινό του μενού
βρισκόταν ένας ελληνικός καφές
κι ένα κουλούρι σουσαμένιο .
Είχε μάθει πια τις συνήθεις του
μα να ειναι που εκείνη η καρδιά της
κάθε φορά χτύπαγε το ίδιο δυνατά .
Ούτε που ήξερε γιατί
ίσως το βλέμμα του ίσως εκείνη
η τόσο τρυφερή του ματιά .
Καλημέρα σας το γνωστό; τον ρώτησε
με ένα χαμόγελο
κι εκείνος κούνησε το κεφάλι
με ένα σκίρτημα των χειλιών
που έμοιαζε με θάλασσα .
Απ τη γωνιά ο ήλιος είχε φανεί
Μα σήμερα λες και ήθελε να του πει τα πάντα
ότι δεν ήξερε για κείνη .
Θαρρούσε πως αυτά τα μάτια τα χε μαζί της
από τότε που γνώριζε .
Τον πλησίασε δειλά ρωτώντας του
έχετε λίγο χρόνο ;
Για σένα πάντα της απάντησε
Κι αυτό την έκανε να σηκώσει ψηλά το μπόι
κι αναθάρρεψε. Λύθηκε ακόμη κι ο κόμπος
που της κρατούσε το λαιμό .
Άρχισε να του διηγιέται την χτεσινή της μέρα
πόσο δύσκολη της έγινε όταν κάποιοι νόμιζαν
πως μαζί με το χαμόγελό της μοιράζει
και την ψυχή της .
Του είπε λοιπόν για κείνο το περιστατικό
της φούστας της που ήταν πάνω απ το γόνατο .
Στο μπροστινό τραπέζι κάποιοι βιάστηκαν
να της πουν πως πρέπει να ντύνεται σεμνότερα .
Κυρίες βλέπεις που συνόδευαν τα μικρά τους
κι είχαν ακόμα το νου πως η γάμπα ειναι το κακό .
Στο απέναντι τραπέζι κάποιος της είπε πως αδικείται
με τέτοιο σώμα να κουβαλάει δίσκο με ένα ποτήρι και νερό .
Στο πίσω της φώναζε το αφεντικό
πως αν δεν το γεμίσει πάλι το μόνο που θα έβλεπε
θα ταν το λογιστήριο με ένα ασήμαντο μερτικό.
Την άκουγε να του μιλά το ειναι του γελούσε .
Μη γελάς ψιθύρισε με πνίγει που σαν άνθρωπο
σε κείνη τη μικρή κρεπερί τον γνώρισε .
Λιγομίλητος και σοβαρός πάντα
στο καθημερινό του μενού
βρισκόταν ένας ελληνικός καφές
κι ένα κουλούρι σουσαμένιο .
Είχε μάθει πια τις συνήθεις του
μα να ειναι που εκείνη η καρδιά της
κάθε φορά χτύπαγε το ίδιο δυνατά .
Ούτε που ήξερε γιατί
ίσως το βλέμμα του ίσως εκείνη
η τόσο τρυφερή του ματιά .
Καλημέρα σας το γνωστό; τον ρώτησε
με ένα χαμόγελο
κι εκείνος κούνησε το κεφάλι
με ένα σκίρτημα των χειλιών
που έμοιαζε με θάλασσα .
Απ τη γωνιά ο ήλιος είχε φανεί
Μα σήμερα λες και ήθελε να του πει τα πάντα
ότι δεν ήξερε για κείνη .
Θαρρούσε πως αυτά τα μάτια τα χε μαζί της
από τότε που γνώριζε .
Τον πλησίασε δειλά ρωτώντας του
έχετε λίγο χρόνο ;
Για σένα πάντα της απάντησε
Κι αυτό την έκανε να σηκώσει ψηλά το μπόι
κι αναθάρρεψε. Λύθηκε ακόμη κι ο κόμπος
που της κρατούσε το λαιμό .
Άρχισε να του διηγιέται την χτεσινή της μέρα
πόσο δύσκολη της έγινε όταν κάποιοι νόμιζαν
πως μαζί με το χαμόγελό της μοιράζει
και την ψυχή της .
Του είπε λοιπόν για κείνο το περιστατικό
της φούστας της που ήταν πάνω απ το γόνατο .
Στο μπροστινό τραπέζι κάποιοι βιάστηκαν
να της πουν πως πρέπει να ντύνεται σεμνότερα .
Κυρίες βλέπεις που συνόδευαν τα μικρά τους
κι είχαν ακόμα το νου πως η γάμπα ειναι το κακό .
Στο απέναντι τραπέζι κάποιος της είπε πως αδικείται
με τέτοιο σώμα να κουβαλάει δίσκο με ένα ποτήρι και νερό .
Στο πίσω της φώναζε το αφεντικό
πως αν δεν το γεμίσει πάλι το μόνο που θα έβλεπε
θα ταν το λογιστήριο με ένα ασήμαντο μερτικό.
Την άκουγε να του μιλά το ειναι του γελούσε .
Μη γελάς ψιθύρισε με πνίγει που σαν άνθρωπο
μου κρύβουν το ήλιο και προχωρώ τα χτένια του να βρω
και κλέβω φως από τα στήθια μου με ένα μπορω
Τι όμορφες οι θύμισες κι ακόμα η στιγμή ξυπνά
κείνη τη μελωδία που άκουσε απ τα χείλη να πηδά .
Μην νοιάζεσαι μην απαντάς εγώ ξέρω ποια είσαι
για αυτό είμαι εδώ . Κάνε αυτό που νιώθεις
κι εγώ στο πλάι σου θα αρμενίζω τον καιρό
με ένα καφέ κι ένα κουλούρι τα δυο σου μάτια θα κοιτώ .
Πως έγινε δρόμος κοινός και οδηγός κι ο κόσμος όλος
βγήκε απο το κελί κι αυτή ελεύθερο πουλί
κρατώντας του τα χέρια να σεργιανά με ήλιο και βροχή!
και κλέβω φως από τα στήθια μου με ένα μπορω
Τι όμορφες οι θύμισες κι ακόμα η στιγμή ξυπνά
κείνη τη μελωδία που άκουσε απ τα χείλη να πηδά .
Μην νοιάζεσαι μην απαντάς εγώ ξέρω ποια είσαι
για αυτό είμαι εδώ . Κάνε αυτό που νιώθεις
κι εγώ στο πλάι σου θα αρμενίζω τον καιρό
με ένα καφέ κι ένα κουλούρι τα δυο σου μάτια θα κοιτώ .
Πως έγινε δρόμος κοινός και οδηγός κι ο κόσμος όλος
βγήκε απο το κελί κι αυτή ελεύθερο πουλί
κρατώντας του τα χέρια να σεργιανά με ήλιο και βροχή!
Παρασκευή 29 Μαΐου 2020
Επειδή έμεινα παιδί
Επειδή έμεινα παιδί
γλιστρώ και πέφτω στα βράχια
κι ανασηκώνομαι λευκό κύμα
μπορώ να βλέπω
τους κήπους στα μάτια
τους κήπους στα μάτια
αναγνωρίζοντας απ το χώμα τα αγκάθια
δωρίζω τους κόπους μου
χωρίς ανταλλάγματα
χωρίς ανταλλάγματα
επειδή έμεινα παιδί
κλαίω στο ψέμα
και γυμνώνομαι στην αλήθεια
και γυμνώνομαι στην αλήθεια
Τετάρτη 27 Μαΐου 2020
Ανορθόγραφες γραμμες
Όλα ήρθαν όπως έπρεπε να ρθουν
Τόσο βολικά και τόσο ανέγγιχτα στην ουσία,
αναίμακτα στο βυζί της αλήθειας ,
που τόσο πια ησυχία τρόμαζε ακόμα
και κείνο το απόλυτο σκοτάδι.
το Πατρίς , Θρησκεία, Οικογένεια
επέστρεφε εξελιγμένο και νεόπλουτο γνώσεων.
Ο ψεκασμός του φόβου στο νου έκαμε πάλι
την δουλειά του. Βήμα το βήμα , γουλιά τη γουλιά
θα σκορπούσετο μελάνι της η μέδουσα
με τα παλιά της γλιστερά πλοκάμια.
Ο ήλιος σιγοντάριζε το Πατρίς βλέπεις κάτι
λουσμένο στα χορτάρια και τις παπαρούνες
έπρεπε να μένει από τούτη την άδολη αγάπη του
στο σώμα των λιβαδιών , στο πέπλο της θάλασσας ,
στα μάτια μη σβήσουν στο κατακάθι του καιροί .
Η πατρίς έψαχνε να βρει το στέκι της .
Αλαφιασμένη βλέπεις απ το τρεχαλητό να τραβήξει
το μανίκι της από καιροσκόπους έχασε το χέρι της .
Στο φόβο μην την καταπιεί ο ορυμαγδός
του πλιάτσικου έκοψε την γλώσσα της .
Κι εκεί που σκιαγμένη αποκοιμήθηκε
τις πήρανε το κορμί κάτι λεφτάδες που θελαν
την δική προβολή να λάμπει στο μπαλκόνι
κει που ο παράς μετρά ποιος ειναι το παγόνι.
Τα πόδια της ξερά κι ένα κεφάλι αδειανό
αφού την ιστορία της την κλέβουν τέρατα
που τρώνε λαούς και πίνουν αίμα για χυμό.
Φάνηκε και η θρησκεία γυμνή απ των παιδιών της
τη λεηλασία. Την ζέψανε σε ένα στασίδι από χρυσό
και στησαν γύρω της βωμό, κιτάπια να χορταινουν
παγκάρια από ασήμι τιάρες από διαμάντια
και ράσα από βελούδινο σκοπό .
Να σβήσουν απ την μνήμη κάθε φτωχού το μερτικό
Γίνανε και πολιτικοί για να εχει έδρα η σιωπή
σαν μπαίνει στο κομποσκοίνι η κραυγή.
Κι έτσι φάνηκε και η οικογένεια .
Αυτή παρόλο το σακατιλίκι της από τους ίδιους
προφέσορες που χρόνια τώρα διαφεντεύουν
το άρμεγμα των αξιών τη σάπια καρδάρα
των συμφερόντων και κείνων των πλαστικών
ονείρων που κρεμιούνται στα μπαλκόνια τους
ακόμα βαστά. Τα τρύπια παπούτσια κυνηγουν
τους χωματόδρομους , τα άδεια πουγγιά μυρίζουν
μια στάλα γέλιου ,δυο τρεις γραμμές σμίγουν
να δέσουν ένα γέλιο ναι αυτή κρατά.
Με σπασμένα μάτια ,
με γδαρμένα γόνατα αλλά κρατά.
Τα μοντέλα της βαφτισμένης ελευθερίας
στα σίδερα της αποξένωσης λίγα ρούχα κρατούν.
Είναι που βλέπεις τα ασπρόρουχα της έχουν ακόμη
τη γεύση του σαπουνιού.Εξελιγμένα ολα λοιπόν
ένα καινούργιο υφαντό με τόσο σαθρές κλωστές .
Περπατά ο Γιωργής του φωνάζει ο Κωστής
που πας που γυρνάς μάσκα φοράς ;
Τι να σου κάνει κι αυτός τρύπιος καιρός .
Κρύβει τα φονικά με ένα απαγορεύεται
κι οι ενοχές βαγόνι στις πλάτες του μικρού
να φορτωθούν ,να αδειάσουν οι γραμμές
να στήσουν κάλπικες στολές
στης λαϊκής την αγορά.
Περάστε κόσμε μισοτιμής η εργατιά .
Ποιος θα το λεγε πως θα πρεπε να φορώ
μάσκα να μη μυρίζω τους μασκαράδες !
Τόσο βολικά και τόσο ανέγγιχτα στην ουσία,
αναίμακτα στο βυζί της αλήθειας ,
που τόσο πια ησυχία τρόμαζε ακόμα
και κείνο το απόλυτο σκοτάδι.
το Πατρίς , Θρησκεία, Οικογένεια
επέστρεφε εξελιγμένο και νεόπλουτο γνώσεων.
Ο ψεκασμός του φόβου στο νου έκαμε πάλι
την δουλειά του. Βήμα το βήμα , γουλιά τη γουλιά
θα σκορπούσετο μελάνι της η μέδουσα
με τα παλιά της γλιστερά πλοκάμια.
Ο ήλιος σιγοντάριζε το Πατρίς βλέπεις κάτι
λουσμένο στα χορτάρια και τις παπαρούνες
έπρεπε να μένει από τούτη την άδολη αγάπη του
στο σώμα των λιβαδιών , στο πέπλο της θάλασσας ,
στα μάτια μη σβήσουν στο κατακάθι του καιροί .
Η πατρίς έψαχνε να βρει το στέκι της .
Αλαφιασμένη βλέπεις απ το τρεχαλητό να τραβήξει
το μανίκι της από καιροσκόπους έχασε το χέρι της .
Στο φόβο μην την καταπιεί ο ορυμαγδός
του πλιάτσικου έκοψε την γλώσσα της .
Κι εκεί που σκιαγμένη αποκοιμήθηκε
τις πήρανε το κορμί κάτι λεφτάδες που θελαν
την δική προβολή να λάμπει στο μπαλκόνι
κει που ο παράς μετρά ποιος ειναι το παγόνι.
Τα πόδια της ξερά κι ένα κεφάλι αδειανό
αφού την ιστορία της την κλέβουν τέρατα
που τρώνε λαούς και πίνουν αίμα για χυμό.
Φάνηκε και η θρησκεία γυμνή απ των παιδιών της
τη λεηλασία. Την ζέψανε σε ένα στασίδι από χρυσό
και στησαν γύρω της βωμό, κιτάπια να χορταινουν
παγκάρια από ασήμι τιάρες από διαμάντια
και ράσα από βελούδινο σκοπό .
Να σβήσουν απ την μνήμη κάθε φτωχού το μερτικό
Γίνανε και πολιτικοί για να εχει έδρα η σιωπή
σαν μπαίνει στο κομποσκοίνι η κραυγή.
Κι έτσι φάνηκε και η οικογένεια .
Αυτή παρόλο το σακατιλίκι της από τους ίδιους
προφέσορες που χρόνια τώρα διαφεντεύουν
το άρμεγμα των αξιών τη σάπια καρδάρα
των συμφερόντων και κείνων των πλαστικών
ονείρων που κρεμιούνται στα μπαλκόνια τους
ακόμα βαστά. Τα τρύπια παπούτσια κυνηγουν
τους χωματόδρομους , τα άδεια πουγγιά μυρίζουν
μια στάλα γέλιου ,δυο τρεις γραμμές σμίγουν
να δέσουν ένα γέλιο ναι αυτή κρατά.
Με σπασμένα μάτια ,
με γδαρμένα γόνατα αλλά κρατά.
Τα μοντέλα της βαφτισμένης ελευθερίας
στα σίδερα της αποξένωσης λίγα ρούχα κρατούν.
Είναι που βλέπεις τα ασπρόρουχα της έχουν ακόμη
τη γεύση του σαπουνιού.Εξελιγμένα ολα λοιπόν
ένα καινούργιο υφαντό με τόσο σαθρές κλωστές .
Περπατά ο Γιωργής του φωνάζει ο Κωστής
που πας που γυρνάς μάσκα φοράς ;
Τι να σου κάνει κι αυτός τρύπιος καιρός .
Κρύβει τα φονικά με ένα απαγορεύεται
κι οι ενοχές βαγόνι στις πλάτες του μικρού
να φορτωθούν ,να αδειάσουν οι γραμμές
να στήσουν κάλπικες στολές
στης λαϊκής την αγορά.
Περάστε κόσμε μισοτιμής η εργατιά .
Ποιος θα το λεγε πως θα πρεπε να φορώ
μάσκα να μη μυρίζω τους μασκαράδες !
Τρίτη 26 Μαΐου 2020
Κατάθεση ψυχής
Έτσι είμαι μάτια μου εγώ των άκρων
Αγαπώ δυνατά , θαυμάζω πολύ , εκτιμώ βαθιά
λατρευω ως το μεδούλι της ψυχής μου
για αυτό μη με ψάχνεις στα μέτρια
Δεν θα με βρεις να σκορπίζομαι
χαρίζομαι μόνο .
Τα σκόρπια και τα δανεικά δε μου ταίριαζαν ποτέ
μήτε η μιζέρια τα άδεια και τα κούφια ιδανικά
ειναι το μερτικό μου .
Πίσω απ τα χάρτινα τα παραβάν δεν θα με δεις να κόβω
βόλτες ανοχής γυρεύοντας κύκλους κενής βολής
Η αντοχή ειναι βροχή που σκάει στο μέτωπό μου
μα δε ζω με πλαστικά λουλούδια ούτε και μ αναμνήσεις
της στιγμής , άνεμος γίνομαι , φτερό , φωτιά
και αλμυρό νερό, γελώ σαν ήλιος κλαίω σαν αστραπή
κι ότι αισθάνομαι καθρέφτης γίνεται να δεις
κρυφά κι απόμερα δε μένει σε με κανείς .
Μα ότι κερνώ εχει ψυχή
από καρδιάς ενός παιδιού φωνή
που ψιθυρίζει σιγανά ..
πρόσεχε μη μου πατήσεις την καρδιά
γιατί δεν εχει γυρισμό η φυγή
που ήπιε αλμύρα κι έντυσε τ άρμπουρα
λευκό κατάρτι για σταυρό !
Δευτέρα 25 Μαΐου 2020
Μικροί ναυτίλοι
( Για τη φίλη μου Εφη )
Θα βρεθούμε κάποτε εκεί αντικριστά
Θα βρεθούμε κάποτε εκεί αντικριστά
σε έναν αχνιστό καφέ που θα πίνει τα χείλη μας
Τα λόγια σκαλοπάτια
να περνούν τα μάτια σ εκείνα τα ανείπωτα
που σιωπηλά ειπώθηκαν
Πόσες ανταύγειες περάσανε
μέχρι να σηκωθεί ο ήλιος
Πόσα χαράματα δεν είδαμε
τον κόσμο να ανασαίνει
Στολίσαμε ελπίδες σε χάρτινα καραβάκια
μη χάσουμε την πυξίδα
Ζαλίζοντας το νήμα γυρίζουμε την ανέμη
στη ρότα του καιρού με τρικάταρτα φτερά
Λαθρεπιβάτες που βρεξαν τα πόδια στη στεριά
και πότισε το όνειρο βάλσαμο και νεράντζι
Μικροί ναυτίλοι του ουρανού και της φωτιάς
Θα σου χαρίζω την άνοιξη θα μου μετράς το ποτάμι
έτσι θα πορευόμαστε ,ψυχή τη ψυχή .
Ακούγοντας τα βότσαλα της άμμου
να κουβεντιάζουν στο πλατύσκαλο
της αιώνιας ομορφιάς.
α! και πως τα κοράλλια λογάνε
το φόρεμα της μοιρασιάς στο δρόμο
που μοσχοβολούν τα ρόδα της αγάπης!
Τα λόγια σκαλοπάτια
να περνούν τα μάτια σ εκείνα τα ανείπωτα
που σιωπηλά ειπώθηκαν
Πόσες ανταύγειες περάσανε
μέχρι να σηκωθεί ο ήλιος
Πόσα χαράματα δεν είδαμε
τον κόσμο να ανασαίνει
Στολίσαμε ελπίδες σε χάρτινα καραβάκια
μη χάσουμε την πυξίδα
Ζαλίζοντας το νήμα γυρίζουμε την ανέμη
στη ρότα του καιρού με τρικάταρτα φτερά
Λαθρεπιβάτες που βρεξαν τα πόδια στη στεριά
και πότισε το όνειρο βάλσαμο και νεράντζι
Μικροί ναυτίλοι του ουρανού και της φωτιάς
Θα σου χαρίζω την άνοιξη θα μου μετράς το ποτάμι
έτσι θα πορευόμαστε ,ψυχή τη ψυχή .
Ακούγοντας τα βότσαλα της άμμου
να κουβεντιάζουν στο πλατύσκαλο
της αιώνιας ομορφιάς.
α! και πως τα κοράλλια λογάνε
το φόρεμα της μοιρασιάς στο δρόμο
που μοσχοβολούν τα ρόδα της αγάπης!
Παράθυρο με θέα
Κάποια γράμματα ειναι ανεξίτηλα
γεμάτα φως , αναλλοίωτη αγάπη ,
κρυστάλλινα νερά
χυμοί στο δέντρο των χρόνων
Δροσερές πηγές να ρίχνει
τα βλέφαρα του ο ήλιος
Κάποιοι άνθρωποι
γράφουν την ιστορία τους μέσα σου
στις ζεστές καλημέρες ,
στο τίναγμα του χαμόγελου
από ένα μπαλκόνι ,
στη γειτονιά των λουλουδιών
και στα απλωμένα ασπρόρουχα
Κάποιες μικρές πινελιές
γεμάτες ονείρατα και στοχασμούς
τούτες οι αλήθειες ζωγραφισμένες στιγμές
που ανέφελα φυλούν τα αστέρια
Μικροί υάκινθοι που πάντα μοσχοβολούν
στο πέρασμα τους,
κι εχει ομορφιά να ταξιδευεις τον καιρό
με τα κουπιά της καρδιάς!
γεμάτα φως , αναλλοίωτη αγάπη ,
κρυστάλλινα νερά
χυμοί στο δέντρο των χρόνων
Δροσερές πηγές να ρίχνει
τα βλέφαρα του ο ήλιος
Κάποιοι άνθρωποι
γράφουν την ιστορία τους μέσα σου
στις ζεστές καλημέρες ,
στο τίναγμα του χαμόγελου
από ένα μπαλκόνι ,
στη γειτονιά των λουλουδιών
και στα απλωμένα ασπρόρουχα
Κάποιες μικρές πινελιές
γεμάτες ονείρατα και στοχασμούς
τούτες οι αλήθειες ζωγραφισμένες στιγμές
που ανέφελα φυλούν τα αστέρια
Μικροί υάκινθοι που πάντα μοσχοβολούν
στο πέρασμα τους,
κι εχει ομορφιά να ταξιδευεις τον καιρό
με τα κουπιά της καρδιάς!
Κυριακή 24 Μαΐου 2020
Μελωδία ψυχής
Βραδάκι πια
Κείνο το φεγγάρι έσκασε μύτη
στο μπαλκόνι κορδωμένο
για την ομορφιά του
Σαν άλλος επόπτης γυρνά
κοιτώντας τις ανέμελες
σειρές των αστεριών
Μικρά σχολιαρόπαιδα
που τρέχουν στο γύρω γύρω του ουρανού
χαρούμενα που όλη η αλάνα του
δικιά τους να παίξουν ,
να αναβοσβήσουν τα φώτα τους
κάνοντας σινιάλο στα ήρεμα κύματα
Ένα γλυκό αεράκι τυλίγει τους ώμους
και τραγουδά στα μαλλιά της γαρδένιας
Η φτέρη άπλωσε το αραχνοΰφαντο νυφικό της
να ξεγελάσει τα μάτια του τζίτζικα
Εκείνος με τη σειρά του, θαυμαστής
του ωραίου, φόρτωσε τον αυλό στα χέρια
κι άρχισε το τραγούδι του
Να ταν η μελωδία που κένταγε
τούτο το γλυκοφίλημα της σιγής
ή μήπως έφτανε να ακούσω
να με φωνάζεις την ώρα που
ξεκλείδωνα την πόρτα της ψυχής σου
Εδω είμαι σου μήνυσα απλώνοντας
το χέρι να κρατηθεί το όνειρο
κι όλα πως μύρισαν
σαν φρεσκοφτιαγμένο γλυκό κεράσι!
Κείνο το φεγγάρι έσκασε μύτη
στο μπαλκόνι κορδωμένο
για την ομορφιά του
Σαν άλλος επόπτης γυρνά
κοιτώντας τις ανέμελες
σειρές των αστεριών
Μικρά σχολιαρόπαιδα
που τρέχουν στο γύρω γύρω του ουρανού
χαρούμενα που όλη η αλάνα του
δικιά τους να παίξουν ,
να αναβοσβήσουν τα φώτα τους
κάνοντας σινιάλο στα ήρεμα κύματα
Ένα γλυκό αεράκι τυλίγει τους ώμους
και τραγουδά στα μαλλιά της γαρδένιας
Η φτέρη άπλωσε το αραχνοΰφαντο νυφικό της
να ξεγελάσει τα μάτια του τζίτζικα
Εκείνος με τη σειρά του, θαυμαστής
του ωραίου, φόρτωσε τον αυλό στα χέρια
κι άρχισε το τραγούδι του
Να ταν η μελωδία που κένταγε
τούτο το γλυκοφίλημα της σιγής
ή μήπως έφτανε να ακούσω
να με φωνάζεις την ώρα που
ξεκλείδωνα την πόρτα της ψυχής σου
Εδω είμαι σου μήνυσα απλώνοντας
το χέρι να κρατηθεί το όνειρο
κι όλα πως μύρισαν
σαν φρεσκοφτιαγμένο γλυκό κεράσι!
Αύρα
Σκερτσόζες ώρες
κωπηλατούν στα νερά του δειλινού
Μοιάζουν κηλίδες που φόρεσαν πόδια
να σεργιανίσουν την αντίκρυ γειτονιά
Χαμηλώνουν τα στόματα
να φιλήσουν τις πολεμίστρες
των κάστρων
που αγέρωχα τα μυστικά τους κρύβουν .
Αμέθυστος φαντάζει να ναι
σε ζυγιασμένο ουρανό
κείνο το ξεπεταρούδι που αναπαμό
δεν έχει κι όλο μελώνει το φιλί
και τρέφει το φιτίλι.
Ω !! αύρα μου εαρινή
ποια να ναι η νόνα σου
τίνος ευχή με αστρολούλουδα
τύλιξε το λαιμό σου
και γιόμισε η νύχτα φως
κι η μέρα πλέκει σ' αργαλειό
πολύχρωμο υφαντό !
Μοιάζουν κηλίδες που φόρεσαν πόδια
να σεργιανίσουν την αντίκρυ γειτονιά
Χαμηλώνουν τα στόματα
να φιλήσουν τις πολεμίστρες
των κάστρων
που αγέρωχα τα μυστικά τους κρύβουν .
Αμέθυστος φαντάζει να ναι
σε ζυγιασμένο ουρανό
κείνο το ξεπεταρούδι που αναπαμό
δεν έχει κι όλο μελώνει το φιλί
και τρέφει το φιτίλι.
Ω !! αύρα μου εαρινή
ποια να ναι η νόνα σου
τίνος ευχή με αστρολούλουδα
τύλιξε το λαιμό σου
και γιόμισε η νύχτα φως
κι η μέρα πλέκει σ' αργαλειό
πολύχρωμο υφαντό !
Σάββατο 23 Μαΐου 2020
Ακατέργαστο διαμάντι
Πυρπόλησαν
τα δάχτυλα ποιητές
να σμιλέψουν το σώμα της
Βούτηξαν τα μάτια
στα χρώματα ζωγράφοι
να βρουν τα χείλη της
Χαράκτες έγραφαν
σε σμαράγδια
να αγγίξουν τα ακροδάχτυλά της
Έκαψαν τους χειμώνες
οι άνοιξες
να ζεσταθούν στη φλόγα της
σώθηκαν περγαμηνές
να ψιθυρίζουν
τα ανάλαφρο βήμα της
κι εκείνη α! εκείνη
‘’αγάπη ‘’
ακατέργαστο διαμάντι
έμεινε στο βράχο
να μεθά
στη μελωδία μια λέξης
.. νιώθω !
να σμιλέψουν το σώμα της
Βούτηξαν τα μάτια
στα χρώματα ζωγράφοι
να βρουν τα χείλη της
Χαράκτες έγραφαν
σε σμαράγδια
να αγγίξουν τα ακροδάχτυλά της
Έκαψαν τους χειμώνες
οι άνοιξες
να ζεσταθούν στη φλόγα της
σώθηκαν περγαμηνές
να ψιθυρίζουν
τα ανάλαφρο βήμα της
κι εκείνη α! εκείνη
‘’αγάπη ‘’
ακατέργαστο διαμάντι
έμεινε στο βράχο
να μεθά
στη μελωδία μια λέξης
.. νιώθω !
Στο συμπόσιο της γης
Ερχόταν η άνοιξη κι έπρεπε να συναντηθούν
να μοιραστούν τo χώμα .
Μαζεύτηκαν όλα . Τόσα λουλούδια διαφορετικά
Μικρές ιστορίες με πανοπλίες πολύχρωμες δαντέλες.
Το καθένα κι ένα στολίδι που άρπαζε τη μυρουδιά
απ τα χέρια του ήλιου .
Σκέπη τους ο γερό πλάτανος που πάντα φώτιζε
με τη σοφία του.
Λοιπόν είπε το τριαντάφυλλο εγώ θα γυρνώ
στους κήπους
Δυο μικροί πανσέδες ψιθύριζαν εμείς θα σεργιανάμε στα σιντριβάνια
Ψιλόκορμες φωνές το κυπαρίσσι κι η λεύκα
εμείς τα μεγάλα θα σφουγγίζουμε τον ιδρώτα .
Είπαν .. είπαν και τι δεν είπαν .
Κανένα δεν ήθελε να πάρει τη θέση του άλλου
Μήτε να αλλάξει κορμοστασιά και χρώμα .
Μονάχα ότι για πρώτη φορά κοιτούσαν το ρωτούσαν να μάθουν
Ποιο είναι από που ήρθε κι ύστερα απλά αγκάλιαζαν την ρίζα του .
Ένα περίεργο χαλίκι που βρέθηκε στο δρόμο του φώναξε .
- Ε !! γερό πλάτανε πως όλους τους ακούς;
- Αιώνες τώρα περπατώ απ άνεμο σε άνεμο
μα ένα μου μήνυσε η ζωή αντί να προσπαθώ
να αλλάξω τη φορά του έμαθα κείνα
που κρύβει στο στέρνο να μετρώ
κι έτσι γνωρίζω πια τα βήματα του
- Για λίγο σκεφτικό έμεινε το χαλίκι μα δίπλα χαμογέλασε ένα μικρό σπουργίτι.
Συνέχισε το δρόμο του με ένα του μουρμουρητό
μαθαίνω όσο ζω κι ύστερα κοίταξε τη γη
τι όμορφα που ανθεί !
να μοιραστούν τo χώμα .
Μαζεύτηκαν όλα . Τόσα λουλούδια διαφορετικά
Μικρές ιστορίες με πανοπλίες πολύχρωμες δαντέλες.
Το καθένα κι ένα στολίδι που άρπαζε τη μυρουδιά
απ τα χέρια του ήλιου .
Σκέπη τους ο γερό πλάτανος που πάντα φώτιζε
με τη σοφία του.
Λοιπόν είπε το τριαντάφυλλο εγώ θα γυρνώ
στους κήπους
Δυο μικροί πανσέδες ψιθύριζαν εμείς θα σεργιανάμε στα σιντριβάνια
Ψιλόκορμες φωνές το κυπαρίσσι κι η λεύκα
εμείς τα μεγάλα θα σφουγγίζουμε τον ιδρώτα .
Είπαν .. είπαν και τι δεν είπαν .
Κανένα δεν ήθελε να πάρει τη θέση του άλλου
Μήτε να αλλάξει κορμοστασιά και χρώμα .
Μονάχα ότι για πρώτη φορά κοιτούσαν το ρωτούσαν να μάθουν
Ποιο είναι από που ήρθε κι ύστερα απλά αγκάλιαζαν την ρίζα του .
Ένα περίεργο χαλίκι που βρέθηκε στο δρόμο του φώναξε .
- Ε !! γερό πλάτανε πως όλους τους ακούς;
- Αιώνες τώρα περπατώ απ άνεμο σε άνεμο
μα ένα μου μήνυσε η ζωή αντί να προσπαθώ
να αλλάξω τη φορά του έμαθα κείνα
που κρύβει στο στέρνο να μετρώ
κι έτσι γνωρίζω πια τα βήματα του
- Για λίγο σκεφτικό έμεινε το χαλίκι μα δίπλα χαμογέλασε ένα μικρό σπουργίτι.
Συνέχισε το δρόμο του με ένα του μουρμουρητό
μαθαίνω όσο ζω κι ύστερα κοίταξε τη γη
τι όμορφα που ανθεί !
Αγιόκλημα
Μια ψιλή βροχούλα
ροκάνιζε τα σκαλοπάτια
κι αυτά κουνούσαν τα πόδια
σκουντώντας τη να φτάσει
κει που κοιμόταν η ρίζα
χτυπώντας την πόρτα της
Οι στάλες στα φύλλα του
πέταξαν το σκέπασμα της νύχτας
δρόσιζαν τα χείλη του
Κι εκείνο το χτύπημα
σαν μελωδία που ηχούσε
στα αυτιά του ρουφούσε τα ψεγάδια του
Άνοιξε τα μάτια πετώντας
τα λευκά του λεπτά στηρίγματα
που κράταγαν στον κόρφο τους
το απόσταγμα από μέλι
Άπλωσε τα κλαδιά του
μοιράζοντας την ευωδιά της γαλήνης
κι αυτά κουνούσαν τα πόδια
σκουντώντας τη να φτάσει
κει που κοιμόταν η ρίζα
χτυπώντας την πόρτα της
Οι στάλες στα φύλλα του
πέταξαν το σκέπασμα της νύχτας
δρόσιζαν τα χείλη του
Κι εκείνο το χτύπημα
σαν μελωδία που ηχούσε
στα αυτιά του ρουφούσε τα ψεγάδια του
Άνοιξε τα μάτια πετώντας
τα λευκά του λεπτά στηρίγματα
που κράταγαν στον κόρφο τους
το απόσταγμα από μέλι
Άπλωσε τα κλαδιά του
μοιράζοντας την ευωδιά της γαλήνης
τη ζεστασιά του νωπού πρωινού
Ω ! γη .. τι όμορφα.. ποιείς !
Ω ! γη .. τι όμορφα.. ποιείς !
Παρασκευή 22 Μαΐου 2020
Έγνοιες
Κείνες τις μικρές σχισμάδες
που αναβοσβήνουν
τα φώτα των άστρων
ζεσταίνουν τον ουρανό
με το χνώτο τους
φορώντας
την πανοπλία του Άγγελου
που στα χέρια κρατά
την ομορφιά του κόσμου
τα χρώματα τις ίριδας
τα φώτα των άστρων
ζεσταίνουν τον ουρανό
με το χνώτο τους
φορώντας
την πανοπλία του Άγγελου
που στα χέρια κρατά
την ομορφιά του κόσμου
τα χρώματα τις ίριδας
γίνονται μικρές φυσαλίδες
που σπάνε ανοίγοντας χαμόγελα
μονάχα να συντροφεύουν
το κάθε βήμα σου
τις ένιωσες ;
μικρές που ειναι
σαν μόλις να ξύπνησε
μια φτέρη χρυσαλιφουρφουρου
την ώρα που
οι έγνοιες μου
στην παλάμη τους κρατούν τις μοίρες
για να χει τόπο να σταθεί
το πέλμα σου
να ανεβεί στην κορυφή
να σεργιανάς στον άνεμο
και να γεννιέσαι απ την αρχή
κάθε πρωί μπουμπούκι του ουρανού
τριαντάφυλλο στη γη!
Πέμπτη 21 Μαΐου 2020
Μόνο για την αγάπη μου
Και καμιά φορά
θα σκίσει τη σάρκα της η ψυχή μου
και θα πετάξει τα βόλια της
φύλλα από τριαντάφυλλα πάνω σου
να σκεπάσουν το στόμα τα μάτια σου
τα χέρια σου ,να κλείσουν το στέρνο σου
ακίνητες να μένουν ακόμα κι οι σκέψεις σου
παραδομένος στη μυρωδιά τους να μένεις
Έτσι να πω πως .. σε πόνεσα
Τετάρτη 20 Μαΐου 2020
Απάνεμο καρτέρι
Αν άνθιζαν τα στάχυα
τι χρώματα θα φορούσε ο κήπος
εκεί πίσω απ τα κύματα
κρέμονται τα τσαμπιά της στεριάς
φυλαγμένα σαν μικρά ρουμπίνια
κοιμούνται αταίριαστα τα άστρα
κυοφορούν τις νύχτες νάματα
πλένουν κηλίδες της ξεχασμένης μέρας
και τούτο τ απάνεμο καρτέρι
κορφολογά τις στράτες της πνοής
λύνοντας τα σχοινιά απ το σκοτάδι
να τρέξει φως σαν άτι στο λαγκάδι
μη του γυρνάς του τρυγητή
της στάχτης το αλμυρό καμίνι
υψώθηκε απ τη γη για να λογά
αν φύγουν τα πουλιά φτερά κρατά
να λογαριάζει αχτίδες στον καιρό
με δίχτυ πολύχρωμη παλάμη ,
κι ένα φουλάρι στο λευκό λαιμό
να αρμενίζει πρώτο φιλί στη κορυφή
πρώτο σκαλί για να κοπεί το νήμα
ηλιόπετρας ήχος να ακουστεί
κι απ της ψυχής το ηφαίστειο λάβα
αγάπης να χυθεί στο νεογνό του βήμα!
εκεί πίσω απ τα κύματα
κρέμονται τα τσαμπιά της στεριάς
φυλαγμένα σαν μικρά ρουμπίνια
κοιμούνται αταίριαστα τα άστρα
κυοφορούν τις νύχτες νάματα
πλένουν κηλίδες της ξεχασμένης μέρας
και τούτο τ απάνεμο καρτέρι
κορφολογά τις στράτες της πνοής
λύνοντας τα σχοινιά απ το σκοτάδι
να τρέξει φως σαν άτι στο λαγκάδι
μη του γυρνάς του τρυγητή
της στάχτης το αλμυρό καμίνι
υψώθηκε απ τη γη για να λογά
αν φύγουν τα πουλιά φτερά κρατά
να λογαριάζει αχτίδες στον καιρό
με δίχτυ πολύχρωμη παλάμη ,
κι ένα φουλάρι στο λευκό λαιμό
να αρμενίζει πρώτο φιλί στη κορυφή
πρώτο σκαλί για να κοπεί το νήμα
ηλιόπετρας ήχος να ακουστεί
κι απ της ψυχής το ηφαίστειο λάβα
αγάπης να χυθεί στο νεογνό του βήμα!
Τρίτη 19 Μαΐου 2020
Αθανασία
Πόθησες μάνα
τον Πόντο λευτερο να κοιτάς
Λαχτάρησες γιέ μου
να ξεδιψάσεις στης Σμύρνης τα νερά
Κόρη μου την Κύπρο
γαλαζοπράσινα αρμενίζεις
στα μάτια σου να λυτρωθεί
Τόσοι σταυροί
πως να σηκώσουν τα πανιά
στο χώμα πλαι
φυτρώνει ακόμα η φωτιά
Σπαθί της μνήμης
το στερνοπούλι που γεννά
ηλίανθους και γιασεμιά
Αθανασία στο όνειρο
που καρτερά τη λευτεριά !
τον Πόντο λευτερο να κοιτάς
Λαχτάρησες γιέ μου
να ξεδιψάσεις στης Σμύρνης τα νερά
Κόρη μου την Κύπρο
γαλαζοπράσινα αρμενίζεις
στα μάτια σου να λυτρωθεί
Τόσοι σταυροί
πως να σηκώσουν τα πανιά
στο χώμα πλαι
φυτρώνει ακόμα η φωτιά
Σπαθί της μνήμης
το στερνοπούλι που γεννά
ηλίανθους και γιασεμιά
Αθανασία στο όνειρο
που καρτερά τη λευτεριά !
Σκέψεις απλά σκέψεις
Τόσα μήπως τοσα άραγε
κολλημένα στις φτέρνες
και στις κορδέλες του μυαλού
Ένας κόσμος αμφισβήτησης
και ερωτηματικών.
Και πως αλλιώς
αφού το κάθε μας ξημέρωμα
μοιάζει με ρουλέτα που παίζουν
κάποιοι για μας χωρίς εμάς .
Πνιγμένοι σε δυο λίστες
η μια του πρέπει και του μη
η άλλη του μπροστά
με ραγισμένη τη ματιά
που κρύβεται πίσω απ τη θημωνιά
μη και τη βρει η αλήθεια που πονά.
Μα άραγε να αξίζουν τα ανθρώπινα αισθήματα
να ζουν με ένα μακιγιάζ;
Μιλάμε , μελετάμε τα λόγια της αγάπης
μα αναρωτιέμαι αξίζει
καμιά απ τις κορδέλες των θαυμάτων της
να περπατούν στο δρόμο μας
χωρίς το βασικό της υλικό ..χωρίς εμπιστοσύνη
Ας μετρήσουμε την πίστη στο πρόσωπο
στο λόγο , στον φίλο στο συμπαθέστατο άτομο,
σε αυτόν που θαυμάζουμε σε αυτόν που αγαπάμε
Α γ α π α μ ε με όποιο χρώμα της αγάπης .
Δεν έχουμε την πολυτέλεια του χρόνου
Αυτός λογάει κείνα που του ζητούν
οι αγύρτες που σαν νούμερα μας γράφουν
και σαν μηχανές μας υπολογίζουν .
Ας δούμε πως το θέμα δεν ειναι ,
εσύ ,εγώ και ο Μηνάς
Μα κείνο το σπάσιμο της ανθρωπιάς
ετούτο θέλουν να χαρούν και στη σκακιέρα
τα πιόνια τους να μοιράσουν
Ας αφήσουμε λεύτερο ότι δεν μας αγγίζει
κάθε πουκάμισο έχει τα κουμπιά του
κανείς δε κατηγορεί το γιακά που μένει ίδιος
Ο κορμός ειναι ο καθένας από μας
δεν εχει σημασία που ακουμπάνε τα κλαριά του
Το δάσος μ α ς υπάρχει !
κολλημένα στις φτέρνες
και στις κορδέλες του μυαλού
Ένας κόσμος αμφισβήτησης
και ερωτηματικών.
Και πως αλλιώς
αφού το κάθε μας ξημέρωμα
μοιάζει με ρουλέτα που παίζουν
κάποιοι για μας χωρίς εμάς .
Πνιγμένοι σε δυο λίστες
η μια του πρέπει και του μη
η άλλη του μπροστά
με ραγισμένη τη ματιά
που κρύβεται πίσω απ τη θημωνιά
μη και τη βρει η αλήθεια που πονά.
Μα άραγε να αξίζουν τα ανθρώπινα αισθήματα
να ζουν με ένα μακιγιάζ;
Μιλάμε , μελετάμε τα λόγια της αγάπης
μα αναρωτιέμαι αξίζει
καμιά απ τις κορδέλες των θαυμάτων της
να περπατούν στο δρόμο μας
χωρίς το βασικό της υλικό ..χωρίς εμπιστοσύνη
Ας μετρήσουμε την πίστη στο πρόσωπο
στο λόγο , στον φίλο στο συμπαθέστατο άτομο,
σε αυτόν που θαυμάζουμε σε αυτόν που αγαπάμε
Α γ α π α μ ε με όποιο χρώμα της αγάπης .
Δεν έχουμε την πολυτέλεια του χρόνου
Αυτός λογάει κείνα που του ζητούν
οι αγύρτες που σαν νούμερα μας γράφουν
και σαν μηχανές μας υπολογίζουν .
Ας δούμε πως το θέμα δεν ειναι ,
εσύ ,εγώ και ο Μηνάς
Μα κείνο το σπάσιμο της ανθρωπιάς
ετούτο θέλουν να χαρούν και στη σκακιέρα
τα πιόνια τους να μοιράσουν
Ας αφήσουμε λεύτερο ότι δεν μας αγγίζει
κάθε πουκάμισο έχει τα κουμπιά του
κανείς δε κατηγορεί το γιακά που μένει ίδιος
Ο κορμός ειναι ο καθένας από μας
δεν εχει σημασία που ακουμπάνε τα κλαριά του
Το δάσος μ α ς υπάρχει !
Δευτέρα 18 Μαΐου 2020
Κυριακή 17 Μαΐου 2020
Γαλάζιες χρυσαλίδες
Αστάρωσε ο ουρανός το πέπλο
να χωρέσει η νύχτα τη φλόγα
που σπίθισε το βλέμμα σου
γυμνός περπατητής ανασαίνει
κρύβοντας το ζεστό φιλί
αντάμα στα χείλη της θάλασσας
να χωρέσει η νύχτα τη φλόγα
που σπίθισε το βλέμμα σου
γυμνός περπατητής ανασαίνει
κρύβοντας το ζεστό φιλί
αντάμα στα χείλη της θάλασσας
Το στόμα μου κύμα καλοκαιριού
περπάτησες μέσα μου
μηλιά που άπλωσε κόκκινα φύλλα
περπάτησες μέσα μου
μηλιά που άπλωσε κόκκινα φύλλα
ανοίγουν τα νυχτολούλουδα
μονάχα γιατί τα χέρια σου
μονάχα γιατί τα χέρια σου
κράτησαν τ άστρα !
Σάββατο 16 Μαΐου 2020
Να σ αγαπούν για αυτό που είσαι
Να σ αγαπούν για αυτό που είσαι
ναι έτσι απλά χωρίς τα πως και τα γιατί
Γιατί κανείς δεν έσυρε τα χρόνια σου
γιατί κανείς δεν ήταν πλάι στις ουλές σου
Κι αν δεις τον κόσμο τόσο ίδιος μοιάζει
Να επιμένεις στο όνειρό σου στις αξίες σου
στα δικά σου θέλω.
Δεν γεννιέται ο κόσμος για να γεμίζει γιασεμί
μα για να φτιάχνει κήπους
από αγριολούλουδα βουνών,
από φύκια της θάλασσας , λεπτεπίλεπτα και άγρια
Δένει τις φωλιές κουβαλώντας
στην άκρη της πλάτης
πότε ένα πούπουλο και πότε ενα αδράχτι .
Το ίδιο όμορφα κυλα στο τζάμι η βροχή
ίδιο φυλά το μάγουλο το δάκρυ .
Στα δικά σου πόδια στάθηκες χωρίς πατερίτσες
κουτσός ακόμα απ τ αγκάθι .
Τα πέλματα γίνανε θεριά που σκόρπισαν
ένα γιατί απ το χαγιάτι του φυγά
μέχρι του λάβαρου την κορυφή
Να σ αγαπούν για αυτό που είσαι
όχι για κείνο που ζητούν .
Δεν είσαι μια νερομπογιά που όποιο πινέλο
την κρατά στήνει δική του ζωγραφιά .
Χρωστούμενα έχεις πολλά ..
χρωστάς το γέλιο της ζωής
του βότσαλου την μυρουδιά ,
το ίχνος της αστραπής ,
του ονείρου σου το χάδι του έρωτα τα μυστικά
τα βράδια τα αξημέρωτα που αλαφροισκιωτα
Πετούσες στο φεγγάρι , του μίσχου το παράστημα
και της αυγής το μίλημα στο πιο ακριβό σου φίλημα
Να το τολμάς να σαι εσύ κι όχι ένας στους άλλους
το θυμιατό σου σε σκαλί
να βρίσκει δρόμους ανοιχτούς
κι Αχέροντες της δρασκελιάς
με ένα σου βήμα να περνάς
Κι αν την αγάπη συναντάς τα φύλλα σου
κράτα ανοιχτά,δέντρο που άπλωσε κλαδιά
να μπει ο ήλιος κι η φωτιά
να του ζυγιάσουν την καρδιά .
Είναι η αγάπη μουσική με νότες από άγνωστη γη
μα σαν την μελωδία βρεις γράψε στον ίσκιο
της σιωπής ,πως άγγελος σε βρήκε
και έπεσε ουρανός στη γη .
Για όλους υπάρχει ένα νησί άγραφο απ το χάρτη
μα ακούει την ρότα της ψυχής και στέλνει
τα σινιάλα απ άκρη σ άκρη της πηγής .
Να σ αγαπούν για αυτό που είσαι
στο μπλε σου , στο γαλάζιο,
στο κόκκινο της σαϊτιάς,
στο γκρίζο του λυγμού ,
στο πράσινο χορτάριασμα να πλένεται το βλέμμα,
κι αν θολά τα μάτια σου φανούν
να χεις δυο μάτια να γελούν .
Αποθυμιά και δειλινό λαχτάρα να σου δίνουν
που να χει ούριο άνεμο,κι οι πειρατές της άνοιξης
τα στήθια σου με ανεμώνες να στολίζουν .
Να σ αγαπούν αληθινά για να το νιώθει η καρδιά
μα μην ξεχάσεις ''να αγαπάς'' για να γευτείς ότι ζητάς !

ναι έτσι απλά χωρίς τα πως και τα γιατί
Γιατί κανείς δεν έσυρε τα χρόνια σου
γιατί κανείς δεν ήταν πλάι στις ουλές σου
Κι αν δεις τον κόσμο τόσο ίδιος μοιάζει
Να επιμένεις στο όνειρό σου στις αξίες σου
στα δικά σου θέλω.
Δεν γεννιέται ο κόσμος για να γεμίζει γιασεμί
μα για να φτιάχνει κήπους
από αγριολούλουδα βουνών,
από φύκια της θάλασσας , λεπτεπίλεπτα και άγρια
Δένει τις φωλιές κουβαλώντας
στην άκρη της πλάτης
πότε ένα πούπουλο και πότε ενα αδράχτι .
Το ίδιο όμορφα κυλα στο τζάμι η βροχή
ίδιο φυλά το μάγουλο το δάκρυ .
Στα δικά σου πόδια στάθηκες χωρίς πατερίτσες
κουτσός ακόμα απ τ αγκάθι .
Τα πέλματα γίνανε θεριά που σκόρπισαν
ένα γιατί απ το χαγιάτι του φυγά
μέχρι του λάβαρου την κορυφή
Να σ αγαπούν για αυτό που είσαι
όχι για κείνο που ζητούν .
Δεν είσαι μια νερομπογιά που όποιο πινέλο
την κρατά στήνει δική του ζωγραφιά .
Χρωστούμενα έχεις πολλά ..
χρωστάς το γέλιο της ζωής
του βότσαλου την μυρουδιά ,
το ίχνος της αστραπής ,
του ονείρου σου το χάδι του έρωτα τα μυστικά
τα βράδια τα αξημέρωτα που αλαφροισκιωτα
Πετούσες στο φεγγάρι , του μίσχου το παράστημα
και της αυγής το μίλημα στο πιο ακριβό σου φίλημα
Να το τολμάς να σαι εσύ κι όχι ένας στους άλλους
το θυμιατό σου σε σκαλί
να βρίσκει δρόμους ανοιχτούς
κι Αχέροντες της δρασκελιάς
με ένα σου βήμα να περνάς
Κι αν την αγάπη συναντάς τα φύλλα σου
κράτα ανοιχτά,δέντρο που άπλωσε κλαδιά
να μπει ο ήλιος κι η φωτιά
να του ζυγιάσουν την καρδιά .
Είναι η αγάπη μουσική με νότες από άγνωστη γη
μα σαν την μελωδία βρεις γράψε στον ίσκιο
της σιωπής ,πως άγγελος σε βρήκε
και έπεσε ουρανός στη γη .
Για όλους υπάρχει ένα νησί άγραφο απ το χάρτη
μα ακούει την ρότα της ψυχής και στέλνει
τα σινιάλα απ άκρη σ άκρη της πηγής .
Να σ αγαπούν για αυτό που είσαι
στο μπλε σου , στο γαλάζιο,
στο κόκκινο της σαϊτιάς,
στο γκρίζο του λυγμού ,
στο πράσινο χορτάριασμα να πλένεται το βλέμμα,
κι αν θολά τα μάτια σου φανούν
να χεις δυο μάτια να γελούν .
Αποθυμιά και δειλινό λαχτάρα να σου δίνουν
που να χει ούριο άνεμο,κι οι πειρατές της άνοιξης
τα στήθια σου με ανεμώνες να στολίζουν .
Να σ αγαπούν αληθινά για να το νιώθει η καρδιά
μα μην ξεχάσεις ''να αγαπάς'' για να γευτείς ότι ζητάς !

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020
Τετάρτη 13 Μαΐου 2020
Διάφανα
Δεν είχε να κρύψει τίποτα
ποιος άραγε φοβόταν ;
Πάνω στην πέτρα άνθισε ένα τραγούδι
Απ τη μουσική διέκρινε το βλέμμα
Εδω .. εδω βαδίζουν τ αστέρια του είπε
Ξενυχτάνe ανέμελα μικρές νεράιδες
στη αγρύπνια της λύρας
Φουσκώνουν τα μπαλόνια τους
ερωτευμένα σπουργίτια
κι αφήνουν στις κορδέλες τους
την μυρωδιά του γιασεμιού.
Τυχεροί που είμαστε
να ακούμε τα πολλά των λίγων
σκαρφαλωμένοι στο όνειρο
μα με δεμένα τα χέρια
να φτερουγίσουν χελιδόνια
Ακούς; ακούς
μια κιθάρα σιγοντάρει το ηλιοβασίλεμα
να δεις που ήρθαν στην πόρτα
παιδιά της άνοιξης !
ποιος άραγε φοβόταν ;
Πάνω στην πέτρα άνθισε ένα τραγούδι
Απ τη μουσική διέκρινε το βλέμμα
Εδω .. εδω βαδίζουν τ αστέρια του είπε
Ξενυχτάνe ανέμελα μικρές νεράιδες
στη αγρύπνια της λύρας
Φουσκώνουν τα μπαλόνια τους
ερωτευμένα σπουργίτια
κι αφήνουν στις κορδέλες τους
την μυρωδιά του γιασεμιού.
Τυχεροί που είμαστε
να ακούμε τα πολλά των λίγων
σκαρφαλωμένοι στο όνειρο
μα με δεμένα τα χέρια
να φτερουγίσουν χελιδόνια
Ακούς; ακούς
μια κιθάρα σιγοντάρει το ηλιοβασίλεμα
να δεις που ήρθαν στην πόρτα
παιδιά της άνοιξης !
Τρίτη 12 Μαΐου 2020
Αναγέννηση
Είναι εκείνη η ώρα
που η μέρα
αφήνει το κτενάκι της
στα μαλλιά της θάλασσας
Τούτη την ώρα
σιγοντάρει το λιανοτράγουδο
ένα νυχτερινό κανάρι
κι ότι αφήνεται
λευκά φτερά σκορπούν
να στρώσουν το φύλλωμα
της ζεστασιάς
Κι εγώ κανένας
που είμαι
σπλαχνίζομαι το φως
ανάμεσα στα νερά της γης
στο ασβέστωμα του ουρανού
αγέννητος καρπώνομαι
να γεννηθώ
σπυρί στο λεύκωμα
των κήπων!
αφήνει το κτενάκι της
στα μαλλιά της θάλασσας
Τούτη την ώρα
σιγοντάρει το λιανοτράγουδο
ένα νυχτερινό κανάρι
κι ότι αφήνεται
λευκά φτερά σκορπούν
να στρώσουν το φύλλωμα
της ζεστασιάς
Κι εγώ κανένας
που είμαι
σπλαχνίζομαι το φως
ανάμεσα στα νερά της γης
στο ασβέστωμα του ουρανού
αγέννητος καρπώνομαι
να γεννηθώ
σπυρί στο λεύκωμα
των κήπων!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)