Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Φοβάται ο κόσμος φοβάται τις σιωπές 
κι όμως ετούτες τόσα σχολειά χτίσανε 
Δασκάλισσες με ρόδια σκουλαρίκια 
να χει το χνάρι ρόδο φιλιού 
Φοβάται .. δε βλέπει άραγες 
πόσα παιδιά γέννησαν μεγάλους; 
να φαίνονταν μήπως τα σχήματα 
που κόβαν τα γράμματα; 
να βλέπουν τα νερά πως σκύβει το φεγγάρι ;
Φοβούνται τη σιωπή ναι ναι 
γιατί εμείς την ακούμε μάτια μου 
την κάναμε μπροστάρη να ανοίγει δρόμους 
να χει  ο βράχος λόγο και το κλωνάρι γη 
Απλώνω τα μάτια να κλείσω τον αγέρα 
αλαφροισκιωτα να σε σκεπάσω 
διαβάζω το συναξάρι της να ανοίξει η ρίζα αγκαλιά 
και τούτη η πνοή πως ξάγρυπνα βραδιάζει τον ήλιο
κι αχάραγα τραγούδι η πούλια σου κεντά
Φτερά κόκκινα που χουν τα δάχτυλα της  !




Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018




Ανέγγιχτα 
διάβασα τα γράμματα 
ταξίδεψα στο όνομα σου
άπλωσα τα πανιά μου 
να προστατέψω τη γη 
τα χέρια μου κλαριά 
που αγκάλιασαν το δέντρο
και δέθηκε ο ουρανός
Σφιχτά που μιλούν 
τα χέρια στη σιγαλιά  
κι εχει τόση ομορφιά 
η διαδρομή της καρδιάς σου!



Ποίημα σιωπής 

Πέρασες πάλι απ τα γνώριμα στενά 
κείνα που κοιτούν τον ήλιο κατάματα
κεντήστρες στου αργαλειού τη βελονιά
λέξεις που γδέρνουν με σπαθιά
στη ρόκα τους το νήμα εξουσιάζει
δεν πειράζει …
αντάμωσες δυο δάκρυα πάνω στο λόφο της ψυχής
τα σκούπισες μη και φανεί το χρώμα
γύρισες το βλέμμα σου αλλού στη δίνη μη μπλεχτείς
θα γράψεις για τον έρωτα για βράδια αξημέρωτα
πιάνεις την πένα και μιλάς με μιας ανάμνησης γιορτή
μιας στιγμής ανάσα για να αντέχει η ζωή
ξεστρατισμένα όνειρα στο δώμα του γιαλού
μικρές αποσταξιές πνοής στην άκρη του κενού
δίπλα σου περνά ένα παράπονο με πυρετό που στάζει
μα ..δεν πειράζει
δυο μάτια μελαγχολικά ρωτούν ένα γιατί
ο νους τρέχει σαν άτι να κρυφτεί
δεν το αντέχει απάντηση να βρει
ν απέχει θέλει … σ απόσταση η ψυχή
η πίκρα έστησε χορό στου άγνωστου την πίστα
κι εσύ τα βήματα κοιτάς σαν να ναι πέταλα δροσιάς
αρνείσαι να αναμετρηθείς με όσα δεν μπορείς να δεις
και προσπερνάς.... ότι σου μοιάζει όταν πονάς
δεν πειράζει ..
δένεις σε κόμπους τη λύπη φτιάχνεις με φιόγκους τη χαρά
κλείνεις τις αγωνίες σε κελιά λεύτερη την ανεμελιά
φιλιά με γεύση ανθόμελου κερνάς χείλη σα σκόνη που σκορπάς
κι οι αγκαλιές βουτιές που χουν γκρεμίσει τις καρδιές
τυλίγεις φλασκιά από αμυχές να καλυφτούν οι ουλές
τρέμεις σε άγουρο κλαδί στα φύλλα του ρίχνεις πληγή
κι αν σου χιμήξει η αγανάκτηση μ ορμή
καντήλι ανάβεις τάμα της λησμονιάς πηγή
μα ξέρεις ;πειράζει
να αποφεύγεις τη ζωή να της γυρνάς την πλάτη σα να τανε απάτη
το πείσμα σου κάνε σταυρό καδένα σου τα μάτια του παιδιού  

που μέσα σου κρυφά κοιτά κι ανθίζει της θάλασσας πνοή
σαν μενταγιόν να το φοράς που χει το σχήμα της καρδιάς
ντύσου με μάτια της ψυχής χαραματιά στα εσώψυχα να μπεις
γράψε ένα ποίημα της σιωπής σ άγραφο τόμο μιας κραυγής
τις χούφτες άνοιξε να δεις αλήθειας τα σημάδια
μέσα απ τον πόνο να γελάς να σπάζεις δάκρυα χαράς
να πολεμάς .. να πολεμάς ... για ότι αξίζει ν αγαπάς !


Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

Ένα είμαι εδώ 
κι αυτό το 
τίποτε δεν ξεχνιέται 
όσο υπάρχει μέσα μας
στη ζεστασιά της σιωπής 
πόσο πολύ αγαπιούνται ! 


Κι αφού πια τίποτε 
δεν είχε να χάσει από κανέναν 
είχε κερδίσει την ασχήμια 
κρυμμένη στα πέταλα της ομορφιάς 
φόρεσε το στέμμα της νίκης της 
σαν άλλη πριγκίπισσα 
που έθαψε τόσες αθωότητες
μονάχα για ένα χρυσό δόντι
να λάμπει στα πλοκάμια της 

Υποκρισία το όνομά της 
Μέδουσα που γεννά τα παιδιά της 
σε σπηλιές ονείρων 
να σβήσει τους μαύρους πόθους 

Μονάχα μια θάλασσα την γνώριζε 
σ αυτή δεν θα κολυμπούσε ποτέ
Πνίγουν τα κύματα της αγάπης !



  
Με την ψυχή να τραγουδά

Να μαι λοιπόν και πάλι
κερί τ ανάστημα επάνω το κεφάλι
χτυπούν τα λόγια ανείπωτα
ανάμεσα στο τίποτα
στο τέρμα τα ταρατατζούμ
σε μεγαλείο αλαλούμ

ο επίτροπος με το σπαθί
μετράει το βήμα μη κοπεί
μείον να δώσει στο παρόν
να κόψει λίγο παρελθόν

στήθηκαν και οι αρχηγοί
βγάλαν χαμόγελο γυαλί
χαράζει σαν την σκοτεινιά
γραμμή εισόδου στο πουθενά
εξέδρες τρίζουν κρότος κραυγή
να σπάσει κι άλλο η αντοχή

μετράν οι ξένοι όπλα και πολυβόλα
να αφήσουν τα μισά; ή να τα πάρουν όλα
οι μαριονέτες λικνίζουν το κορμί
εκλιπαρούν για μια σταγόνα ένα φιλί

Μια γαλανόλευκη ακούει μα δε μιλά
ρίχνει σε όλα αυτά μια λοξή ματιά
την ανιστόρητη στολή κοιτάει σε βάθος κι απορεί
γιατί δεν ξήλωσε κουμπιά γυμνοί να μείνουν οι μικροί

την πένα πιάνει κι αρχινά με μαύρα γράμματα γραφή
'' πάψτε βρε αρχοντάδες ..δεν είμαστε ασκέρι που τραβάτε
απέναντι σε κάθε κατακτητή .. το ΟΧΙ το λένε οι Λαοί
''εκείνοι που χουνε καρδιά που ξεψυχά μα δε λυγά
δάκρυ στο αίμα τους κυλά μα στάζουν χαμόγελα φιλιά ''

εσείς ...αθέατοι ...τρανοί ... θα βο(υ)λευτείτε με φυγή
σε κάποιο εξόριστο νησί ...Παρίσι ή Αμερική
μα να φοβάστε ... όταν ανοίγει μια πληγή
οργή ρέει από αυτή ... κλείνει στης νίκης την πηγή

          που γεύονται ... μόνο οι δυνατοί !





Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

Στην φίλη μου Έφη 

Θα θελα να μουν καλλιτέχνης 
Ένας ζωγράφος 
να ζωγραφίσω την ψυχή σου 
Έτσι θα γέμιζε ο τόπος 
καταπράσινα λιβάδια 
θα χε το χώμα φωνή να τραγουδήσει 
για τις ατελείωτες γέννες του 
Τα πολύχρωμα παιδιά του 
θα λίκνιζαν τα φύλλα τους 
φιλώντας στον κόρφο τους 
σπόρους από χρωματιστά πανιά 
πίνοντας τον καθαρό αγέρα 


Ένας γλύπτης 
να είχε η σμίλη του, μάτια της καρδιάς σου
δε θα έλειπε η ομορφιά από καμιά αυλή 
κι ότι θα φόραγε το σώμα 
θα ταν ντυμένο από απαλή υφή  
που ακόμα και από τα σκοτάδια 
μύρο από γιασεμί θα μύριζε η ανατολή 


Ένας μουσικός 
να χόρταιναν οι νότες τους χτύπους 
κι οι μελωδίες να άπλωναν 
τα ασπρόρουχα να φέγγει βάλσαμο 
σαν πιάνει γκρίζο με τους παλμούς 
να γράφει η μουσική χαρά 
κλεμμένη από της ζεστασιάς σου τα νερά 


Ένας ποιητής 
να μη του λείπει ο ουρανός 
στα μάτια σου μόνιμος σύντροφος αγνός 
να χει η θάλασσα ,του βυθού σου το φως 
κλαδιά ο ήλιος τω βλεφάρων σου ο αδερφός 


Μα είμαι μόνο μια καρδιά που μέσα της 
χτυπάς γοργά σαν βύσσινο και γιασεμί 
που της το χάρισε η ζωή σε μια στιγμή
εκεί στο πάντα στο παντού σε ένα φιλί
που αληθινά γνώρισε φιλία τι θα πει 
Να σαι αστέρι μου καλά να ζεις 
σαν τα ψηλά βουνά με ένα φιλί 
σου στέλνω μια μεγάλη αγκαλιά 
και σου χαρίζω αγάπη από καρδιά !




Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Κι όπου θερίζει πέλαο 
η ηλιόπετρα το άνθος της ορίζει 
Η αλμύρα κρύβει το μέλι στο βυθό 
κι απ το νεράντζι μια παραστιά το πέρασμα
Στ αντίκρυ λούζεται απάνεμο φτερό 
τρατάρει ο βράχος νάμα ψυχής ιερό  
Μα τούτη η θάλασσα 
στιγμή δεν έπαψε να τραγουδά 
την αγάπη παίζοντας την άρπα της 
κι έτσι δεθήκαν τα δάχτυλα στις χορδές 
Ανυπότακτες ρίζες ενάντια στο πουθενά 
κουφές στα λόγια του θανάτου 
κι ορμήνιες κόκκινης βαφής 
στο καβαλέτο αιώνιας στιγμής 
Πατημασιές στα ανείπωτα
κι άδουλο νεύμα στο όνομα 
στο άγγιγμα και στο διπλό  
Κι εχει τόσο ατέλειωτο φιλί το μπλε ! 


Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Μην αλλάξεις ποτέ 
Σ αγαπάω για αυτό που είσαι
Αγαπάω το γέλιο 
που μέσα απ τα φύλλα το άκουσα 
το άλφα σου που νυχτώνει στα χείλη σου 
το αχαλίνωτο που τρέχει μέσα σου
το ήτα σου που μια ατελείωτη 
άνοιξη ανθίζει  
τη μελαγχολία σου που παίρνει 
το χρώμα του δειλινού 
τη σιωπή σου που φωτίζει  άστρα 
να λάμπει ο ουρανίσκος σου 
το στόμα σου που βρέχει θάλασσα
τα σύμφωνα σου που αγέρι 
στα μαλλιά σου κυλούν
τις αυλακιές σου που μέσα τους 
ριζώνουν η ζεστασιά 
το ξάστερο του ουρανού
εκείνες τις μικρές τελείες σου 
κηλίδες απ το νου της καρδιάς 
ακόμη κι εκείνη τη γκριμάτσα σου 
που διάβασα στο χάραμα του μπλε
Μην αλλάξεις ποτέ 
άσε με να σε βρίσκω την ώρα 
που ακολουθώ τον ήλιο ! 


Να ακούς με την καρδιά
Ακούς;

Ξέρεις  σε τούτη τη γωνιά
γεννιούνται ατίθασες καμπάνες
σμιλεύουν σταλιά σταλιά
στην πέτρα τα λουλούδια
τα πιο όμορφα τραγούδια

στο θρόισμα των φύλλων
γέρνουν γλυκά τα βήματα
της φλογέρας,  στη μουσική
του νιώθω

Τίποτε πιότερο από το φως της καρδιάς
τούτος ο ήλιος βαθιά φεγγοβολάει
Ήσυχα που ναι στους χτύπους της
Η θάλασσα δεν λησμονεί
ακόμη πετά τα φλόγιστρα της

κι εκεί που θαρρείς  πως στο κουκούλι
μίκραιναν  τα φτερά της πεταλούδας
μεγαλώνουν  στα χείλη του φιλιού
τόσο που στη χούφτα κρατούν  ουρανό

οι ηλιόπετρες στοιβάζουν τις σπίθες τους
στα αλωνάρια της άσβηστης φλόγας
συνοδοιπόροι που γελούν με μάτια
μικροί ακροβάτες  που κλείσανε τον κόσμο
μαθαίνοντας τα αλφαβητάρι της πνοής

Ξέρεις σε τούτο το νησί
οι άνθρωποι μεγαλώνουν μικροί
κι έτσι δε λείπει το απλό κλωνάρι
που ζεσταίνει το δέντρο
και το χρυσοφυλλο πέφτει  απαλά

γλυκό από νεράντζι  αγκαλιά
κι ατέλειωτη η μοιρασιά
από αηδονιού φτερά
να παίρνει ο δρόμος ευωδιά

Να ακούς με την καρδιά
Ακούς;








Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

Τώρα που όλα τα γράμματα 
της μέρας σβήσαν 
οι μουντζούρες , 
τα ρόδινα τερτίπια 
κι οι απλωτές ροδιές 
Τώρα που πήραν 
τα σύννεφα τη μυρουδιά 
του γιασεμιού 
χαμήλωσε τα φώτα 
να ανάψει το κερί της καρδιάς 
κι άσε να απαλύνει 
το βελούδινο στρώμα της ψυχής
δίχως το άνυδρο τυλιχτάρι.
Γυμνά πετούν πιο όμορφα 
τα αληθινά να αγγίξουν την αγάπη  ! 

Ηχώ τιμής

Ξύπνησε πρωί  έτσι όπως ξυπνούν τα μάτια μιας κάποιας ηλικίας 
Τι άχαρη γλώσσα κι αυτή. Και επειδή βαδίζει ο χρόνος ;βρίσκει χαλινάρια η καρδιά; Μωρέ τούτη εχει μια μνήμη πεταλούδα κι όπου θέλει πετά με μια της δρασκελιά.Κάθε χρόνο τούτη η μέρα δάγκωνε τα στήθια Κι αυτός για να κρύψει τη μελανιά τους φίλους καλούσε.Κιτρινισμένες σελίδες μα ακόμη στα αυτιά του τσίριζαν οι ρόδες , απ τα ξέφρενα γεμάτα παραλογισμό κι αδέσποτη τρέλα κείνων των παρανοϊκών που με τα σιρίτια τους όριζαν τον κόσμο, με σύνορα τον άνθρωπο απ τον άνθρωπο. Φωνές, κραυγές κι εκείνα τα ποδοβολητά χτυπήματα αλόγου θαρρείς που ανοιγοκλειναν τα παντζούρια. Ποια να ταν τα πεσμένα σώματα στην άσφαλτο;.Νύχτα χωρίς ταυτότητα.Α να κι ο Δημήτρης. Ήσυχο παιδί παιδικός φίλος .Μονάχα με κανένα ματς ακουγόταν λίγο πιότερο η φωνή του. Μα κείνο το βράδυ που τον κυνήγαγαν οι μπάτσοι χωρίς δισταγμό τον άκουσε να του λέει, έλα μέσα μωρέ εμένα δε θα με ψάξουν. Κι ύστερα πως θυμόταν κείνο το σταματημένο δάκρυ του, που την άσχημη Τετάρτη μπουζουριάζαν τον Μηνά .Μετά ήρθαν τα σφαγεία. Λευκές πόρτες κάτω απ τα μάτια του ήλιου.Στο φως της μέρας το αίμα έτσι ώστε στο σφύριγμα της νύχτας να θρέψει το χώμα κι ούτε γάτα ούτε ζημιά.Ακόμα φαγούριζε στα πόδια η αρμύρα απ τη Μακρόνησο κι η μαδημένη φλογέρα του Κωστή μουρμούριζε στα αυτιά . Κείνα τα γλέντια του θάρρους τραγούδαγαν σιγανά μέσα του. Η λευτεριά είναι σχολειό. Και πόσα σχολειά αλλάξαν .Άλλα αναλφάβητα μειναν ,άλλα έγραψαν στους τοίχους κι άλλα σώπασαν στα καινούργια παπούτσια.  Μα για τον Μηνά ανορθόγραφα σινιάλα μείναν .Φόρος τιμής στα αδέρφια η θύμηση .Όχι από κείνους με τα υποκριτικά στεφάνια στα χέρια της φόνισσας κληρονομιάς μα με το προσκύνημα του κόκκινου γαρύφαλλου ,
τούτο το άλμπουμ και τον μικρό εγγονό στην αγκαλιά ,που άκουγε ένα αληθινό παραμύθι κι ανέβαζε τους ήρωες του στα βουνά ,τους βάφτιζε πειρατές της θάλασσας και λύκους που φιλούσαν τις κοκκινοσκουφίτσες με την ελπίδα στα μαλλιά.Αλέξη να θυμάσαι να αγαπάς τον άνθρωπο. Γιατί παππού; Για να μη γίνεις ποτέ φασίστας.Τι είναι φασίστας παππού; Αυτός που δεν υπολογίζει τη ζωή  και μισεί τον  κόσμο γιέ μου.Κλείνοντας το άλμπουμ ο μικρός Μηνάς προσέχοντας τα λουλούδια στο βάζο του τραπεζιού όλος χαρά φώναξε.Κοίτα .. κοίτα παππού μια πασχαλίτσα εκεί στα φύλλα. Σαν εγγαστρίμυθος βάτραχος ακούστηκε ο Μηνάς .Να για τούτο άξιζε ο δρόμος για τούτο αξίζει να χει φωνή το όνειρο.
Γιατί κάθε φορά θα έρχεται ο ήλιος γιατί πίσω απ όλες τις εποχές φτεροκοπά μια άνοιξη! 



Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

Μια κουταλιά θάλασσα 
κι εκείνο το ζεστό πιοτί 
στα φύλλα της γλυκά πως με μεθά !


Πόσο μου μοιάζεις πόσο σου μοιάζω  

Σε μια άνοιξη νόθα ψάχνεις στάχυα αυγής 
γεννημένη στ αμπάρι περασμένου καιρού
στο μετά σου κουβαλάς δυο σπόρους ζωής 
να φυτέψεις τον ήλιο χρυσαφένιου βολβού

πόσοι τάχα νομίζαν πως σε είχανε μάθει 
χαραγμένοι οι δρόμοι στο βυθό των ματιών
μα η άμυνα σου των χρωμάτων τα πάθη
κι ένα γέλιο να σώνει τις πηγές των ευχών

στο σταθμό σου βαδίσαν τρίαινες μιας ουλής
σεργιανίσαν ανταύγειες μολυβένιας στιγμής
τραγουδούσες στ αγέρι μιας μικρής αμυχής 
οδηγούσες τις νότες σε καρνάγιο ψυχής 

πόσοι τάχα πως σε είδαν νομίζαν 
κρεμασμένη μαρκίζα στο δικό τους νυχτέρι 
να κρατάς ότι εκείνοι χρόνια γκρεμίζαν 
να φορτώνεις το κρίμα στο δικό τους μαχαίρι

μια ειρωνεία μονάχα σε κοιτάει βαθιά
κι είναι εκείνη που πάντα σε κρατά σταθερά
το βιός σου όλο αγάπη πουχει νοιώσει η καρδιά 
κι απλόχερα αφήνει να γλιστρά στα νερά 

κι εσύ που νομίζεις πως σε εμένα εσένα κοιτάς 
στα δικά μου αγγεία χτυπάς μα εσύ πολεμάς 
κι αν εμένα νε χάσω μην τρομάξεις φτάνει μόνο

να δεις το δικό σου τ αχνάρι για να ρθεις να με βρεις !






Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

Κι όταν όλα σωπαίνουν 
τούτες οι μικρές 
καμπάνες στο στήθος
μια φλογέρα ακούν 
να μουρμουρά την αγάπη

φορούν το νυχτικό 
των πουλιών κι αγκαλιάζονται 

Τόσο μακρινά που σ αγγίζω
που πάνω μου
φτερουγούν οι χτύποι σου 
ακριβό μου γιασεμί 
φιλί στο φως ανάβει το σκοτάδι  !


Και να δεις που κάποτε
θα στάξει ο ουρανός 
τόσο γαλάζιο 
που η θάλασσα 
θα απλώσει τα χέρια της 
δωρίζοντας στις καρδιές μας 
τα λευκά της κύματα
να ταξιδεύουν τα όνειρα 
με μόνη μας παντιέρα 
ένα φιλί αγάπης !  




Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

Συνοδοιπόροι στο αυριο 

Κόσμος.. πολύς στους δρόμους
κι η αγανάκτηση ξεπέρασε τους νόμους
Πλακάτ .. φωνές .. συνθήματα σωρό
ρυτίδιασε η απόγνωση ..συρρίκνωσε το βλέμμα
κύρτωσε η απαντοχή .. γονάτισε στο τέρμα
στο τέρμα; οχι … όχι … υπάρχει ακόμα λίγη αναπνοή

Με τρομάζουν οι σκέψεις μου που κυνηγάν η μια την άλλη
νοιώθω πως παλευουν μεταξύ τους να βρουν την αλήθεια
σαν δυο αντίπαλοι ....αντάρες και κάλμα στην ιδια θάλασσα
κρατώντας αγκάθινα στεφάνια και κλαριά ελιάς
πετώντας στα μάτια μου χαμόγελο και θλίψη

κοινό μονοπάτι ... ένα βασανιστικο ερώτημα
που τρέχει σε ποια κατευθυνση είναι η οργή;

Ακουω γυρω μου συζητήσεις που με κάνουν κομματια
΄΄ δεν πάει άλλο ..πόσο πιο κάτω ΄΄ πεινάμε πιά
΄΄ τι θα πω στα παιδιά μου ..τι θα τους πω για τα ονειρα ;
ποια να αφήσω ιδανικά να αρχίσουνε στη γη να σπέρνουν Ανθρωπιά΄΄
δεν έχω να πληρώσω .. δουλευω μια ζωή κι η φτώχια μου ανταμοιβή ΄΄
΄΄ξόδεψα χρόνια αλμυρά ήπια καπνό από φωτιά και τελικά ..
να ζητιανευω για ένα γάλα ..λιγα ανθρώπων υλικά ΄΄

Μα πιο πολύ με τρομάζουν με φοβίζουν κίτρινα ανθρώπων λόγια
΄΄ να φύγουν .. να δουμε άσπρη μέρα να μπουμε εκει που ειμασταν
να ξαναβρούμε τις θέσεις μας …
θα τους γ……... όταν θα ρθουμε στην εξουσία
καλή είναι καλή είναι η αγανάκτηση ..βολευει …
τι να σου πω αν ήμουν εκει θα σε βόλευα …
πάμε ρε ..εμεις ειμαστε στην άλλη γωνία ΄΄
πανώ …κόκκινα ..πράσινα …μπλέ και. ..και...και

Φοβάμαι .. μπερδευονται οι σκέψεις μου … Θεε μου τι ζητάμε;
να πάμε πίσω; πάλι εκει ; να βολευτούμε ...απ την αρχή;

συναντιούνται τα φρύδια και θολώνουν τα μάτια
.. όχι ..οχι ..δεν μπορεί ...τόσος πόνος πως γίνεται να ξεχαστεί
σπασμένα λάφυρα τα όνειρα ποιός άνεμος να τα πετάξει μακριά
δεμένη κόμπους η ψυχή πια ....με πόσα γρόσια να πουληθεί
οχι ..οχι ..περνώ τα χέρια μου γυρω απ τα μαλλιά μου ..
με τα ακροδάκτυλα τινάζω αυτές τις σκέψεις και τις πετάω μακριά

Περνά απ το πλαϊ μου μια παρέα παιδιών
… μέσα απ το γέλιο τους ακούγεται η πίκρα να περνά
΄΄ το παλευω ακόμα αλλιώς θα φύγω ΄΄
΄΄ ποια οικογένεια ..με τι; η ανεργία έστησε βωμό
εμένα να συντηρήσω δε μπορώ που τετοια να σκεφτώ;
΄΄ ναι ..εχω την δύναμη της νιότης μα τι να κρατήσω;
σάπισε το σανίδι ...άδειο το σκηνικό

Παιρνω μια βαθιά ανάσα ..στηρίζω τα πόδια μου γερά
..πλαι τους για να πορευτώ ..ναι … ναι… για αυτά ..
ΝΑΙ …μένω εδώ … μαζί τους να φωνάξω ..
με τις δικές μου ενοχές και τις δικές τους αντοχές
για ένα κόσμο αληθινό ....για μα ανθρωπινη ζωή !




Αναζητητής 

Όσο εσυ θα μου μιλάς για νότες ξεχασμένες
θα παίζω άρπα και βιολί σ ακτές ερημωμένες

όταν η κίτρινη βροχή τον ήλιο μου θα κρυβει
σε καταρράκτη θα βρεθώ να λούζομαι οτι ανθίζει

κι αν μου πετρώσαν τα όνειρα άγρια ξωτικά 
θα χω ανεμώνες λάβδανο ..ξόρκι για ανασεμιά

σε ξέρες κι άγονους καιρούς αν με πετάξεις σε βυθούς
στα μάτια φύτεψα ροδιά με κατακκόκινους ανθούς

τη γη μου αν μου κλέψεις τα ιχνη μου να μην πατώ
στα πέλματα τα ανεμόπτερα φορω να πιάσω ουρανό

και αν η μέρα μου κρυφτεί σε γκρίζα και μουντή αυλή
με καρτερά ένα φεγγάρι με φως .χαμόγελο κι ένα φιλί

όσο την πίκρα θα κοιτώ θα ψάχνω το χαμόγελο να βρω
πελέκισα τ αγιάζι και έστρωσα σταυρό .λευκό να περπατώ

όταν ζωή το βλέμμα μου θα συναντήσεις μην απορείς
δικό σου δημιούργημα ειμαι .εσυ μου κέντησες .το ζεις

ψάχνω το άρωμά σου ... πιστός σου αναζητητής !



Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018

Καμιά άλλη ένταση 
δε λάτρεψα 
παρά μόνο εκείνη 
που εχει τον ήχο 
της αγάπης !


Θα βρω ενα ξόρκι 
που να γελά σαν τα παιδιά 
να κλέψει την ομίχλη 
απο του κόσμου τα κλαδιά 
Eνα βιολί να παίζει τη χαρά 
κι απ του δρόμου το σκαλί
νότες να πέφτουν 
σε κάθε μια αγκαλιά 
Θα βρω ενα ξόρκι 
να διώχνει τους καπνούς
κι απο τα σπάργανα της γης 
γέννα να εχει
της αντοχής τους γιούς
κόρες να σπάνε αγκάθια 
με δάχτυλα απαλά 
να πλέκουν χελιδόνια 
να βρίσκουν τα φτερά φωλιά 
Στα μάτια να φυτέψω 
ζουμπούλι δροσερό 
να παίζει με ηλιαχτίδες 
σε ξέφρενο χορό
Κι οταν θα φτάσει φως μου
στο παραθύρι σου μπροστά 
ρόδι και μέλι να στάξει στο περβάζι
για να ναι η μέρα σου γλυκιά !
Μήτε η πρώτη σταγόνα
ήταν μήτε η δευτερη 
ειχε ξεχειλίσει το ποτήρι 
κι οτι του έμελλε ηταν να πιεί 
δροσάτο νερό απ το πάτωμα 

Τα νύχια βαραιναν πια 
κι ειχε πολύ κουράσει ετούτος 
ο θολός καθρέφτης 

Τα παρατάς; του μήνυσε ο ήλιος 
σπας το σχοινί; του φώναξε η φωνή 
μπλέκεις στα δίχτυα μου 
ζωγράφιζε η σιωπή 
γέρνεις στων γλάρων την αυλή 

και τούτη η ακρογιαλιά 
ήρεμη προς τη θάλασσα γελά
πως να ιστορίσει 
πως η καρδιά που αγαπά  
δεν ξέρει τι ειναι ερημιά 

φοιτά με φύλλα χρυσοκόκκινα  
και πλέκει ομορφιά 
στεφάνι κάθε στιγμή να το φορά !





Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

Κι άκουσες τόσα 
ήπιες τόσα 

που ακόμα κι εκείνες
οι μολυβένιες σου βέρες 
έσπασαν στα χέρια σου 

να μαι άνθρωπος ρώτησες 

μπα οι άνθρωποι μονολογούν 
με τα αστέρια 

κι εσύ απλά τα άκουγες 
σαν πως δεν υπήρξες 

μα μόνο ζούσες στο υπαρκτό 
του πουθενά 
χαρίζοντας μπουκαμβίλιες 

που μόνο ένα χέρι τις είδε 
και χάιδεψε το φεγγάρι 

Νύχτωσε κι ακόμα φωλιάζει ο ήλιος !






Δεν πειράζει 
που δεν κατάλαβες 
εμένα 
μα αυτό που πονά 
ειναι που 
δεν είδες 
τι είσαι εσύ για μένα

να προσέχεις 
έξω κάνει κρύο 
να σκεπάζεσαι 
την ψυχή μου  !