Τρίτη 30 Απριλίου 2019

Μια χούφτα μόνο

Ήταν φορές που νόμιζε
πως γεννήθηκε με τούτη τη μυρουδιά
από καλαμπόκι .
Πως φύτρωσε σε ένα χωράφι κάτω  απ  τον ήλιο
και βύζαινε από τις ακτίνες του .
Τούτη η μυρωδιά είχε περάσει στην καρδιά στην ψυχή του
είχε μπλεχτεί στα μαλλιά σα χτένι που κόμπος το φορά
Την έπινε την ανάσανε ήταν ο ίδιος ένα ζεστό καλαμπόκι
που πάνω του χοροπηδούσαν μικρές μπίλιες
που μια μια φόρτωνε τη μέρα της προχωρώντας
στο στόμα της ζωής .
Α !!! και πάντα του προκαλούσαν γέλιο
τούτες οι μικρές φυσαλίδες που καθώς έσκαγαν
στη φωτιά της μηχανής χοροπηδούσαν
σαν ζεστά τρεχαντήρια που χτύπαγαν
στους κάβους των  λιμανιών .
Με τούτα συντρόφευσε στον έρωτα
έσμιξε στην αγάπη , πορεύθηκε
γεννώντας κυκλάμινα που μεταμορφώνονταν
σε κυπαρίσσια .
Τούτη η πραμάτεια τον συνόδευε στη ζεστασιά και στον χιονιά του .
Σε τούτη ξόδευε τις ώρες του και πληρωνόταν απ τη σοδειά της .
Μα τούτος ο χειμώνας του χε μηνύσει πως τα άσπρα μαλλιά του
δε θα φορέσουν χιόνι κι οι γερασμένες ρίζες που κράταγαν το σώμα του έπρεπε
να ξεκουραστούν .. Φόρεσε τα καλά του και κίνησε για τον ίδιο δρόμο
Μα να που σήμερα η πραμάτεια του θα κρυβόταν στις τσέπες του
δίχως το τετράποδο καμιόνι του που σπίθιζε αλμύρα .
Σήμερα θα συναντούσε κείνα τα μικρά φτερωτά που τιτίβιζαν γύρω απ το κεφάλι του κάθε που η μοναξιά τύλιγε τα πλευρά του .
Κάθισε στο παγκάκι της πλατείας και περίμενε τον ερχομό τους .
Κι εκείνα πως μύρισαν το σακάκι του κι έτρεξαν να τον βρουν .
Μια χούφτα σπόροι του χύθηκαν στα πλακάκια και τα μικρά πλοκάμια
άπλωναν τα χέρια να κερδίσουν τη ζωή .
Μια χούφτα λοιπόν .
Μια χούφτα σπόροι ζέσταιναν  τον ουρανό κι αυτός φορούσε
πάντα το γαλανό του !



Να γιατί
σε ξεχώρισα
γιατί τίποτε δεν μοιάζεις
μήτε σε μεγάλες φωνές
μήτε σε μικρά λουλούδια
πατάς τη γη με πέλμα ουρανού
Γιατί στις τσέπες μου χώρεσε
η μεγάλη ανάσα σου
γιατί πιότερο
δεν πίστεψα απ τα μικρά σου ακρογιάλια
γιατί πλάι σου ίσα προχωρώ
δίχως το ύψος απ το μπόι
μα μ εκείνο το πέταλο
που φορώντας το ψηλώνει η καρδιά
Πόσο μ αρέσουν αυτά τα μάτια
που χωρίς χρώμα την άνοιξη φωνάζουν
αυτές οι σιωπηλές σου κατακόμβες
που τόσα μυστικά κουρνιάζουν στην κρύπτη τους
Περιπλανώμενοι δείκτες που προχωρούν
στην κοιλάδα της γαλήνης
με πύρινα φύλλα ζεστασιάς
Ακούν τους ψίθυρους
πίσω από τις γρίλιες της ομορφιάς
Τόσο μου μοιράστηκαν
στους ουρανούς
που σαν από θαύμα
τη γλώσσα τους έμαθα να μιλώ
διαβαίνοντας το κατώι της λευκής τους αυλής
σπουδάζοντας τα μικρά του γράμματα
στη βίβλο του .. νιώθω !



Περπάτησα
τόσο μέσα σου
που πια
δεν ξέρω
αν
το πέλμα μου
το ίχνος σου φορά
ή
αν σου χάρισα
τα φτερωτά μου πόδια
για να πετάς
ψηλά !



Κυριακή 28 Απριλίου 2019


Μην τρομάζεις
μάτια μου
έτσι αλλάζει ο κόσμος
Ακούγοντας όσα δεν είπες
μιλώντας
για αυτά που δεν έμαθες
έτσι αθόρυβα
σπάει το ποτήρι της σιωπής
κι ανθίζει
απ τον υγρό του βυθό
γαρύφαλλο
του.. εμείς !


Σάββατο 27 Απριλίου 2019

Γεια σου βρε Μηνά

Θαλασσινός ο Μηνάς είχε μάθει πια τις ψαριές 
και το κουτάλι του γεμάτο αλμύρα κι άγριο φύκι ,
μέχρι να βρει κείνο το γάργαρο που ήσυχα πλαγιάρι του θα είχε .
Πρωινός πρωινός και σήμερα
κίνησε στ' ακροθαλάσσι της βάρκας του
Μια μικρή σκούνα που μαθε να κυματίζει
στον ήλιο και να βαστά στον άνεμο
- Δε βαρέθηκες μωρέ τόσα χρόνια
να καβαλάς το δοξάρι της
απ τ άγρια χαράματα για λίγα πεντόβολα
- Μέχρι που να βρω το γαλανό
που θα μιλά στη γη θα περπατώ στα νερά ψιθύριζε.
Σκούνταγε το σκαρί του και χανόταν
Στο μέσο της διαδρομής πετούσε τα δίχτυα του
Άιντε και σήμερα δος μου μια μπουκιά ψωμί
και μια καράφα κρασί να γλυκαθούν τα χείλη
Το απόγευμα κουρασμένος γύριζε 
πάλι στην άμμο του να ξαποστάσι το σκαρί .
Μια περασιά απ το σπίτι να ξαρμυρίσει το κορμί 
κι ύστερα βουρ για το μικρό ταβερνιάρικο στέκι .
Του άρεσαν κείνες οι μικρές παρέες που μολογούσαν
τα παλιά θαλασσινά και συγχρόνως λύναν τα θέματα 
με λίγες κουβέντες .Τι πρέπει να γίνει μωρέ 
στον τόπο ; τούτο χρειάζεται ,κι αν ήμουν εγώ, 
κι ας είχα μωρέ μια μέρα τα πρωτεία και θα έβλεπες .
Τούς άκουγε προσεκτικά άλλες φορές γελούσε 
άλλες χανότανε στις σκέψεις
που μόνο το μικρό τραπεζάκι της άκουγε
Γεια σου βρε Μηνά και σήκωναν τα ποτήρια
Αγαπητός καθώς ήταν για τη λιγομίλητη μιλιά του
όρθωνε το τσίγκινο μισοοκάρικο στην υγειά τους
Μα σήμερα κάτι λαλούσε μέσα του πως θα ρθει 
να τον βρει . Γνώριζε χρόνια την Μάγδα γερασμένη
η κυρά του μαγαζιού με μπόλικες ραγάδες στη φωνή,
μα παρά τα ογδόντα της χρόνια κυρά του μαγαζιού . 
Σηκώθηκε να τη βρει στο μαγερειό της
Μια πεθυμιά του για λίγο σπιτικό φαγητό
τον τράβηξε εκεί . 
- Κυρα έχεις τιποτες μαγειρευτό ρώτησε .
Μα αντί την κυρά μια κοπελιά φανερώθηκε 
απαντώντας του - Ιμάμ και φασολάκια. Ταράχτηκε . 
Το στομάχι πια δε μιλούσε
Μονάχα ετούτη η καρδιά χτυπούσε θαρρείς 
κι ήταν έτοιμη να προδώσει 
το τράνταγμα στο στήθος του.
- Είμαι η Αθηνά του ψιθύρισε και μόλις έπιασα 
δουλειά να βοηθώ την κυρα Μάγδα. 
Μίλα βρε του φώναζε μια φωνή μέσα του 
πες πως σε λένε.
Μηνάς ψιθύρισε καθημερινός εδώ .
Έτσι άρχισε η γνωριμία τους .
Από την άλλη μέρα κιόλας η θάλασσα 
βιαζόταν να τον φέρει στη στεριά
η φίλη του η Αθηνά όπως έλεγε τον περίμενε .
Λίγο η ρετσίνα λίγο τα λόγια της κι όλο 
και πιο πολύ τον τράβαγε η στεριά
Θαλασσινός δήλωνε με καμάρι μα δες 
που τώρα τρέχει τις πέτρινες πλάκες .
Τι σου ειναι ο έρωτας. Ανάστα σε φέρνει
κι άμα ετούτος τραγουδά στην κιθάρα 
της ανταπόκρισης μήτε η θάλασσα μιλά μήτε
και η στεριά .Το μαγερειό πια δεν είχε φωνές
μα μόνο μάτια που κρύβανε ζεστασιά κι αγάπη.
Σχέδια που λόγιαζαν το νου και σκάλιζαν όνειρα
στην πέτρα . Πέρασε ο καιρός και να που τώρα 
κρεμούσε η ταμπέλα '' Ψαράδικο '' Στεριανός πια
ο Μηνάς κι η Αθηνά πλάι του καμάρι.
- Γεια σου Μηνά του έγνεψε ο Δημήτρης 
νιος που ανέλαβε σκυτάλη απ τον πατέρα του
 τον μπάρμπα Παναγή .
-Αχ ησύχασες εσύ να δω μωρέ πότε η θάλασσα 
κι εμε θα βαρεθεί. 
Γέλασε ο Μηνάς . 
-Τούτο το κλίκ αγόρι μου σαν έρθει να σε βρει 
ούτε νερά σε ακουμπούν ούτε το χώμα απ τη γη
Σαν γίνει ο έρωτας αγάπη πηγάδι ανάβει το νερό 
μες τη φωτιά κι από τα πέτρινα σκαλιά,
θεριεύουν νυχτολούλουδα μ αμάραντη ομορφιά!



Κι ενώ μεγάλωνε
ανάμεσα
σε βαρύγδουπες φωνές
που στολισμένες
κέρναγαν
τον πλούτο της ζωής
πως έμαθε
να αγαπά 


κείνους
τους ψίθυρους
που σαν θρόισμα φύλλων
έγερναν στην ψυχή

Έτσι όπως
το βρόχινο φιλί
στο σώμα ..της γης !




Παρασκευή 26 Απριλίου 2019

Γυμνές ψυχές 
στα σπλάχνα του κύκλου
θωρούν το ασημένιο φέγγος
Υμνούν τα πουλιά τη θαλπωρή
Αστρολούλουδα
κεντούν το φόρεμα της σιγαλιάς
Ξεδιπλώνονται φτερούγες
να αγκαλιάσουν τo αμέτρητο
Φεγγάρι μου ! πόση αγάπη
χωρά  ο ουρανός σου !

Πέμπτη 25 Απριλίου 2019

Είμαι κι εγώ 
που δύσκολα μιλώ
είσαι κι εσύ
που εύκολα μ ακούς
κι ειναι κι εκείνη
η σιωπή
που βάφτισε
η αγάπη
τα δάχτυλα ..
να αγγίζουν τη στιγμή !

Και γίναν τόσοι οι σταυροί
που ο Γολγοθάς 
κουράστηκε να ματώνει
Βγάλε ουρανέ μια κραυγή
στους άθεους μικρούς θεούς
πνίξε φωτιά σ άδειους βωμούς
το φως η Ειρήνη για να δει
στου κόσμου το κατώφλι
κλαρί  ελιάς να ριζωθεί !



Το παραμύθι του κάβουρα

Σε μα σπηλιά του βράχου κοιμόταν
Είχε στήσει το μικρό του ησυχαστήριο
στη γωνιά της θάλασσας.
Λίγο απόμακρος απ τα άλλα καβούρια
μα δεμένος γερά στον ιστό της.
Γεννήθηκε λειψός κατά πως λέει το κουβάρι
Οι δαγκάνες του σπασμένες κι αυτό τον ζόριζε
πολύ στο να σκαλίζει το χώμα γα τροφή.
Με το καιρό έμαθε να χρησιμοποιεί τα χέρια του
σαν τσάπες κι έτσι μεγάλωνε κουβαλώντας
στις πλάτες το βιος σαν οπαδός της αντοχής
και της ελπίδας γιος .
Το δειλινό έβγαινε απ την κρυψώνα
κρατώντας στις τσέπες ένα μικρό φυλαχτό
που του. είχε χαρίσει ένα φύκι
Είχε πέσει πάνω του κατά λάθος με κρότο
και ράγισε την άκρη της σκεπής του
Στη φορεσιά της συγνώμης έπλεξε ένα χαμόγελο
και του το έδωσε .
Τούτο δεν το έβγαζε ποτέ από τις τσέπες
Ακόμα κι όταν αγρίευε η θάλασσα
και βάραινε το φιλί της ή όταν κάποιοι
από τους συντοπίτες του το κοίταγαν
με οίκτο, όπως παράπονο το έπιανε
κι οι μικρές του βρύσες έσταζαν,
τούτο συντρόφευε το σκούρο του βλέμμα .
Όχι δεν ήταν όλοι έτσι, πολλοί από τους συντρόφους του
αγκάλιασαν το δέρμα του , ήπιαν στο σπιτικό του
το γαλανό νερό απ το κανάτι της γης του .
Περάσανε τα χρόνια κι άρχισε να ξεχωρίζει
το μικρό του ελάττωμα
Και τούτος όμως μεγάλος πια έμαθε να το αγαπάει
να στεγνώνει πάνω του τα βρεγμένα του ρούχα
δεν φοβόταν μη σκιστούν.
Χρέωνε τα φώτα του φάρου στις κομμένες μύτες
κι έτσι φώτιζε το λυχνάρι που έκρυβε το θησαυρό του.
Είχε μαζέψει ακριβά βαλάντια
Στόλιζαν τους υγρούς του τοίχους ,κεράσματα γλάρων 

ψίχουλα που γυάλιζαν ευγνωμοσύνη ,
τραταρίσματα από ζεστά τραγούδια κοχυλιών ,
κοράλλια που φυτεμένα στην πόρτα του μύριζαν ομορφιά, .
κι όταν χυνόταν πια στο χορό της παρέας
με τα διπλά του δάχτυλα αγκάλιαζε το γύρω .
Ετούτο δω το φυλαχτό το αντίκρισε πάλι την αυγή
Α!! το πρώτο του χαμόγελο σαν μύριους ήλιους να χει δει !




Τετάρτη 24 Απριλίου 2019

Στον κύκλο του κόσμου

Σιγοψιθύριζε το χάραμα το τραγούδι της
κι ήταν σαν να ανήγγειλε τον ερχομό αγγέλου

Χρυσαλλίδες έστρωναν πορφύρας φως
στα κοραλλένια κύματα που άπλωναν μύριες πυγολαμπίδες

Δένανε τα κορμιά τους οι σπίθες κι αντάμωναν το άγγιγμα τη ζεστασιά
χορεύοντας με χέρια τεντωμένα υμνώντας την ανάσα της φλόγας της

Κένταγε η γαλήνη με βελόνι της το άσπρο σύννεφο
κι ο αργαλειός της έπλεκε τα πανωσέντονα της σιγής της

Ένα τριφύλλι έβαφε τα κορδόνια του με χρώματα της ίριδας
τα γυάλιζε με αχτίδες του ήλιου σταυρωμένες στα ξέμπλεκα μαλλιά της

Τ’ όνειρο πότιζε το πέλμα του μ ανεμοσάνδαλα
μέτραγε το χνάρι απ το βελούδινο δέρμα των ποδιών της

Οι παλμοί χτυπούσαν τύμπανα χαράς σε νότες νοτισμένης ευωδιάς
ατέρμονη κοιλάδα με γοργοπόδαρα φτερωτά άτια η μελωδία της

Το δείλι κατέβαζε τα βλέφαρα ακουμπώντας τις άκρες τους
στο σμιλεμένο βράχο της ανέγγιχτης ομορφιάς της

Η νύχτα κάλεσε τη μέρα σ αγρύπνια προσμονής
τα άστρα της αναμμένα κεριά στο πέρασμα της
στόλισε το φεγγάρι μ ασημόσκονη κόκκινων διαμαντιών
φόρεσε τ’ άρωμα από τη γύρη λευκών κρίνων και γιασεμιών

Οι ώρες …..οι στιγμές…. μικρές ανάσες γήτευαν το κάθισμα του χρόνου
θώπευαν το προσκέφαλο με πούπουλα ονειρεμένων φιλιών

Το σύμπαν μια κουκκίδα άμμος στ απέραντο της μορφής της
ακουγόταν αντίλαλοι απ τις καμπάνες που ηχούσαν σε ρυθμό ψυχής

Γιόρταζαν οι αιώνες την απέθαντη πνοή της
αγκάλιαζε η γη τον ουρανό λικνίζοντας
τα σώματα στην πίστα του παντού
χορεύοντας βάλς σε κύκλο καρδιάς σε κάδρο του πάντα

Γλάροι ένωσαν τα φτερά στου κόσμου τα διάφανα νερά
μίλια…… στόλιζαν βότσαλα ακρογιάλια.. σ απάτητα νησιά

Κόκκινα πέταλα ηχηρά ξεχύνονταν από κλαδιά
απ τ’ απέραντου την άκρη …ξεπροβάλει η αγάπη ! 



Άρχισε να στάζει φως ο ήλιος
λικνίζουν το σώμα οι λυγερόκορμες ορχιδέες
Ανοίγουν τα πέταλα τους
καλώντας τ’ απανέμι να χαϊδέψει
το νοτισμένο μίσχο τους
Τα μικρά χνάρια των γέλιων
άρχισαν να τρέχουν χαρούμενα
φυλλομετρώντας τα σκαστά φιλιά
στο χορό της αγάπης
στα πάρκα των αισθήσεων
Εκεί που σεργιανούν τα τριφύλλια
ρουφώντας τη γύρη των ζουμπουλιών
πίνοντας την ανάσα των χρωμάτων!


Το κλειδί που ξεκλειδώνει τα πόδια

- Ει! κεινα τα μικρά μας ονείρατα
τα θυμάσαι ;
Κείνα ντε με τα κοντά παντελονάκια
και τα αξούριστα μάγουλα
Σκάβανε τον ήλιο τους
να βρουν το μαξιλάρι να ψηλώσουν

- Αν τα θυμάμαι Παντελή

Ξεχνιούνται μωρέ οι πρώτες σάρκες
στο σώμα; Βάραινε η φτώχεια 
μα ανάλαφρη πέταγε η καρδιά
Τα πανηγύρια τ Απριλιού
τ ανέμισμα του Μάη 

- Ακόμα ακούω τη φλογέρα

να λαχταρίζει τα καλάθια του καιρού
Σα σφήγκες μωρέ πετάγονται
τα βάσανα με τούτα με τ άλλα
κι άιντε εσύ να ψάξεις να βρεις 
το κλειδί που ξεκλειδώνει τα πόδια 

- Εμ για τούτο σου λέω .. άλλα χρόνια 


- Πάλι τα χρόνια στη μέση φταίχτες γινήκαν;

μπας και δεν λιώνανε οι σόλες και τότες
στα πάγαινε έλα, μπας κι οι φάπες λιγότερο
πονούσαν σαν σεργιανούσανε οι ρήτορες
με κάλπικες κουβέντες; 
Α! Θωμά άσπρισαν τα μαλλιά μα που μυαλά
Δεν ειναι που κλέψαν το πιοτί
μα ειναι που άφηκαν καράφα αδειανή

- Στα λόγια μου έρχεσαι 

- Σιγά μην έρθω στα λόγια σου, να χαρούν τα κούφια

ει καρντάση δε μας τα πήραν όλα 

- Τι έμεινε βρε Παντελή ;


- Τα πόδια τα χέρια κι η φωνή


- Ε και;


- Τι και μωρέ ; περπάτα ίσια να νιώσει το παιδί

πως είσαι πλάι του μαζί, άνοιξε τα χέρια
στους κίτρινους στους μαύρους στο πέτρινο σκαλί
άνοιξη να μπει με δυνατές τις πλάτες 
κι άνεμο ένα γιατί.
Θαρρείς σάπισαν οι ρόγες από το τσαμπί ;
Χλομιάζει , ραγίζει το σκαρί 
μα ξέρει καμώματα θαλασσινά
που ξένος νους δε τα χει δει .

- Και τι θα γίνει σάμπως κάτι θα αλλάξει ; 


- Κι αν δεν απλώσεις τα σχοινιά πως θα βρεις 

ρούχα καθαρά
Χρωστάμε Θωμά χρωστάμε στη ζωή , στο χώμα ,
στο φιλί,στην αγκαλιά , στα αλόγατα
να τρέξουν στα λιβάδια ,
στα δάχτυλα τα ανοιχτά , στα φώτα τα λυτά

Παππού , παππού θα ρθεις να παίξουμε μπάλα;

σιωπή .. δύο χαμόγελα σε μια αγκαλιά από ώμους

- Χρωστάμε Παντελή


Τρίτη 23 Απριλίου 2019

Και να δεις που κάποτε 
κείνα τα ανείπωτα 
θα μάθουν να γράφουν 
κι εμεις να μιλάμε 

Αχ ! κόκκινη μελωδία 
πόσες σιωπές 
νότες τις έκαμες 
να τραγουδουν οι θάλασσες 
στις  φυλλωσιές ! 

Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

Αφού η αγάπη τα πάντα είναι
άσε με να ξεδιψώ στα νερά της
να σπαρταρώ στη θάλασσα της
μυρίζοντας το αγριόμελο του πλάτανου
Μικρό κοτσύφι που ξέφυγε απ τον άνεμο
κι αγκάλιασε τα πέταλα της γης
Κρεμάμενος ήλιος πάνω απ τα μάτια της
γυμνή ψυχή τυλιγμένη στη φασκιά της
Άσε με να υμνώ το ωσαννά της 
στο πέταγμα των φύλλων
να προσκυνώ την εικόνα της
στο άγγιγμα του χελιδονιού
Άσε με να ψιχαλίζω το όνειρο
στις ώρες του φεγγαριού
Μονάχα πάρε τα μάτια μου
και δες πόσο ομορφαίνουν οι πνοές
κι αφήνουν στο απέραντο δυο πινελιές
να βάφουν το άρωμά της
στου κόσμου της το εκκρεμές
Ασε με να περπατώ ξυπόλητη
στου δρόμου της το μίλι
μονάχα με ένα αντάλλαγμα
χαμόγελο απ της ψυχής τα χείλη
Κοίτα πως φέγγει η ζωή
απ το δικό της βλέμμα
μια άρπα παίζει μουσική
γλυκό κρασί να ποτιστεί
αέναη να ζει .ανάσα και ζωή !



Κυριακή 21 Απριλίου 2019

Για κείνους/ κείνες που άδικα έφυγαν
κερδίζοντας το κατώφλι του αμάραντου κήπου
γεννημένοι γαρούφαλα , δόρατα παιδιών,
στάχυα δοσμένα στον ήλιο ! (Απρίλης 1967)
Περίμενε..
περίμενε πια πως όπου να ναι
θα έρθει και η δική του ώρα
Φορές τη λαχταρούσε θαρρείς
Κείνα τα βράδια που γύριζε σπίτι
η γειτονιά που άλλοτε μύριζε γιασεμί
μια σιωπηλή γωνιά έμοιαζε
να κρύβεται στα δάχτυλα του τρόμου
Και εκείνος φοβόταν .. άνθρωπος είναι
Μα να αυτό που πιότερο έτρεμε
στα σωθικά του ο φόβος
ο φόβος ..μη λυγίσει
Σήκωνε τα μάτια στον ουρανό
και μίλαγε. Μήτε ήξερε που
μα είναι που έτσι είναι οι άνθρωποι
στα δύσκολα ζητούν το άπιαστο να κρατηθούν
'' Μη μ αφήσεις .. μη μ αφήσεις να λυγίσω ''
Χάνονται τα συντρόφια μου ..μη προδοθώ ''
Το πρωί σαν συνάντησε τον Νικόλα
παλιό του συμμαθητή και παιδικό του φίλο
Άλλαξαν οι δρόμοι τους μα πάντα κάτι βαθύ έμεινε μέσα τους .
Νικόλα αν χαθώ να με ψάξεις του είπε
Όχι για μένα για κείνα τα πουλιά
που πρέπει να μάθουν και να γυρίσουν τον κόσμο
σκορπίζοντας ψίχουλο το ψίχουλο σε κάθε αυλή
κουβαλώντας στις πλάτες το μήνυμα
'' τίποτε δεν έχει χαθεί .. θα βρούμε το δρόμο της λευτεριάς''
- θα σε ψάξω στο υπόσχομαι .. να προσέχεις Δημήτρη
Τούτο το βράδυ κάτι μηνούσε μέσα του
Ήξερε πως βόλευε η νυχτιά στις άδειες καμπαρντίνες
γυμνή γειτονιά κλειστά παντζούρια
ποιος να δει. Κι όλα μέλι γάλα
Το πρωινό ποιος να έβλεπε ποιόν
πολλοί οι δρόμοι
Τούτο το βράδυ το ένοιωθε
θα αντάμωνε τα συντρόφια
Κει που κλειστές οι πόρτες χύνουν
το αίμα απ τις χαραμάδες ,
ξηλώνουν μέτωπα παλικαριάς
κι ύστερα απλά χαμογελούν στις ξέρες
κι όλα καλά .
Σίμωνε ναι το ένοιωθε πως σίμωνε
η ώρα .. για το σφαγείο!

Από ένα Α κεφαλαίο
ξεκινάν όλα
κι εσύ μια Κυριακή
που βυζαίνει κόκκινο ήλιο
της νιότης ασίγαστο πουλί
σπόριασες κι άνθισες ζωή
να τραγουδά
σ ‘ ατέλειωτη γιορτή !

Βαρκάρης

Λίγες σταγόνες αλάτι
ακροβατούσαν στα δάχτυλά του
Μα εκείνος έμοιαζε να χει αγκαλιάσει
ωκεανούς του κόσμου .
Το σταρένιο βλέμμα του ακολουθούσε τη ρότα
που βασίλευε το αγιάζι κι ανέτειλε η καλοκαιριά
Φθινόπωρο πια και τα μελτέμια θα έπαυαν να μιλούν
στη βάρκα του .
Μια παράξενη νηνεμία φώλιαζε στα νερά
Σαν κάτι να θελε να του πει ,κάτι να του μηνύσει .
Έσκυψε στις εντός του φωνές
Μικρά κυματάκια που χοροπήδαγαν στο στέρνο του
Στα χαρτιά τους έζωνε τους λογάδες της σιγής κι ανέμιζαν
λευθερα τα πλουμιστά κοπάδια .
Λόγιαζε τον ήλιο με την παλάμη κι ολο πιο τρανός φαινόταν
Ζύγιζε τα δίχτυα στο κουφάρι της μνήμης μεθώντας
τους κόκκους της κλεψύδρας .
Ένα μικρό του κατάρτι χτύπαγε σαν εκκρεμές στο ρολόι της πυξίδας
θυμίζοντας τις αμμουδιές που φόρτωναν χρυσάφι .
Κι είναι τόσο όμορφες οι αμάραντες ψαριές του .
Τα κοράλλια του έφταναν στα πέρατα του δρόμου
αγγίζοντας τις πεταλούδες με το πουά φόρεμα
Σπαρταρούσαν οι φόβοι του στο μπουκάλι της τόλμης
χτυπούσαν τα γέλια στο απέραντο μίλι
κι ανοιγόκλειναν τα κοχύλια των σκέψεων μοιράζοντας
τα φιλιά στα χείλη των ονείρων .
Να που είχε αρχίσει σιγά σιγά να αποκρυπτογραφεί
το μήνυμα που έκρυβε το ακρογιάλι .
Βαρκάρης ο νούς σε στέκια μυστικά στήνει φωλιά
κι από τα μάτια της ψυχής την ομορφιά κοιτά!
Πέρνα ήλιε
χάραξε
σκαρφάλωσαν
στα κλαριά
κόκκινες
δροσοσταλιές
βουίζουν οι νότες
απ την κηρήθρα
γυμνά
ανταμώνουν καρδιές
να σμίξουν το πρώτο φιλί
κρατώ στη χούφτα το δρόμο
βούτα τα δάχτυλα στις μυρουδιές
να απλώσουν ράγες οι τριανταφυλλιές !

Γυμνά να περπατάς 
να μαθαίνει ο ήλιος 
πόση ομορφιά γεννά η αγάπη!


Μεγαλώσαμε 
και κοίτα πως παίζουμε σαν παιδιά .
σαν τότε . 
Με κρατάς απ το χέρι σε ένα λιβάδι 
που κάθε λογής καλούδια μετρά .
Φτιάξαμε τον δικό μας χαρταετό 
και κάθε μέρα του προσθέτουμε 
κρόσσια από όνειρα να πετά ψηλά. 
Κάναμε τις λέξεις αμάδα 
και μια μια τις ρίχνουμε στη θάλασσα
να ακουστεί το πλατσούρισμα
κι εμείς γελώντας να ψάχνουμε το βυθό 
που σεργιανούν τα αστέρια .
Κόψαμε τον κορμό της μνήμης στα δύό 
και μοιραζόμαστε τα κλαριά της ελπίδας
φωνάζοντας δυνατά τα λόγια της σιωπής μας .
Κρατήσαμε το παιδί και γίναμε μεγάλοι 
για τη ζωή μικροί για την ψυχή .
Κι έτσι βαδίζουμε ακόμα 
στην πλευρά της ανάσας .
Κι εγώ που ακούω αυτά που δε λες 
κι εσύ που κοιτάς κείνα που δεν δείχνω, 
σαν απροστάτευτοι κρίκοι στη καδένα  του κόσμου .
Βιτρό παράθυρα στο όλο της γης 
Χαμογελούν οι  καθρέφτες μας
και πως.. το γέλιο τους κρεμιέται απ τα μάτια !

  

Παρασκευή 19 Απριλίου 2019


Τόσα μάτια
καρφωμένα στο βλέμμα σου
πως μύρισε το άρωμα σου
μέθη που σεργιανά στον άνεμο

Φωνές σιωπές που κρύφτηκαν
στου στέρνου σου το στρώμα
Όρκοι κλεισμένοι στο φιλί
στου άπιαστου το δώμα

Ψυχές δεμένες στους κλώνους
των μαλλιών σου
σαν πιρουέτες που πετούν
γύρω από το λαιμό σου

Που ταξιδευεις μάγισσα
σε ποιους χορούς απλώνεις
το πέπλο της χαράς
ποιο βήμα σου στάζει πιοτί

να πιει αγάπη όλη η γη !


Μακρινά 
που ακούγονταν τα λόγια 
τίποτε 
δεν μπόρεσα να συγκρατήσω
παρά μόνο 
εκείνο
το απαλό σου χάδι 
την ώρα που το χάραμα 
ξυπνούσε 
στα μάτια μου
εκείνη η στιγμή 
που το φως σου 
ζωγράφιζε τις νότες 
σαν τατουάζ 
στη ψυχή μου! 


Τετάρτη 17 Απριλίου 2019


Ένας όροφος έμεινε ακόμη
σε λίγο θα έφτανε .
Τέντωσε τα φτερά του
Λαχταρούσε να τρυγήσει
το φίλημα της μέρας
να ακούσει το τραγούδι
της ιπτάμενης τριανταφυλλιάς
να γευτεί το νερό της βροχής
κι έτσι μουσκεμένος
απ την ομορφιά
να μεθύσει στο πιοτί της ζωής
Ένας  όροφος να κατοικήσει
η ψυχή  στην αστροφεγγιά
.. της αγάπης !


Ειδήμονες

Ότι με τρομάζει περισσότερο
ειναι εκείνο το ντυμένο μαργαριτάρι
με άδεια σωθικά .
Κείνοι οι μεγάλοι σταυροί
που κάποτε βαφτίζονται άθεοι
κι άλλοτε πάλι φωνές θεού.
Οι άλλοι οι ρήτορες της ηθικής
που αν ψάξεις θα τους βρεις
ανάμεσα σε γυμνά μικρά κορμιά
που μόνο πόθο τάζουν.
Κι αναρωτιέμαι έχουν θεέ μου τόση δύναμη
ή απλά με της φωνής σου το σπαθί
κρύβουν καλά το εγώ τους σε μιας σπίθας ηδονή
Ανάλγητες τελείες  του δρόμου και του πόνου
που ασελγουν σε ψυχές σαν μικρά θυσιαστήρια
που ρόλο έχουν ξόρκι αδιάβαστου καιρού
αποσπάσματα βιβλιογραφίας
σε νοτισμένες σελίδες ερημιάς
κι όμως παντού των πάντων οι κριτές .
Κριτές .. παντού κριτές
Μήτε που κατάλαβα στα χρόνια μου
πότε την ευγένεια τη δέσανε με προσβολή
πότε το ρούχο έγινε δίκη
που απλά σχολά
σε σάπια καταδίκη
πως ο λόγος γίνεται λεπίδι άσεμνης εξυπνάδας
κακόγουστη ελευθερία με τρύπιες τσέπες
πως με τρομάζουν όλα τούτα
και πόσο με σκεπάζουν με το ριχτάρι της απογοήτευσης
Ειδήμονες , κριτές ελεύθεροι σκοπευτές
με στόχο την μικρή δύναμη βιτρίνας του εγώ
Ειδήμονες του νου , της ζωής , της αιχμής
του κενού κι ενός γεμάτου πουθενά
Αναρωτιέμαι κλείνοντας τα νούμερα της έδρας
υπάρχει φως;
κι όμως ο ουρανός ετούτος ειναι γαλανός !


Όταν 
με κοιτάς 
μην κλείνεις 
τα μάτια 
θέλω 
να διαβάζω 
τους χάρτες μου! 


Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

Τα βράδια .. τα βράδια 
ζεστά να σκέφτεσαι 
κρυώνουν οι δρόμοι 
να απλώνεις το χνώτο σου 
στις γυμνές ψυχές 

Πάντα τα βράδια 
ανάβουν οι φάροι 
της αγάπης 

φωτίζουν την θάλασσα 
τ ακρογιάλια 
λογιών λογιών βότσαλα
καρτερούν 
το χάδι του φιλιού 

ζεστά να συλλογιέσαι 
 ακούει .. η σιωπή !


Νανουρίστρα η αγέλη των κυμάτων
των κόκκινων φύλων πλέκει υφαντό
να βουτηχθει το πέλαγος στην αγάπη !


Κυριακή 14 Απριλίου 2019

Άλλοι χρόνοι .. ίδιο φιλί

Λίγο πριν να ρίξει ο ήλιος τα βλέφαρα του 
στη θάλασσα.
Η Αριάδνη έκλεισε το μπουφάν γύρω 

απ τις πλάτες και πήρε το δρόμο του γυρισμού .
Τα πόδια της πια είχαν μάθει τούτη την απόσταση
κι ότι περίμενε να τη δει να φορά την γαλήνη 

της ξεκούρασης ήταν εκείνη η γαρδένια 
που θρόνιαζε στον δρόμο .
Κυρά με ξέστηθα φύλλα καμάρωνε την ομορφιά της .
Τα βήματα προχωρούσαν στο πλακόστρωτο 

και κείνη κάθε μέρα θυμόταν τα λόγια 
της σοφής γριάς Ιωάννας 

Κάθε που θα περνάς τα σοκάκια να κοιτάς
στα μπαλκόνια τους κάτι έχουν να σου πουν .
Τούτο το απόγευμα μύριζε ένα δειλό βασιλικό
που μόλις και ξεστράτιζε στο βλέμμα της .
Μα κείνα τα παλιά ξύλινα ανοιχτά παντζούρια 

πάντα της μιλούσαν .
Σήκωσε τα μάτια της έτσι όπως τα κοκόρια

στη γουλιά του νερού ασημώνουν το χρόνο 
της στιγμής να πει τα ανείπωτα .
Σαν πέτρινη γέφυρα γινόταν η στιγμή κι αντάμωνε
τα ριζωμένα καφάσια στις γεύσεις άλλου καιρού .
Μιλάνε οι τοίχοι; κι όμως μια φωνή ανάμεσα
απ τ άγρια πετρώματα φαινόταν .
Μη και σάλεψε ο νους κι αντικρίζει το άπιαστο;
Μα τούτη η γωνιά γνώριμη πως κοιτούσε .

Τα παιδικά της χρόνια κρέμονταν σαν από βλαστάρι
που ξέχασε να μεγαλώσει . 

Τα παιχνίδια στο '' μπίκο ''της πέτρας ,στο κυνηγητό
και στο κρυφτό ήταν εκεί,αξημέρωτα 
θαρρείς να παίξει την περίμεναν.
Κείνη είχε γυρίσει τις μεγάλες στροφές 
των ψηλών σπιτιών που ανέβαιναν πατώντας
μονάχα ένα κουμπί .
Πως θάμπωναν τα μάτια της στον ερχομό
της πέτρινης σκάλας !
Άλλαξε ο χρόνος τη γραμμή του κι ότι ξαστέρωνε
ήταν μπουκιές απ άγριο μέλι και ψωμοτύρι της ξεγνοιασιάς
Η γιαγιά περίμενε στη σκάλα έτοιμη στο φιλί
το λουλουδάτο τραπεζομάντηλο είχε ήδη στρώσει
τα πιάτα με το γιουφκα και το αλμυρό ριγανάτο χοιρινό

- '' Ει πάλι κόλλησες;
Η Μαίρη συνάδελφος και φίλη ..ξες από κείνες 

που της λες τα πάντα κι αν αρχίσει το κουβεντολόι 
να  γράφει χιλιόμετρα φωνής ,
την έβγαλε απ το ακριβό του καιρού .
- Χαμογέλασε .. πως να ξοδέψεις τόσες θύμισες μονάχα σε μιαν άκρη
- Άντε πάμε το βράδυ θα βρεθούμε στο στέκι 

ο Φώτης κι ο Στέλιος θα περιμένουν

Μάζεψε η Αριάδνη το νήμα των καιρών

κι άνοιξε το βήμα κατά πως πρόσταζε η ώρα 
και ο χρόνος .
Στο φεγγαρόφωτο βρέθηκαν με τα παιδιά
χαμόγελα , αγκαλιές , φιλιά, 

σπαρταρούσαν στην γυάλα κι εκείνοι
σαν έφηβα ψάρια αφήνονταν στο νερό 
να σεργιανίσουν την θάλασσα

'' όλα αλλάζουν μικρή μου ,μα μην χρεώσεις 

στον καιρό το στέγνωμα της μέρας
ρίξε μια στάλα τρέλας στο μισοάδειο ποτήρι,

να φανεί ένα τρεχαλητό καρδιοχτύπι που να μοιάζει, 
άστο να κουδουνίσει στο όνειρο
που η νύχτα θα μοιράσει
και σαν το πρωινό σε δει, 

δος του γλυκό από βύσσινο ήλιος για να σε βρει ''

Γύρισε πίσω να δει ποιος τη μιλά μες τη βροχή ;

να τανε το συναίσθημα ; να ταν η όμορφη στιγμή ; 
να ταν που ο Φώτης στα σωθικά της είχε μπει!

Στο φιλί του λαχτάρησε το γλυκό πορτοκάλι 

απ το βάζο της γιαγιάς ,γεύτηκε το μεθύσι
απ τα άγρια κράνα 
κι εκείνο το μπλε παράθυρο
πως θύμιζε το κύμα που πλατσούριζε φτιάχνοντας κάστρα .

Αχ έρωτα !! πως το πιοτί σου μικραίνει την ζωή

και μεγαλώνει την ψυχή
ξυπνάς παιδί με μια μεγάλη αγκαλιά 

που απλώνει δίχτυα στα ανοιχτά!