Ο ήλιος έλαμπε καθώς περπατούσε με τις κόρες
του ,ποτίζοντας τον αέρα με το απαλό του χάδι .
Ο Αύγουστος άνοιγε τα παραθυρόφυλλα
να γλεντήσει το κύμα της θάλασσας
Ο χορός της ζεστασιάς κουνούσε την αιώρα
του πέρα δωθε στη άπλετη ομορφιά.
Η γαλήνη έλουζε τα μάτια της την ψυχή
το είναι της. Στα χέρια της ένα βιβλίο με τίτλο
''Το λάθος '' Το βιβλίο υπέγραφε κάποιος
συγγραφέας Αντουάν τάδε. Από το μικρό
ιστορικό που διάβασε κατάλαβε πως δεν ήταν
του γούστου της μα της άρεσε να διαβάζει
και τα αντίθετα ίσως γιατί πίστευε πως η ζωή
είναι πολύπλευρη κι έτσι εκεί που έσταζε
η βροχή περνούσε το ανεμάκι σέρνοντας
τα κόκκινα φύλλα του και γέμιζε ο χιονιάς
τις τσέπες του .Και τούμπλαλιν ο ήλιος
που πίσω από μια γωνιά κοιτούσε.
Άλλη μια νουβέλα για κάποιο θάνατο
μια αγάπης και όπως ήταν
φυσικό από το ύφος του συγγραφέα ,
ο προδότης της ιστορίας μια γυναίκα .
Συνέχισε να διαβάζει .Στην τελευταία σελίδα
γέλασε . Οι χαρακτηρισμοί πλέον όπως ,
βρήκε άλλον , άστατη και ..και ο γενικός
αφορισμός στο γυναικείο φύλλο πια
της προκαλούσε ένα πικρόξινο χαμόγελο .
Όπως το ίδιο της προκαλούσε κι όταν διάβαζε
κάτι αντίστοιχο από γυναίκα .Στο μυαλό της
ήρθε η Αλεξάνδρα η αγαπημένη της φίλη
Εκείνο το κορίτσι που περπάτησαν μαζί
από την εφηβεία μέχρι πριν λίγο που έγινε
αστέρι . Η Αλεξάνδρα, το γέλιο της
και η ιστορία της . Ασυναίσθητα άρπαξε
το στυλό από την τσάντα της και το μικρό
μπλοκάκι που κουβαλούσε στη τσάντα της
για κάποιες σημειώσεις της δουλειάς
κι άρχισε να γράφει
Επιστολή προς το Κο Αντουάν ....
Αγαπητέ νιώθω την ανάγκη να σας δείξω
μια πλευρά που ίσως σας διαφεύγει .
Υπάρχουν γυναίκες που δεν κρέμασαν
ποτέ την ζωή τους πάνω σε κάποιον .
Περπάτησαν πλάι του στα δύσκολα
και στα εύκολα , γέλασαν μαζί κι έκλαψαν
μοιράζοντας το χαμόγελο και το δάκρυ τους.
Που κι όταν χρειάστηκε να παλέψουν
για δύο το έκαναν ξεπερνώντας κάθε όριο
του εαυτού τους . Κι όταν κατάλαβαν
πως ήταν οι πατερίτσες για το ταίρι τους,
πως ζούσαν πλαστά και τόσο ξεκάθαρα
μόνες ,δεν έβρισαν , δεν είπαν τίποτε
απλά έφυγαν. Παίρνοντας πάνω τους
ολα οσα κι αν ερχόταν , μοναχα
με κείνο το ροδι της ψυχής τους .
Έφυγαν για κείνες για την ανάσα
που είχαν χάσει , για τον εαυτό τους
που είχαν θάψει ζώντας για τους άλλους,
για κείνο που χρωστούσαν σε αυτές
Έδωσαν ότι είχαν να δώσουν καιρός
να δώσουν και σ αυτές .Κράτησαν
τα μικρά τους φυντάνια του κήπου τους
και περήφανα συνέχισαν μόνες . Πέρασαν
χρόνια να γιατρέψουν τις πληγές τους .
Μα τις έγλυφαν κάθε μέρα όπως εκείνα
τα ζωάκια που ζεσταίνουν τις ουλές τους.
Με ψηλά το κεφάλι άνοιξαν
το χρονοντούλαπο και έβαλαν εκεί
ότι πέρασε. Είναι ικανές να δώσουν
ξανά στον έρωτα στην αγάπη,
να τον ακολουθήσουν με κλειστά τα μάτια ,
αθέατα , χωρίς όνομα, μονάχα με το στέρνο
τους ,μονάχα με κεινο το λίγο που ξέρουν
να κάνουν πολύ .Ξέρουν ποιες είναι ,
πως όσα κι αν ξόδεψαν περίσσεμα
γεννιόταν στην καρδιά τους
Μα χρειάζονται τόπο και χρόνο να πειστούν
Τούτες οι γυναίκες φίλε μου δεν φεύγουν
για κάποιον άλλον, φεύγουν όταν εκείνες
σαν αισθανθούν πως είναι μόνες .
Δεν φοβούνται την μοναξιά που εκείνες
αγαπήσανε αλλα την διπλή μοναξιά
που μπορεί να τους προσφέρει κάποιος .
Ε ναι φίλε όσο και σου φαίνεται
περίεργο υπάρχουν κι αυτές οι γυναίκες .
Υπάρχουν και αυτοί οι άνθρωποι
Βάζοντας και την τελευταία τελεία γέλασε.
Ήξερε πως αυτό το γράμμα δε θα έφτανε
στον προορισμό του, μα μέσα
από το χαμόγελό της ακούστηκε
σαν κελάρυσμα μιας ήσυχης λίμνης
Αλεξάνδρα .. απάντησα.
Στις κουρτίνες έπαιζε μια πεταλούδα ,
ζεστά που λίκνιζε τα φτερά της!