Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020

Ουσια-στικό

Θαύμασα 
την τέχνη και τις μορφές της 
λάτρεψα
το χάδι της ανατολής 
πίστεψα
στο φως που γεννά το σκοτάδι 
χόρεψα 
με τα χρώματα και τις μυρουδιές 
έπαιξα 
με τις χάντρες των κρυστάλλων τους  
γέλασα 
με τα σκέρτσα των πουλιών 
λικνίστηκα
στις σκιές των δέντρων 
διαλέγοντας νότες των εποχών 
φόρεσα 
κεντήματα του καιρού 
με τίτλους και ονόματα των λουλουδιών  
μα αγάπησα πιότερο .. 
τον άνθρωπο 
στη γραμματική 
του ουσια-στικού !

Ατιτλο

Πόσο εύκολο να βρεις τα μάτια
πόσος κόπος να δεις ..την ψυχή !


Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2020

Με δυο κουβέντες σε άρπα και βιολί

Μήτε που τον ένοιαζαν πια
τα τρύπια παπούτσια ή κείνο
το μπλε πουκάμισο που απ του χρόνου
τις βροχές ξεθώριασε το πέρασμα του
Μετρούσε και ξαναμετρούσε τα μπαλώματα
πάνω του και καθένα τους μια γλώσσα είχε .
Πτυχές που από σχολειό μαθαίνανε .
Θυμήθηκε τη πρώτη τσαλακωσιά
καθώς του βροντοφώναξε πως τίποτε δεν κράτησε
Μεγάλη αλήθεια μουρμούρησε ο Νικολής .
Το βιός του το χάρισε ανάμεσα στις κοιλάδες
που με κάθε δώρο του πλήθαιναν τα χαμόγελα
και σε κείνη την όμορφη κυρά που δυο ζαριές
κουβέντες του φόραγε ''προσπάθησε πάλι ''
κι ήταν τόσο ζεστή ετούτη η φορεσιά
που κανείς δρόμος αδιάβατα δεν κοιτούσε.
Είδε τη φορά του ήλιου ανάποδα να γυρνά
κι όπου είχε δύση κρεμόταν η ανατολή .
ήπιε μικρές αλήθειες που δένανε μεγάλο ουρανό
και όγκους από ψέμα να κρύβονται σε μιας σταλιάς
στυφό νερό .Του πανε πως ανέχτηκε κορόιδεμα και προσβολή
μα τούτος στο όνειρο έδενε σχοινί να ακροβατεί σε ενός τρελού
το βλέμμα με κοριτσίστικη φωνή που μέσα απ τις πλεξούδες
το μήνυμα έψαχνε να βρει .
Δυο μέτρα τα μποστάνια τρεις ρούγες απ της φοβέρας το σκαμνί
μα κείνη η άνοιξη που αργεί γλυκό φιλί θα φέρει
πετμέζι από πραγματική ζωή .
Του λεγαν πως το εικόνισμα θέλει γονατισιά κι υποταγή
μα κείνος ο ένας του θεός μίλαγε σαν αντάρτης κι άνθρωπος ήτανε σταυρός .
Τι να χει πια να φοβηθεί καρφώσαν αστερίες κι έμεινε η άμμος ορφανή .
Του κόσμου οι κοινωνίες κρασί ξινό έχουν γευτεί
Φόρτωσε στο δισάκι του λίγο ψωμί κι ελιά μα σε τούτο τον αέρα
κανείς δε μπαίνει φράγμα στα στήθια του για να περνά .
Ένα σκαλί ακόμη και θα φτανε στη φυλλωσιά .
Απ το χαγιάτι φάνηκε η Μαρία να του ζεσταίνει χυλό από αγάπη
κι ένα της φιλί διάβαζε μεσημέρι της νύχτας άρπα και βιολί .
Μέτρα τι μου κλεψες ζωή κι ύστερα δες πως ότι πιο πολύτιμο
φύλακας γίνηκε η ψυχή κι ασπίδες που σπασαν τα ακόντια σου
σε μιας δροσοσταλιάς στιγμή που μύρισε το δίκιο κι έκανε όπλο
αέναο από αγέραστη πηγή .
Αχ βρε Μαρία το γέλιο σου ένα φυλαχτό κι εγώ μικρός στρατιώτης
που απάνω μου φορώ!


Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

Άτιτλο

Κι αρμενίζει ο δρόμος και γελούν τα παιδιά
κι η κάθε ρίζα γεννά έναν κήπο
Δε φιμώνεται ο ήλιος .. αστράφτουν Άνθρωποι !



Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

Διάφανα

Ένα μπουκέτο στάχυ 
δυο στάλες από πευκόμελο
μια άγουρη ηλιαχτίδα 
αρκούν  
να ποτιστούν  τ αγκάθια 
να ανθίσουν τριανταφυλλιές !


Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Μήνυμα στα αστρα της γης

Άνοιξα πάλι τα κιτάπια μου 
κι έριξα μια ματιά 
σε κείνα τα γλυκόλαλα πουλιά
της ατέλειωτης άνοιξης 
Τα κλαριά που μέναν , στον άνεμο
ίσα με τα δικά μου 
Μπολιασμένα τα στήθια μου 
από νιφάδες και ζεστασιές 
Κάθε κελάηδημα αλλιώτικο φυσά 
μα κεινα τα φτερά που τόσο ξέρω 
και ποτέ δεν γνώρισα 
πως δένουν στις φτερούγες μου 
Κουβαλημένες αγάπες στο άχρονο 
και στο πολύτιμο σεντούκι της καρδιάς 
Άρχισα να γράφω πιλαλωντας 
από κορδέλα σε κορδέλα στα μαλλιά τους 
σαν ψίθυρος στο νόημα της αγάπης 
Τραυματισμένα τα φτερά μου 
στο ύφος μιας αστραπής 
μα το ήξερα πως θα γυρνούσα
στο απέραντο της φωλιάς 
να αγκαλιαστούμε . 
Στο στόμα ένα ρόδο να πιουν 
το κόκκινο άγγιγμα σαν μια γουλιά κρασί
που μέθυσε στον ήλιο και βγήκε στη βροχή 
Τέλειωσα το μήνυμα στο τετράδιο του νιώθω 
Παραλήπτες .. οι σιωπές των αστεριών της γης .

Υστερόγραφο .. Όπου η αγάπη κατοικεί 
το αδύνατον σβήνει στη χούφτα του δυνατόν με ένα φιλί !

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Στα σχολειά των πουλιών να φοιτώ

Ξεμακραίνω κάθε μέρα πιο πολύ .
Γυάλινος κόσμος και δεν αντέχει το γυαλί .
Μια μικρή πλαστογραφία ζωής που θαρρείς
και κοιτά σε καρμπόν .
Πουπουλένια σεντόνια , συνταγές ,ζωγραφικές
Περάσματα του δήθεν ανοίγματα του τάχα
δίχως φρεσκόγαλα χωρίς το ψωμοτύρι του πρωινού .
Άνθρωποι που ξεπέρασαν το άνθρωπο
Μάστορες καλαποδιών σ άδεια παπούτσια
Α!! πως γίναμε έτσι . Ακόμα κι οι παπαρούνες ξέρουν
πως πεθαίνουν κι ανασταίνονται , κι εμείς λίγο ζωή λίγο ταφή
σενάρια σε μουχλιασμένα πλάνα με φόντο κομφετί
Μια ακόμη κίβδηλη ταυτότητα που ξεφυλλίζει τη φλούδα της ζωής
Ευτυχώς που λίγες σιωπηλές φωνές ακόμη με τον ήχο μοιάζουν
Μιλώ πιότερο με τα λουλούδια αγγίζοντας τη λαλιά τους
Διψώ για την μάθηση ..στα σχολεία των πουλιών να φοιτώ
σπουδάζοντας τη γλώσσα του λευτερου αέρα .
Σαν  νερό να περνώ στα πόδια του άστεγου
και μαζί του να στοιβάζω το πρώτο λιθάρι της σκεπής .
Βαθαίνουν τα μάτια μου σκαλίζοντας την άνοιξη
κι οι σπόροι της άβγαλτοι γόνοι θαρρείς από δροσό χαμόγελο.
Κουνίστρα τούτη η γη κάθε της βήμα κι ένα μπαλέτο από διπλό τριφύλλι
Απλώνω τα χέρια να νιώσω το πέταγμα κι η αύρα με σιγοντάρει
Τόσα έμαθα που τίποτε δεν ξέρω .
Κείνο το μέσα μου παιδί κρατά τα χαλινάρια κι αν ξεχαστώ
στο ύψος μου τρικλοποδιές μου βάζει να χαμηλώσω το σκοπό
να αρχίσω πάλι απ την αρχή γράμματα να συλλαβίζω .
Τέτοια που να χωρούν τα όνειρα τόσα πολλά κι όλο να περισσεύουν
Χρόνια τώρα μετρώ τους ίσκιους της σιωπής στην κολυμπήθρα της βοής
Μιλώ όλες τις γλώσσες που δεν γνωρίζω κι αναρωτιέμαι
Αφορισμένος,  επαναστάτης ή γητευτής ..ο δρόμος της ψυχής!


Άγνωστοι μεταξυ αγνώστων

Έχεις ρωτήσει ποτέ άνθρωπε 
αυτόν ναι αυτόν που γευεσαι τη λύπη σου 
κοιτωντας τον  στα χαρτόκουτα 
ποιό ειναι το όνομα του; 
Κρύωσες όταν πάγωνε 
ξυπνούσες τα χαράματα να γευτείς στα μάτια σου 
την μια ελπίδα στο μοβ της Ανατολής 
Ενιωσες ποτέ την λέξη επι - βίωση ;
Ανάσανες την αγωνία της αξιοπρέπειας του ;
ειδες πως ακομα ψηλά το κεφάλι του κρατά; 
Ησουν στις πίκρες στις αγρύπνιες του 
στον παγωμένο του αέρα 
εκει την ωρα που πέφταν οι νιφάδες 
κι εκεινος στην αμμο ζωγράφιζε τους ήλιους ;
Απλά τα ακουσες απλά τα είδες 
κατω απο τη ζεστασια σου κατω απ τη δική σου βολή 
Πάψε ανθρωπε πάψε τιποτε δε γνώριζεις 
Ουτε και αυτός για σένα 
Κανεις δε ζητά τον οίκτο κανενός 
Μάθε να σέβεσαι 
κι αν δεις στο δρόμο σου εναν απ αυτους 
μη βγάλεις λέξη 
κι αν άνθρωπος θελεις να λέγεσαι 
αγκάλιασε τον και γίνε μέλος του αγώνα του 
Αλλιως σώπα και μη μιλάς 
στο πουθενά του μόνος του γυρνά
κι αν θα σταθει στα πόδια του κυκλώνοντας τους τοίχους 
θα ναι γιατι σε εκεινον το χρωστα 
Καλή η θεωρεία μα η πραξη ριχνει τα λόγια στη φωτια 
Μίλα του για τους ήλιους , τις παπαρούνες τους ανθούς 
μα μη του δείχνεις το εγω σου 
ξεπέρασε τον εαυτό σου γινε τα μάτια του να δεις 
να νιώσεις πως ανθρωποι λεηλατούν 
οτι του χάρισε η γης και του το κλέψαν σαλτιμπάγκοι 
που χαν στα νύχια το φως της άγονης γραμμής  .
Δεν εισαι κάτι αλλο απο αυτόν 
στο χθες  και στο παρόν 
Ανθρωποι ειμαστε ολοι μη δείξεις τον άνθρωπο απων!

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2020

Εκει που μεγαλώνουν τα σπόρια της άνοιξης

Δεύτερη φορά 
Δεύτερη φορά έπρεπε να αποδείξει σε κείνη πως μπορεί 
Πως εχει δικαίωμα να ζει έτσι όπως εκείνη εννοούσε
το ζω.Με ελεύθερο το ζω όπως ένα λουλούδι ,
όπως το πουλί που ανέμελα ζωγραφίζει πιρουέτες 
στον ουρανό .Δυνατή γυναίκα έτσι έλεγαν οι γύρω της
και οι μπιστικοί κείνοι οι καθρέφτες που την έβλεπαν. 
Μα ο δικός της καθρέφτης; Αυτός ήξερε πως κείνος
την έκανε. Χωρίς άλλη επιλογή.Ονειρευόταν 
μια άλλη ζωή. Με τα γράμματα της στοιβαγμένα
στα στάχυα,το βλέμμα καρφωμένο στον ήλιο 
κι αυτήν την ανάσα κομμένη πάντα στα δυο. 
Τα φύλλα της παπαρούνας και το γάργαρο νερό 
της παντοτινής άνοιξης . Αντλούσε τη δύναμη της 
απ το χορτάρι,από τα δέντρα και από κεινα τα δικά της 
κυπαρίσσια που πια μεγάλωσαν, 
γέννησαν μικρές ριζούλες που ανέμελα γελούσαν . 
Κείνο το γέλιο.Αχ εκείνο το γέλιο ένα τικ τακ
που γύριζε τον κόσμο της .Έτσι και πριν λίγα χρόνια
έκανε το άλμα της . Τίποτε δε λόγιασε παρά μονάχα 
τα χέρια και τα πόδια που βαστούσαν τη γη της 
Φορτώθηκε το βουνό μα λίγο λίγο τρώγοντας το 
νικώντας τα πετρώματα ,λοφίσκο τον έκανε 
να τριγυρίζουν χελώνες και λαγοί .
Οι άνοιξες της κρατούσαν το παιδί να μη μεγαλώσει 
κι εκείνη απλά βύζαινε το βλέμματα να σταθεροποιήσει 
τα βήματα .Σε λίγο έλεγε σε λίγο θα φτάσω 
στο λιβάδι που ανθούν τα μικρά
γεύματα που χορταίνουν αιώνες τη θάλασσα. 
Μα να που ο τροχός πάλι με το ζόρι την ήθελε πίσω 
Μεγάλωσε πια κι έφτανε κοντά σ αυτό που λένε 
ξαποστασι μετά από τόσα χρόνια πρωινού ξυπνήματος ,
την ίδια αρίζωτη θαρρείς στάση του λεωφορείου , 
την καρέκλα του γραφείου της που έπρεπε να υποστεί
πολλές φορές την αγωνία μη κουτσαθεί 
τις προσβολές κείνων που τσέπωναν τον ιδρώτα της
για να γιομίσουν τις τσέπες τους,να ρουφήξουν 
το είναι της για να ψηλώσουν το εγώ τους ,
κείνες τις ατέρμονες μάχες για μια ίδια λέξη με άλλο 
προορισμό δουλεία - δουλειά κι αδούλωτη καθώς ήταν
πόσα κορμιά ζωής μάτωναν μέσα της μα την τελευταία
τους πνοή γεννιόταν απ την αρχή,φυντάνι κι ανέθρεφαν
το μίσχο τους . Να λοιπόν που οι αφενταδες 
και πάλι της έδειχναν την πόρτα του χάους. 
Ξες εκείνη που γελά το αδιέξοδο πιστεύοντας 
πως θα κόψει τα πόδια . Κείνη που σε χορταίνει μίσος 
και καβαλά το άλογο της οργής αυτή που τρώει 
τους πολλούς για να μετρούν οι λίγοι τον αέρα 
που αναπνέεις .Κι ανάλογα τα δικά τους εκατοστά
η περπατησιά των πολλών.Ξεχνώντας όμως 
τις αποδείξεις της πίστωσης και του χρέους 
στο λογαριασμό τους . Κείνη τις πλωρωμες της 
τις έκανε γουλιά γουλιά στο ακροθαλάσσι .
Τις είδε γεννημένες κλωστές στο αδράχτι 
να υφαίνουν χρώματα,τις γευόταν στους τοίχους 
των γκράφιτι ,στη μυρουδιά του ζυμωτού ψωμιού ,
στους σπόρους που μεγάλωναν να χτίσουν το δάσος ,
στα ονείρατα που δεν έφευγαν ποτέ απ το μαξιλάρι της .
Λυγούν οι ιτιές μα δε σπαν. Μέτρησε τους καιρούς 
αντάμωσε τα πολλά της γέμισε τις τσέπες της καρδιάς 
λιόσπορους κι αρμάτωσε στις πλάτες κείνες τις αξίες 
που οι πρωτοδάσκαλοι της φυτέψανε στα στήθια. 
Χτενίζοντας στον καθρέφτη τα μαλλιά της 
κείνος της χαμογελούσε, άλλη μια μάχη της είπε. 
Προχώρα ένα φιλί σε περιμένει να γευτείς το νεράντζι . 
Εκεί που μεγαλώνουν τα σπόρια της άνοιξης ο δρόμος σου.
Μήνυσε στους αφενταδες πως πάει καιρός 
που ο φόβος της φοβήθηκε στα μάτια της
και το βαλε στα πόδια .Κι ότι κερνούσε το φως 
της εξώπορτας το σπιτιού της ήταν ένα πιθάρι 
γεμάτο δεντρολίβανο να μοσχομυρίζει ο τόπος .
Άλλη μια μάχη μουρμούρισε .
Στους ώμους κρεμόταν τόσες γυναίκες , μαύρες , 
άσπρες , κίτρινες που μοσχομύριζαν.
Στα χέρια της εγκυμονούσαν νούφαρα 
αγόρια και κορίτσια.Χρωστούσε στον άνεμο ,
στην αγάπη , στο νιόφερτο φεγγάρι, σε κείνην .
Ο δρόμος μακρύς μα πάντα γεννά ο χειμώνας μιαν άνοιξη 
κι εκείνη η πεταλούδα στο δώμα τι όμορφα 
που έστρωσε το φουρό της στην κουρτίνα!





Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

Άτιτλο

Κι αφού κρατάνε τα μάτια
πετούν στο στέρνο τα πουλιά
μιλά με μέντα η αναπνοή
και ανάβει κεριά αγάπης η καρδιά
δεν εχει μίλι που το βήμα δε χωρά !

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Αναζητώντας το όνειρο

Μιζέρια .. μιζέρια 
κακοποιημένων λουλουδιών 
κυνηγητό εντυπώσεων 
προσκόλληση του φαίνεσθαι 
κι ένα απλωμένο φουρό 
στα μανταλάκια του τάχα 
καθωσπρεπισμού της γνώσης 
Κι ας ειναι ο ουρανός γαλάζιος 
κι η γη ολόφρεσκα καρύδια να σκορπά 

Κυνηγημένος ο άδικος τόπος 
βαμμένος με σκούρα πανιά 
στο θεαθήναι σκυφτός να βαδίζει 
ρητορείες χωρίς το νόημα της ρήσης  
κι αυτάρκεις υποδομές του τώρα 
δίχως το νου του αύριο 
μονάχα της στιγμής του εγωισμού 
να βαφτίζει το μαδημένο θήραμα 
κι ας τραγουδά ακόμη το ποτάμι 

Μακριά ο πόλεμος αλλού το χαντάκι 
ζήτουλας ο απαγχονισμός του ένα 
φιάσκο της άσκοπης εικόνας 
να πεινά ο χρόνος στο κενό του καιρού 
κι ας μαδούν οι μαργαρίτες που δε φτάνουν 
τα μάτια των παιδιών του ήλιου
Χορτάτο πιάτο στο σήμερα στο εδώ 
κι ας άδειασαν τα κανάτια του πέρα 
δεμένα στο αγέρι πετούν τα φύλλα τα κλαριά

που πήγε το όνειρο Kομαντάτε;
και οι λίγοι που έμειναν μονάχα τον καθρέφτη
να σπάσει καρτερούν 
να δουν το άλλο χέρι που αναζητούν; 

 

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2020

Ρίζες των άστρων

Πλάι απ το φεγγάρι
στα σκονισμένα παραθυρόφυλλα
εκεί που γεννιέται ο ήλιος από μέσα
φυτρώνουν τ αστρολούλουδα
ξυπνά η χαραυγή σαν πρώτο της βήμα
Κι εχει μια μοσχοβολιά ο κήπος !


Ανάμεσα στις γαζίες

Κι έχεις τόσα να πεις
στη γλώσσα σου κουβεντιάζουν
μικροί σπινθήρες που ανάβουν
το σπίρτο της γαλάζιας πεταλούδας

οι χορδές της κιθάρας σου
παίζουν στα πέταλα που τρέχουν
στα άσπαρτα λιβάδια του ήλιου
σπάζοντας χιονοστιβάδες της παγωνιάς


ανάμεσα στις γαζίες φυτρώνουν
οι μικρές δροσοσταλιές που γελούν
θηλάζοντας το ρόδινο πέπλο 
δέντρο που σβήνει την ερημιά

μα τώρα ξέρεις πως μιλάς στα πουλιά
πετάς τα ψίχουλα της καρδιάς σου
να σποριάσει ο κόκκινος βράχος
που χέρι χέρι στο βήμα ενώνει

κι εχει τόση ζεστασιά το άγουρο βλέμμα
στον ψίθυρο των κύκνων !



Ψυχή

Γύρεψα
τον άνθρωπο
στον άνθρωπο
κι έτσι
φτέρωσαν οι ώμοι μου
στα μάτια του ουρανού! 

Της προσφυγιάς το κόσμημα

Περασμένες τρεις . Απομεσήμερο πια
σιγά σιγά άρχισε να μαζεύει την πραμάτεια του
απ τον πάγκο.

Για σήμερα θα έκλεινε η μέρα στα κεπέγκια
φορτώνοντας άλλη μια δόση χάρτινου μποναμά λειψή.
Ήταν που βλέπεις κείνα τα αλμυρά τόσο δεμένα

στη ζωή του ήταν που η λέξη μπακαλόγατος 
μύριζε στην ψαριά θαρρείς κι από λιβάδι 
παπαρούνας είχε κοπεί .
Ά μωρέ Γιωργή τι το κρατάς ακόμη ετούτο το ρημάδι
του λεγε ο Μηνάς . Δώστο να πάρει η ευχή 

να ησυχάσεις του μήναγε η Μάγδα . 
Φίλοι καλοί της γειτονιάς
που χρόνια τώρα χόρευαν τις μέρες παρέα .
Κι ήταν φορές που κι ίδια του η σκέψη θυμώνοντας του μιλούσε
'' Ένας χρόνος έμεινε δω στο πια το μπακάλικο .

Τα χρόνια που γελούσαν οι τσέπες ,έχουν κρατήσει 
το μπόι τους για τα δύσκολα ,δος το λοιπόν να ξενoιάσεις '' 
μα σαν ξημέρωνε πάλι στα ρούχα του έμπαινε
να σηκώσει τα στόρια της καινούργιας μέρας .
Να ταν το ταμάχι που τον κρατούσε; 

Μπααα ανοιχτοχέρης ο Αντώνης γλεντζές 
κι άνθρωπος με καλοσύνη . Δε το λογάριαζε το χρήμα τόσο.
Μα σαν τον ρωτούσαν κείνος τους έλεγε

πως η λακέρδα του ακόμη του μιλά. 
Ο παστουρμάς του ,τραγούδι του λεγε φτιαγμένο απ το Ικόνιο
κι ύστερα μια φέτα ζυμωτό ψωμί του ζέσταινε τα χέρια .
Γενιά σε γενιά τούτη η τρύπα. 

Πρώτος ο κυρ Νίκος ο παππούς απ τα άγια χώματα , 
μετά ο κυρ Παύλος ο πατέρας μισός Ικονιάτης μισός Σμυρνιός .
Και τούτη η πόλη μωρέ που γεννήθηκε η Σαλονίκη
μισή προσφυγιά κουβαλά . 'Όταν ζορίζονταν ο Αντώνης άνοιγε
μια μπουκάλα αργιάνι να πιει κι όλα τα φαρμάκια φεύγαν στον πάτο .
Του το μαθε ο παππούς πως τούτο το πιοτί τα σωθικά δροσίζει .
Καμιά φορά έστρωνε το μικρό ξύλινο τραπέζι

και με ένα πρόχειρο πιάτο φίλευε τους γειτόνους . 
Πολίτικα καμώματα . Λίγος καβουρμάς , λακέρδα η σκουμπρί
και πάντα η μοσχοβολιστή ελιά έσερνε 

ένα ποτήρι τσίπουρο στην ψίχα της χούφτας. 
Μισός ρωμιός μισός τουρκόσπορος . Ολάκερος άνθρωπος
Πως να το κλεινε το ρημάδι που του λέγαν 

δύσκολο να αποχωριστείς απ τη γέννα που κουβαλάς . 
Μονάχα τούτη η βελονιά που έμελλε να ράβει τη ζωή του
καταλάβαινε . Η κυρά των ο ματιών του . 

Η Ζάσυ ήταν παιδί μιας άλλης προσφυγιάς . 
Φερμένη απ τη Σόφια στα δώδεκα της χρόνια .
Σαλονικιώτικα μεγάλωσε μα πως της μύριζε ακόμη 
το πλακόστρωτο που σπούδαζε τα μικράτα της . 
Μην τους ακούς Αντώνη μου μονάχα όταν θελήσεις
να ξεκουράσεις τη ζωή δώσε στο αλισβερίσι χώρο για να διαβεί .
Και τούτος κόρδωνε διπλά γιατί στο πλάι τους
καμάρωνε με χρώματα η συντροφιά .
Κατέβασε τα κεπέγκια μονολογώντας .. 
Αύριο , αύριο μόλις χαράξει θα σεργιανίσω στην αυλή 
και όπου κι αν βρεθώ τίποτε πιο όμορφο 
απ το σπίτι μου το πατρικό . 
Θα το καρφώσω στο γιακά σαν πέταλο ακριβό
κι ύστερα θα σας διηγηθώ φίλοι μου καλοί 

πως της προσφυγιάς το κόσμημα γίνεται αθάνατο φιλί 
κι ανάβει σαν το άστρο που όπου περνά ροδίζει η χαραυγή
κι όπου κι αν πας όπου μετράς το αγέρι του θα κουβαλάς !


Προσωπεία

Κι αν άραγε
βγουν οι μάσκες
με τι
θα μας τυλίξουν
που
θα κρύψουν
την εξουσία ;


Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

Χάρτινα καραβάκια

Πως θέριεψαν στα μάτια μου εκείνα τα μικρά καραβάκια της λίμνης
Σαν μια στοργική μητέρα τα κράταγε 
στην αγκαλιά της φροντίζοντας μη και βραχούν
τα πανιά φτερά τους .
Σαν του ουρανού πολύχρωμες σκέψεις

με βήματα υγρά να κουμαντάρουν το άγνωστο.
Καθένα τους ξεχωριστό να κουβαλά στ αμπάρι του
τις ζεστές μου αναμνήσεις κείνων των άδολων χρόνων
Ξέφυγα από μένα κι άφησα το μικρό παιδί
που πάντα μιλάει μέσα μου .
Τις θύμισες μου να απαγγείλει σαν ένα ποίημα
που αθάνατο νερό έχει πιει.
-Στη λίμνη της Καστοριάς εκεί που χάζευα

το φίλημα των κύκνων,το γλυκό μουρμουρητό 
της μικρής πρασινάδας που συνοφρυωμένη
κι αγουροξυπνημένη από το τιτίβισμα των γλάρων

άνοιγε τα φύλλα της να πλυθούν στα ήρεμα νερά .
Το χέρι της γιαγιάς ζεστό έκλεινε 

τη μικρή μου χούφτα σαν φωλιά που φύλαγε 
τα νεογνά της κι η ήρεμη φωνή της που έφτανε 
στα αυτιά μου σαν μελωδία που βγήκε από πιάνο .
'' Έλα να σου μάθω να φτιάχνεις χάρτινα καραβάκια ''
Έβγαλε ένα χαρτομάντιλο απ την τσάντα της 

κι άρχισε το δίπλωμα .
Πως φάνταζε στο μικρό μου βλέμμα ,

θεά που όλα τα μπορούσε .
Τι όμορφο που ήταν.. το προσπάθησα αλλά

δεν γινόταν τόσο καλό όσο της γιαγιάς . 
Τα δάχτυλα μου μπερδεύονταν κι αγκάλιαζαν το χαρτί .
Θύμωνα κι εκείνη γελούσε με τα καμώματα μου .
Θα μάθεις μου έλεγε έχεις μεγάλο ταξίδι 

και να δεις πόσα χρωματιστά καραβάκια θα φτιάχνεις
Αχ !!!!!!! γλυκές μου θύμησες .
Ναι έμαθα και τα καράβια μου πια αρμενίζουν
στη θάλασσα της ψυχής ,στα χρώματα της καρδιάς ,
στα κύματα των συναισθημάτων ,στις κοιλάδες 

του είναι στα αρώματα της αστροφεγγιάς .
Ακόμα κι αν η μνήμη ξεχνά φτάνει μια αναλαμπή
να της θυμίσει τα χρώματα που έχει η ζωή!



Άτιτλο

Μαθαίνεις .... μαθαίνεις 
μαθαίνεις να αγαπάς 
τι πλούτος !

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

Εκείνοι που σιωπούν

Πόσα μαθαίνεις απο ένα μικρό καπηλειό
Πάντα του άρεσε να ναι ανάμεσα 
στους μεγάλους ανθρώπους .
Στα κατάλευκα μαλλιά τους ήξερε πως η σοφία φώλιαζε.
Η γευση της ζωής μεγάλωνε κι αντίκριζε το ποτάμι
που αδιάκοπα έτρεχε απο τους πέτρινους μαχαλάδες.
Κείνα τα τσιγκινα κιούπια πόσα βάσανα χώρεσαν 
σε δυό γουλιές κρασί . Και τούτες οι ψάθινες καρέκλες 
έπλεκαν τόσα στρωσίδια να κοιμήσουν ζεστές χαρές 
κι ονείρατα που φώτιζαν λάμπες απ το φεγγάρι.
Τα λόγια τους μετρητά του καιρού κοφτά και σύντομα 
μα αν θυμηθούν κάτι απ τα παλιά απλώνονται 
ιστορήματα που όσα φύλλα και να κρατούν 
σου γλυκαίνουν τόσο την γλώσσα που δε θέλεις 
να τελειώσει μη χαθεί το σιρόπι  απ το νεράντζι.
Τούτη η απλότητα βάδιζε ασύνορα κι αδέσποτα 
μονοπάτια που από παντού γλάστρες βασιλικών μύριζε 
Που λέτε άρχισε ο μπαμπά Μανώλης ειχα γνωρίσει..
( Αφησα το βλέμμα μου στα χείλη του μικρός 
και να φταιρνιστώ ακόμα μη και σπάσω 
τη μυσταγωγία των σοφών)
Ειχα γνωρίσει τον Πέτρο σε ένα μπακάλικο απο κείνα
τα ωραία που τωρα δυσκολα τα βρίσκεις . 
Αμ πρόοδος μπαινεις μεσα σε μεγάλα κουτιά 
μητε που ξες ποιοι ταχουν ποιοι δουλεύουν εκει 
ξένος στους ξένους λες  μια καλημέρα και παιρνεις 
κι αυτα που δε χρειαζονται γιατι ειναι ωραια τα ραφια .
Ασε . Το μπακάλικο που λέτε ήταν δικό του .
Το μαθα πολύ αργότερα που πολυλογάς εγω 
λιγομίλητος αυτός γίναμε φίλοι. 
Καθημερινώς κάθε που η κυρα ήθελε κατι πρόθυμος εγω 
για τον Πέτρο . Τοσο με βούρλιζε η περιέργεια μου
με τούτον που θα εσκανα αν δεν μάθαινα 
για τουτον τον άνθρωπο .
Γλυκομίλητος κι εξυπηρετικός με την ευγένεια του 
αλλα βρε αδερφέ λες και το χει κανει τάμα να πει 
κατι πέρα απο το καλημερα σας πως ειστε ;
κι αφού εγω έπιανα ενα μονολόι μέχρι τον Λευκό Πύργο 
αυτός μονάχα κουνούσε το κεφάλι χαμογελώντας . 
Τι σκάσιμο κι αυτό . Με τα πολλα πάνε έλα ε! ολο 
και πρόσθετε καμιά λέξη . 
Καμιά φορά αφηνε στο βλέμμα του στην καρδιά του
κι έτσι καταλάβαινα το γέλιο και το δάκρυ του .
Μπιστικός του καθώς έγινα άρχισε να μου μιλά . 
Για τους χειμώνες τα καλοκαίρια του τις άνοιξες 
που γέλαγαν σαν παιδιά του κι εκεινα τα φθινοπωρινά του
δέματα που με χρώματα εντυσαν τα πέταλα 
της βροχής του. Μυστικά δεν φανερώνω εγω 
κι οτι μου πε φίλος δε λέω .
Ενα μόνο θα σας πω τουτος ο αμίλητος ειχε έναν 
όμορφο κόσμο που χαίρουμε να τον κοιτώ . 
Κι αν συναντήσετε τέτοιους ανθρώπους με ενα χαμόγελο 
θα σας δουν ή προσπεράστε τους ή αφήστε 
να ακολουθούν το δρόμο τους να φτάσουν 
στην καρδιά σας .Κι απάνου στην τελεία του 
μια ματια τσακίρικη έπαιζε στο τραπέζι . 
Ο Μάρκος με τον Μανώλη αντάλλαγμα 
γελαστών ματιών άλλαζαν . 
Αμε μωρέ Μανώλη για τούτη τη γνωριμιά μιλούσες κι άλλαξες το όνομα; 
Γέλασε ο Μάρκος κι αντικρουσε το ποτήρι του 
με τους φίλους (σιγά μη μιλούσε) 
μα τούτη η φιλιά χρόνια κρατούσε .
Για δες απο που το πήγε που το φερε
για να μιλήσει για το φίλο 
Α !! απάτητα μυαλά που μόνο κανάρια και στέπες ακούν !

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2020

Ταξίμι

Τι χρώμα να χε το φεγγάρι
αν δεν κρατούσε τα τραγούδια
να σπούδαζαν άραγε τα άστρα
δίχως τον ξέφρενο ουρανό

ταξίμι στάζει η θάλασσα
στην μουσική της να ακουστεί
κείνο που δένει την καρδιά
με μια αόρατη κλωστή

κι ότι κρατώ κι ότι κρατάς
ένα ανοιχτό πουκάμισο
που βρήκε χρώματα ζωής
σε δυο κουμπιά απ το εμείς!