Όλα ήρθαν όπως έπρεπε να ρθουν
Τόσο βολικά και τόσο ανέγγιχτα στην ουσία,
αναίμακτα στο βυζί της αλήθειας ,
που τόσο πια ησυχία τρόμαζε ακόμα
και κείνο το απόλυτο σκοτάδι.
το Πατρίς , Θρησκεία, Οικογένεια
επέστρεφε εξελιγμένο και νεόπλουτο γνώσεων.
Ο ψεκασμός του φόβου στο νου έκαμε πάλι
την δουλειά του. Βήμα το βήμα , γουλιά τη γουλιά
θα σκορπούσετο μελάνι της η μέδουσα
με τα παλιά της γλιστερά πλοκάμια.
Ο ήλιος σιγοντάριζε το Πατρίς βλέπεις κάτι
λουσμένο στα χορτάρια και τις παπαρούνες
έπρεπε να μένει από τούτη την άδολη αγάπη του
στο σώμα των λιβαδιών , στο πέπλο της θάλασσας ,
στα μάτια μη σβήσουν στο κατακάθι του καιροί .
Η πατρίς έψαχνε να βρει το στέκι της .
Αλαφιασμένη βλέπεις απ το τρεχαλητό να τραβήξει
το μανίκι της από καιροσκόπους έχασε το χέρι της .
Στο φόβο μην την καταπιεί ο ορυμαγδός
του πλιάτσικου έκοψε την γλώσσα της .
Κι εκεί που σκιαγμένη αποκοιμήθηκε
τις πήρανε το κορμί κάτι λεφτάδες που θελαν
την δική προβολή να λάμπει στο μπαλκόνι
κει που ο παράς μετρά ποιος ειναι το παγόνι.
Τα πόδια της ξερά κι ένα κεφάλι αδειανό
αφού την ιστορία της την κλέβουν τέρατα
που τρώνε λαούς και πίνουν αίμα για χυμό.
Φάνηκε και η θρησκεία γυμνή απ των παιδιών της
τη λεηλασία. Την ζέψανε σε ένα στασίδι από χρυσό
και στησαν γύρω της βωμό, κιτάπια να χορταινουν
παγκάρια από ασήμι τιάρες από διαμάντια
και ράσα από βελούδινο σκοπό .
Να σβήσουν απ την μνήμη κάθε φτωχού το μερτικό
Γίνανε και πολιτικοί για να εχει έδρα η σιωπή
σαν μπαίνει στο κομποσκοίνι η κραυγή.
Κι έτσι φάνηκε και η οικογένεια .
Αυτή παρόλο το σακατιλίκι της από τους ίδιους
προφέσορες που χρόνια τώρα διαφεντεύουν
το άρμεγμα των αξιών τη σάπια καρδάρα
των συμφερόντων και κείνων των πλαστικών
ονείρων που κρεμιούνται στα μπαλκόνια τους
ακόμα βαστά. Τα τρύπια παπούτσια κυνηγουν
τους χωματόδρομους , τα άδεια πουγγιά μυρίζουν
μια στάλα γέλιου ,δυο τρεις γραμμές σμίγουν
να δέσουν ένα γέλιο ναι αυτή κρατά.
Με σπασμένα μάτια ,
με γδαρμένα γόνατα αλλά κρατά.
Τα μοντέλα της βαφτισμένης ελευθερίας
στα σίδερα της αποξένωσης λίγα ρούχα κρατούν.
Είναι που βλέπεις τα ασπρόρουχα της έχουν ακόμη
τη γεύση του σαπουνιού.Εξελιγμένα ολα λοιπόν
ένα καινούργιο υφαντό με τόσο σαθρές κλωστές .
Περπατά ο Γιωργής του φωνάζει ο Κωστής
που πας που γυρνάς μάσκα φοράς ;
Τι να σου κάνει κι αυτός τρύπιος καιρός .
Κρύβει τα φονικά με ένα απαγορεύεται
κι οι ενοχές βαγόνι στις πλάτες του μικρού
να φορτωθούν ,να αδειάσουν οι γραμμές
να στήσουν κάλπικες στολές
στης λαϊκής την αγορά.
Περάστε κόσμε μισοτιμής η εργατιά .
Ποιος θα το λεγε πως θα πρεπε να φορώ
μάσκα να μη μυρίζω τους μασκαράδες !
Τόσο βολικά και τόσο ανέγγιχτα στην ουσία,
αναίμακτα στο βυζί της αλήθειας ,
που τόσο πια ησυχία τρόμαζε ακόμα
και κείνο το απόλυτο σκοτάδι.
το Πατρίς , Θρησκεία, Οικογένεια
επέστρεφε εξελιγμένο και νεόπλουτο γνώσεων.
Ο ψεκασμός του φόβου στο νου έκαμε πάλι
την δουλειά του. Βήμα το βήμα , γουλιά τη γουλιά
θα σκορπούσετο μελάνι της η μέδουσα
με τα παλιά της γλιστερά πλοκάμια.
Ο ήλιος σιγοντάριζε το Πατρίς βλέπεις κάτι
λουσμένο στα χορτάρια και τις παπαρούνες
έπρεπε να μένει από τούτη την άδολη αγάπη του
στο σώμα των λιβαδιών , στο πέπλο της θάλασσας ,
στα μάτια μη σβήσουν στο κατακάθι του καιροί .
Η πατρίς έψαχνε να βρει το στέκι της .
Αλαφιασμένη βλέπεις απ το τρεχαλητό να τραβήξει
το μανίκι της από καιροσκόπους έχασε το χέρι της .
Στο φόβο μην την καταπιεί ο ορυμαγδός
του πλιάτσικου έκοψε την γλώσσα της .
Κι εκεί που σκιαγμένη αποκοιμήθηκε
τις πήρανε το κορμί κάτι λεφτάδες που θελαν
την δική προβολή να λάμπει στο μπαλκόνι
κει που ο παράς μετρά ποιος ειναι το παγόνι.
Τα πόδια της ξερά κι ένα κεφάλι αδειανό
αφού την ιστορία της την κλέβουν τέρατα
που τρώνε λαούς και πίνουν αίμα για χυμό.
Φάνηκε και η θρησκεία γυμνή απ των παιδιών της
τη λεηλασία. Την ζέψανε σε ένα στασίδι από χρυσό
και στησαν γύρω της βωμό, κιτάπια να χορταινουν
παγκάρια από ασήμι τιάρες από διαμάντια
και ράσα από βελούδινο σκοπό .
Να σβήσουν απ την μνήμη κάθε φτωχού το μερτικό
Γίνανε και πολιτικοί για να εχει έδρα η σιωπή
σαν μπαίνει στο κομποσκοίνι η κραυγή.
Κι έτσι φάνηκε και η οικογένεια .
Αυτή παρόλο το σακατιλίκι της από τους ίδιους
προφέσορες που χρόνια τώρα διαφεντεύουν
το άρμεγμα των αξιών τη σάπια καρδάρα
των συμφερόντων και κείνων των πλαστικών
ονείρων που κρεμιούνται στα μπαλκόνια τους
ακόμα βαστά. Τα τρύπια παπούτσια κυνηγουν
τους χωματόδρομους , τα άδεια πουγγιά μυρίζουν
μια στάλα γέλιου ,δυο τρεις γραμμές σμίγουν
να δέσουν ένα γέλιο ναι αυτή κρατά.
Με σπασμένα μάτια ,
με γδαρμένα γόνατα αλλά κρατά.
Τα μοντέλα της βαφτισμένης ελευθερίας
στα σίδερα της αποξένωσης λίγα ρούχα κρατούν.
Είναι που βλέπεις τα ασπρόρουχα της έχουν ακόμη
τη γεύση του σαπουνιού.Εξελιγμένα ολα λοιπόν
ένα καινούργιο υφαντό με τόσο σαθρές κλωστές .
Περπατά ο Γιωργής του φωνάζει ο Κωστής
που πας που γυρνάς μάσκα φοράς ;
Τι να σου κάνει κι αυτός τρύπιος καιρός .
Κρύβει τα φονικά με ένα απαγορεύεται
κι οι ενοχές βαγόνι στις πλάτες του μικρού
να φορτωθούν ,να αδειάσουν οι γραμμές
να στήσουν κάλπικες στολές
στης λαϊκής την αγορά.
Περάστε κόσμε μισοτιμής η εργατιά .
Ποιος θα το λεγε πως θα πρεπε να φορώ
μάσκα να μη μυρίζω τους μασκαράδες !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου