Είναι τρομακτικό πια Ποτε άλλοτε δεν μιλήσαμε τόσο για το θάνατο
Ποτε δεν μας είπαν τόσα για κείνον
Τα κατάφεραν πάλι να σπείρουν τον φόβο
κι η αγωνία , ο χαμένος χρόνος , ο εγκλεισμος
να ναι το μόνο που βλέπουν τα μάτια μας
Χάθηκαν κάθε άλλες αιτίες θανάτου.
Τέλειωσαν οι χαμένοι από την άσπρη σκόνη
τέλειωσαν οι καρκίνοι , τέλειωσαν ολα οσα υπάρχουν
Μια πανδημία που τρώει τα πάντα
Ενταφιασμός ζώντων και νεκρών .
Και μεις άθελα μας αναπαραγωγοί του σκότους
με άλλες αιτίες. Πόνος για τον συνάνθρωπο
που χάνεται ,αγωνία για εκείνους που παλεύουν
να ξεφύγουν, φόβος για τις ζωές μας ,
φόβος για τα παιδιά .
Τα παιδιά αυτούς τους μόνιμους χρεώστες
κάθε γενιάς που μαθαίνουν πως να σωπαίνουν ,
πως να αναπτύσσουν το εγώ δίχως την αγκαλιά
της συλλογικότητας , δίχως το παιδικό φιλί ,
το κόρτε της αθωότητας , το γελιο από
το στόμα με τα καινούργια δοντάκια .
Την εφηβεία που ανταρτικη γεννήθηκε
και φίμωτρο της τάζουν .
Το πρωτοφίλημα του ρίγους που αναπτύσσει
το συναίσθημα , την άποψη, την αμφισβήτηση,
τη γεύση του πρώτου κρασιού της παρέας,
το σφιχταγκάλιασμα του έρωτα.
Τους νέους και τις νέες που πάρκα χτίζουν
με τις φωνές τους κελιά μοιράζουν .
Μαθήματα χωρίς το χέρι του δάσκαλου
να τους χαιδευει τα μαλλιά χωρίς σκολειό
να αγαπάνε . Τυποποιημένα γράμματα
γνώσης χωρίς το χαδι της έντασης
δίχως φωνή για διεκδίκηση .
Κρυα πιάτα σερβιρισμένα
σε ιλουστρασιόν πληκτρολόγια.
Και που καιρός για αγάπη, που καιρός
για κύλισμα στο χορτάρι . Πειθήνιους εργάτες
μιας παγκόσμιας κασετίνας των λιγων .
Αυτων που δεν χρειάζονται χέρια μα οθόνες
συγκατάβασης μιας επιφάνειας τυφλής .
Φοβάμαι αυτά που θα ρθουν
φοβάμαι το βάρος που πέφτει στα παιδιά .
Και μεις τι; θα σωπάσουμε ; πάλι;
θα ξεχάσουμε πως κάποτε ήμασταν παιδιά;
Μας βολεύει ετούτος ο αργός θάνατος;
Μας βοηθά να αναπαράγουμε τον τρόμο ;
Όχι δεν είμαι άτρωτη.
Μα διαλέγει κανείς την αιτία του θανάτου του;
γνωρίζει το πότε; κερδίζει μέρες με ανοχή;
Κι αλήθεια τι εγινε η Σάμος πόσοι ξυπόλητοι
γυρνούν στις λάσπες πόσοι γερόντοι χάθηκαν
στην πικρία του χαμένου βιός τους ;
Που πήγαν ολα τα άλλα που κοιτούσαμε
Γιατί ξεχνάμε πως παντού χρωστάμε
απλωμένα χέρια; Που πάει η ανεργία;
που σκαρφαλώνει η φτώχεια;
που πήγε το νοιάζομαι της προσφυγιάς;
Προσέχουμε τον συνάνθρωπο
μα ας σταματήσουμε να κατηγορούμε
τα παιδιά , ας θυμηθούμε τα παρτυ
και τα γλεντια μας σε όποιες εποχές
ας διεκδικήσουμε την ανάσα μας .
Ο ήλιος λαμπυρίζει . Το φεγγάρι φέγγει
η θαλασσα ήρεμη κυλά τα λουλούδια μυρίζουν ,
ποτίζεται η γη απ τον ουρανό .
Ας σταματήσουμε τον λόγο για το θάνατο
ας δώσουμε πνοή να μεγαλώσει μια στάλα ζωής
Έχουμε δρόμο σκληροτράχηλο
ας αγκαλιάσουμε τα παιδιά να μην ξεχνάμε
πως δεν είναι στάσιμη η ζωή τρέχει γάργαρη πηγή
κι είμαστε άνθρωποι με νου και με ψυχή .
Αλήθεια τι δώρο η πνοή !