Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Αντιφέγγισμα

Η αλήθεια μου μπαίνει 
βουβά στο πρόσωπο σου 
γίνεται φως ,
υστερα φάρος του λιμανιού
πετά σαν γλάρος , 
φτάνει σε ένα κλαδί του ονείρου μου, 
κελαηδά όπως ενας μικρός αποσπερίτης 
μυρώνει τα φύλλα της μηλιάς
κόκκινα κατακόκκινα μήλα ,
μετρώ τα μάγουλά σου 
στα ροδα της αγριοτριανταφυλλιάς 
κι έτσι όπως φυσά
ξυπνούν οι γυμνοσάλιαγκες 
να πιάσουν το φεγγάρι .
Τόσο απλά κρατω 
την άκρη της αιώνιας θάλασσας 
χερι με χερι στον πηγαιμό της αγάπης
βήμα το βήμα ως το ατέλειωτο 
ως εκεί που χτυπά η καρδιά. Ακούς!


Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

Κουκούτσι αμύγδαλου

Κι αύριο ίσως 
η ανεργία ψηλό καπέλο θα φορέσει 
η μήτρα της κότας θα γεννήσει το αυγό 
Ο χρόνος μπερδεμένος σε σχοινιά 
θα προσπαθεί να λύσει τους κόμπους 
κι ίσως τα παιδιά που αγνοούν 
να ναι το μόνο γέλιο 
ποιος νοιάζεται ;
το μπόλι να ρθει 
να σωθούν οι σωτήρες
Κι εσυ ; εσυ πάλι θα μαγειρεύεις 
ανάβοντας την φωτιά στο στόμα 
Θα παλεύεις θα κόβεσαι 
μια νύστα θα σου κεντά την κούραση 
με τα γόνατα θα φυλάς την ψυχή 
μα εκεί .. εκεί ειναι η άνοιξη 
αυτή που οσα κι αν της κόψουν μια ρίζα 
θα μένει να ξαναφυτρώνει ο ήλιος 
Αύριο λες αύριο κι αυτό στασιμο στο χθες 
για αυτό προχωράς .. να μη του μοιάσεις 
Ένα κουκούτσι μύγδαλου είσαι 
άχρονα κι ακάματα 
λυτό αφήνεις το κουβάρι 
αφήνεσαι στην άκρη 
κι από την αρχή γυρνάς 
Τι να σου μοιάσει άνθρωπε 
δικό σου και το φως δικός σου 
και ο χιονιάς 
γέλα κόντρα στον άνεμο 
ανθίζει κήπος της χαράς 
Φυλαξου τρύπια δεκάρα 
ειναι οι χρόνοι 
μα μην τα παρατάς ! 

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

Άτιτλο

Μια θάλασσα είσαι 
κι έμεινα νησί 
να πλέω στα μάτια σου!

 

Γυρίζοντας τον τροχό

Καθίσαν αντικριστά 
Θα παίξουμε το παιχνίδι της αλήθειας 
Εγω θα γυρίζω τον τροχό 
κι εσυ θα σημαδεύεις τα φτερά σου 
με μικρές πολύχρωμες κηλίδες 
Κάνε ότι θέλεις χρόνε του είπε 
μα όχι άλλα κάλπικα 
Βούτηξε το χέρι του στην τσέπη
σαν άγνωστος διαβάτης  
δεν ηθελε να φανουν 
τα μπογιατισμένα στρας 
την ωρα που λευκά 
οι μπίλιες του τροχού 
γύρισαν στα μάτια της 
φωτίζοντας 
το κάθε χρώμα 
υγραίνοντας το στόμα της 
με ένα φιλί !

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

Άτιτλο

Ξεχωριστός που είσαι 
γυρίζει ο ήλιος τις αχτίδες του 
να παρει απ το φως σου !


Κι ολο λέω πως μαθαίνω κι όλο απο την αρχή γυρνώ

Κι ακουγόταν οι ψίθυροι 
της ενωσης των πολύχρωμων
αμέτρητων χεριών
μα μια διαχωριστική γραμμή 
πάντα λοξοδρομούσε 
Κι αφού ειναι ανθρώπινος 
ο δρόμος 
προς τι ο θυμός 
της άλλης άποψης
Αξίζει να πατα τη γη 
της ψυχής ενας εγωισμός;  
κι αφού δε βρίσκει χωμα 
να σπαρθεί το λουλούδι 
αξίζει να το πετρώνεις 
δίχως μια δεύτερη σκέψη; 
Μελαγχολικό το βήμα 
προχωρά σε κείνο 
που δεν έμαθε 
να γνωρίσει 
βυζαίνοντας 
ασθμαίνοντας 
κι ολο λεω πως μαθαίνω 
κι όλο από την αρχή γυρνώ  
πιστεύοντας
τον άνθρωπο !


Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Άρχισα να τραγουδώ ..

Άρχισα να τραγουδώ και να γραφω 
ή να γραφω και να τραγουδώ 
δεν ξέρω εχω μπερδευτεί 
δεν ξέρω αν το τραγούδι εκλεψε τα λόγια μου
ή αν δανείστηκα τη μουσική του 
για να μιλήσω 
όχι πως ηθελα να πω κατι 
μα να .. ειναι που 
ζωγράφισα πουλιά ανάμεσα στα δάχτυλά μου 
σαν αστρο χόρεψα στον ουρανό 
έγινα το κοριτσάκι που έπαιζες μαζί του κρυφό 
κι υστερα χέρι χερι πιάναμε τους μαχαλάδες 
να ξυπνήσουμε τον κοιμισμένο Αη Βασίλη 
να βρούμε σαν μάγοι 
κείνους .. τα φλάουτα της άνοιξης 
που κλέψαν οι καλικάντζαροι της πέτρας 
Πόσο μεγάλωσα με το φιλί σου 
Πρόσεχα δεμένη στην αγκαλιά σου 
τα μικρά αλογάκια της θάλασσας 
σκανδαλιάρικα πως ειναι 
σγουρά κρατουνε τα μαλλιά τους στα νερά 
Περπάτησα πάνω από το λιμάνι 
φύλλο του χειμώνα που γύρευε το δέντρο του 
αναβοσβήνουν παραπονιάρικα τα λαμπιόνια 
τους λείπουν τα μάτια να τα κοιτούν 
Σκέπασα τα όνειρα 
στις τσέπες της καρδιάς μου
μη κοπούν στην απουσία του πάγου
έκρυψα το βλέμμα μου μέσα της 
και εκεί σκυμμένο στο βυθό της 
σε είδα να γελάς 
Γέλασα .. κοιτα 
πόσος δρόμος .. πόσος δρόμος 
για ένα .. σε σκέφτομαι !


Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Μικροί άνεμοι

Τα χέρια σου 
τρυφερά πέταλα που αρωματίζουν
τον κήπο με τα πολύχρωμα λιβάδια . 
Ρίζες που από τις παραφυάδες τους 
γεννιούνται λιμάνια γεμάτα μουσικές 

Τα χέρια σου κρατούν γαλάζια κύματα 
πολιτείες που γιορτάζουν 
τη χώρα των παιδιών 
Δελφίνια που καλως οριζουν  διαβάτες 
κερδίζοντας χαρες του νου και της φωτιάς 

Τα χέρια σου μικροί άνεμοι 
που τρέφουν το χορτάρι 
με τα χαμόγελα των τριφυλλιών 
δυο ανοιχτά πηγάδια που μαζεύουν βροχή 
για να σκορπίσουν στα δάχτυλα τον ήλιο
 
Α!!! τα χέρια σου  
δυο δαχτυλήθρες που κουρνιάζουν 
δροσουλίτες μαχητές 
να σπείρουν το χορό της τρελής ροδιάς 
ζυμώνοντας ζευγάδες της πράσινης κοιλάδας

Τα χέρια σου 
σωπαίνοντας μιλούν στη καρδιά μου 
κι ανοίγω τον ορίζοντα να ξυπνήσουν τ αηδόνια 
γέρνω τα μάτια στο βυθό, να τ αγκαλιάσω 
πως μόνο τα κοράλλια τη θάλασσα αγαπούν ! 



Άτιτλο

Μονόφθαλμος καιρός
πως να φανούν οι γωνιές των φύλλων 
μα δες πόσο ζεστά 
νικά στο άστεγο η συνάντηση!


Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Άτιτλο

Κι εχει τόση ζεστασιά
που ξέρω πως .. υπάρχεις !




Άτιτλο

 

Χορεύοντας τον χειμώνα , φυλά στα σπλάχνα μια άνοιξη !





Για κείνα που ονειρευομαι

Όχι μάτια μου όμορφα 
Δε θα γράψω ποτέ κάτι που να μειώνει τον άνθρωπο 
μόνο και μόνο για να ακριβύνει το δικό μου στάτους 
Αρκετά τέτοια διάβασα και δεν μ αγγίζουν 
Αγαπώ εκείνα τα γραφόμενα που τινάζουν στον αέρα 
τις αισθήσεις μου , που πυρπολούν το νου μου 
που με τραντάζουν συθέμελα .
Τις λέξεις που καρφώνουν στα στήθια μου 
τα γιατί του κόσμου , κίνητρα δικά μου 
να ψάξω που βρίσκεται το φως .
Μα δε θα γράψω και δεν θα απαντήσω 
σε πονηρίες της γυναικείας  κλειδαρότρυπας 
δεν με κερδίζουν τούτα τα λόγια 
Απογοήτευση μου σπέρνουν. . 
Μεγάλωσα για να παίρνω οτι μου δίνουν
Στήνω τα λόγια μου τα λόγια σου 
τα λόγια των που με την ψυχή μιλούν 
και με τον κόπο των ματιών της 
γιορτάζουν το ανέφελο στο γκρίζο 
και το νερό βυθίζουν στη φωτιά 
δεν ψαχνω να ακροβατώ στην πλάτη κανενός 
Θα γραφω για κεινα 
που ονειρεύομαι για κεινα που πιστεύω 
για κείνα που αγαπώ 
κι ούτε με μέλλει αν θα περασω ή αν θα κοπώ 
πάνω σε μια κορυφή και σε ένα απάτητο βουνό 
με όραμα ενα παιδί θα σ αγκαλιάζω 
όπου σταθείς κι όπου βρεθώ 
κι αν τύχει και σε συναντήσω χαμόγελο 
θα χω γλυκό να κουβαλάς στο στέρνο 
ψίχα καρδιάς και φυλαχτό !


Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

Άτιτλο

Σκάλισα στην πέτρα τις νότες της 
να φυλώ την μουσική στα κύματα του ρόδου 

Αντίλαλος τα νερα σου στον κήπο μου 
όμορφα που μυρίζει η αγκαλιά σου !



Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2020

Χωρίς στίχο

Τι σημασία έχει που βρίσκονται οι άνθρωποι 
αν ειναι στη γη αν πετούν στον ουρανό 
παύουν να αισθάνονται; 
παγώνουν τα συναισθήματα; 
Οι συμπεριφορές ειναι αυτές που παγώνουν, 
ζεσταίνουν, αποξενώνουν, αγκαλιάζουν . 
Ο άνθρωπος που εύκολα εχει μάθει 
να μη λογιάζει δε θα λογιάσει,  
κι εκείνος που μετρά τα δάχτυλα του 
θα συνεχίσει να τα μετρα.
Εχει λιγότερη και περισσότερη αξία κάτι ; 
Έβαλα τις ανάσες μου δίπλα σε ζωγράφους
σε ποιητές σε δάσκαλους σε ραφτάδες 
σε συναδέλφους , φίλους παρέες και γνωστούς
 κι ολες το ίδιο βγαίναν 
Οι καρδιές ακούν, νιώθουν , 
βουβά μιλούν  έτσι γεννιούνται 
πικραίνονται , γελούν
και γαληνευουν όχι στο όμοιο μα στο αλλιώτικο 
βυζαίνοντας τον ιδιο δρόμο στη φωνή των χτύπων !

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Ατιτλο

Κι  όπως σφάλισες το πέλαγο
μύρισε ο άνεμος γαλήνη
Τα τσίνορα σου γρίλιες
που ξεγλιστρούσαν  όνειρα
Κι εγώ που μια πεταλούδα είμαι
ένιωσα τη γύρη της καρδιάς σου
Έμεινα να διαβάζω τα κρυφά της λόγια
που ξέρω να αποκρυπτογραφώ
στη φτερούγα της θάλασσας
Τόσο μπλε
και πως ανθίζει  ο ουρανός !



Ατιτλο

Νανουρίστρα η αγέλη των κόκκινων φύλων

πλέκει υφαντό

νιώσε.. άκου τη μουσική τους!



Άτιτλο

Και τι θαρρείς
πως είναι η αγάπη
ένα μικρό
κουλούρι σουσαμένιο
ψημένο στη χόβολη
της τρυφεράδας
στην τσέπη της καρδιάς
να χορταίνει
η μέρα σου
σπόρους της έγνοιας 
ζεσταίνοντας την ψίχα
του πρωινού φιλιού
στον ουρανίσκο!


Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

'Ατιτλο

Δεν ξερω κανένα ποίημα να φτάνει στο φως 
χωρίς την καρδιά του !


Τυλιχτάρι

Να θυμάσαι μάτια μου
οι όμορφες σκέψεις
ειναι κεριά που ανάβουν
να ζεστάνουν ψυχές
στην παγωνιά της νύχτας.
Και στο φως της Ανατολής
ανθίζουν σαν πρωταστέρια

στον άνεμο να γελά ο ήλιος 
την ωρα που δείχνουν 
τα μάτια δυο αλλιώτικα χέρια !


Οι φίλοι μου

Οι φίλοι μου 
έχουν τα χρώματα της θάλασσας 
κυλούν σαν βότσαλα στην άμμο της
παίζουν κουτσο με τα κυματα
ρόζοι της εφηβείας 
κι αγύμναστης στεριάς    
δίχως να τρέμουν την γύμνια της
Αγκαλιάζουν τα φύκια 
σαν να ταν δικά τους παιδιά 
οι φίλοι μου 
είναι φουρτούνες στα σαπιοκάραβα
σπάνε σε χείλη κοραλλιού
γελούν στην αγκαλιά της δροσοσταλιάς  
γίνονται δίνες να πνίξουν την ασχήμια 
στην νηνεμία τους θηλάζουνε δελφίνια
καλμάρουν κορμιά της αγριάδας 
Ζεσταίνουν φάρους να ξαποστάσουν 
τα γυμνοπούλια της ερημιάς 
κι όταν μιλούν για αγάπη 
εχουν τα μάτια του ήλιου 
οι φίλοι μου 
είναι τραγούδια μιας γοργόνας 
σε καθαρά νερά !


Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

'Ατιτλο

Το βράδυ 
ακούγεται μια φυσαρμόνικα 
σαν εκείνη 
που παίζουν τα παιδιά των άστρων 
μιλούν γλώσσες φωτιάς 
νεράιδες της άνοιξης 
καταμεσής του χειμώνα !



Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

Καληνύχτα

Καληνύχτα
πάντα θα αφήνω μια καληνύχτα
ανάμεσα στα κλαδιά του δέντρου
στα κόκκινα φύλλα της ζεστασιάς
στο τάσι του φεγγαριού
στην αγκαλιά του ουρανού
στις μύτες των άστρων
στα φτερά της καρδιάς
Να περάσεις να την πάρεις ακούς;
εχει ψύχρα απόψε να την φορέσεις
Καληνύχτα
στα κουμπάκια της
είναι δεμένη η έγνοια μου
να προσέxεις
στα μανίκια της
είναι τα χέρια μου!



Δείπνο για δυo

Με το πρώτο φως της μέρας ξεφύλλιζε
στα χέρια του τα μπερδεμένα δίχτυα 
να ετοιμαστούν να πέσουν

στην αγκαλιά της θάλασσας .
Τούτη χίλιες μορφές ντυνόταν
Κάθε που κουραζόταν άπλωνε το κορμί της
να βρει το ξαποστάσι του
άλλοτε πάλι σαν κουρντισμένη κιθάρα
έπαιζε τα τραγούδια του 

κι έκλεβε το βλέμμα του ,περνώντας το

από βράχια, ζεστούς όρμους
κρουσταλλένιους βυθούς που μέσα 

τους έφεγγε τα πρόσωπα που αγαπούσε .
Μήτε που έκρυβε την αλμύρα της
κάθε που στάλαζαν τα μάτια του .
Μα σήμερα ..σήμερα ο Αναστάσης
θα φορούσε τα καλά του να ανταμώσει
κείνη τη γοργόνα που μέσα του γυρνούσε
σαν μελωδία που δεν είδε τον χορό της
κι άκουγε απ το πουθενά ,

γυρεύοντας τον ερχομό της
Φωναχτά το βράδυ την κάλεσε .
Κι εκείνη του αποκρίθηκε πως μένει εκεί
Της είχε υποσχεθεί δείπνο για δύο
Φόρεσε στο δάχτυλο το δαχτυλίδι 

της ομορφιάς κι αρπάζοντας τα πλεχτά του 

με ένα αλαφροισκιωτο νεύμα 

ακουμπισμένα στους ώμους του,

κίνησαν για το μικρό τρεχαντήρι
Α !! τούτο το μπογιατισμένο με χρώματα 

σκαφίδι μόλις θα πάταγε τ αχνάρι του,

θα κουνούσε την πρύμνη του 

σαν χρυσοφούρφουρο καμαρωτό 

που και σήμερα θα φορούσε τις στιγμές του 

σαν στολίδι εσάρπας που λαμπυρίζει 

στο πέλαγο. Το ξεκίνημα για τούτο 

το ραντεβού είχε αρχίσει
να απλώνει τ ασπρόρουχα στα κατάρτια του
Φόρεσε το λευκό του πουκάμισο

Κείνο το μπαούλο που στήθηκε 

στα πόδια του .. άναψε τη φλόγα
κείνο το καντηλέρι που νόμισες 

πως καμιά φορά μιλιά θα βγάλει 

και θα σου κάψει τα χείλη ποτίζοντας
το υγρό της ψυχής . Όλα στρωμένα λοιπόν
Τα δίχτυα του μάζευαν ηλιόπετρες 

να ζεσταίνουν το ακρογιάλι
κι εκείνη η καρδιά του πάφλαζε σαν κύμα 

σε πρώτο φιλί της άμμου
Τα μάτια του γέμισαν θάμπος , 

χαμένη η μιλιά του, της τράβαγε τα χέρια

να στεριώσει μια λέξη κι αυτή
θαρρείς και κόλλησε στα χέρια της βεντούζας 

που άφωνα κοιτούσε
Τούτη η κυρα δε φόραγε στολίδια απλή 

με ένα μακό μπλουζάκι που ανάγλυφα

ζωγράφιζε το κορμί της

κέρναγε τη φορεσιά της γης
Τα αγριολούλουδα παίζανε στα μαλλιά της

σαν μικροί φορτωμένοι νάνοι 

με πλουμίδια της μοιρασιάς .
Τα μάτια της κάστανο, κύμα, 

κλαρί ελιάς, θωπεία της νυχτιάς
κι εκείνα τα δάχτυλα θαρρείς 

κι από χορδές της άρπας γεννήθηκαν
να σπάζουν κάθε κρότο σε φυλλωσιές μελωδίας
Τόσες θάλασσες γνώρισε , 

τόσα μπουρίνια πάλεψε μα τούτη η γνωριμιά

κάρφωσε τα στήθια του στον ουρανό

Χώρεσε τον κόσμο σε ένα πιάτο από φίλεμα

γλυκών καρπών. Κι ότι μέσα του πετάριζε

κελαηδήματα αγάπης μηνούσε
Τούτη η θάλασσα σου κυρά μου 

ψέλλισε γίνηκε η στεριά μου
πνοή κι απανεμιά μου .
Αχ Αναστάση μου αν μέσα σου δε με βρω 

πως σ άλλα μάτια θα με δω
Ένα ζεστό φιλί και πως χαμογέλασε η ζωή

σε δυο ποτήρια κόκκινο κρασί !



Αλαφροΐσκιωτη ψυχή

Ξυπνάς το πρωί ..στον καθρέφτη κοιτάς
για να δεις ..είσαι εκεί;
ναι ..εντάξει ..άλλη μια μέρα υπάρχεις
ψάχνεις τους γύρω σου. 
Να δεις ποιος λείπει πάλι σήμερα
που να πήγε ο Νίκος ..που κοιμάται η Λενιώ
κάθε μέρα φεύγει κι ένας ..χάνεται
μπλέκει στον ιστό του
πνίγεται στο δικό του βυθό
ντύνεσαι ...με ένα χαμόγελο
βγαίνεις να αντικρίσεις τον κόσμο
προχωράς ...σιωπή ..κάτι κινούμενα .. συναντάς
κουρντισμένες μαριονέτες 
λες και προγραμματίστηκαν να προχωράνε
άδεια .. αμίλητα...κουβαλώντας
το βάρος των σκέψεων 
καμιά φορά τόσο ασήκωτη πραμάτεια
που βλέπεις να γέρνουν κυρτώνουν μα ακόμη
ακόμη βηματίζουν ..σε τρομάζει ετούτη η εικόνα 
στο μυαλό σου ..φαντάζει ..σαν το πέτρινο δάσος 
καμένες λέξεις ....ματωμένα χέρια
σχισμένα χείλη ...κομμένα πόδια
παγωμένα χαμόγελα ... σταλακτίτες ανάσες
βλέμματα απόγνωσης δεμένα μ' αλυσίδες
όνειρα κρυμμένα σε λαβύρινθους.. σπηλιές 
λες και πέρασε μια κακιά νεράιδα και χάθηκαν όλα
σταθερός ο χρόνος ανάλγητος .. χαιρέκακος
τον βλέπεις να γελά και θες να του μπήξεις τα νύχια
να του βγάλεις τα σπάργανα να πονέσει ..
να πονέσει μια φορά .. να σταματήσει 
σαν θεατής την πίκρα 
το λυγμό σ άδειο θέατρο ερημιά
αντιδράς ... το μέσα σου ..εξω πετάς 
σκάβεις .. φυτεύεις λουλούδια στα βράχια
κατεβάζεις κάθε μέρα κι ένα αστρο 
κλέβεις ασύστολα τον ουρανό
δίχως πνοές γεννάς σπόρους 
δεν ξέρεις γιατί ούτε το πως
να τους μεγαλώσεις 
τι χρώμα να τους βάψεις
ποιο όνομα να τους δώσεις 
να ακουστεί μες τη βοή
θες να ουρλιάξεις κι ακούγεται 
η κραυγή σαν γέλιο, τρελό γέλιο 
που δεν έχει χώρο να σταθεί 
ανεμίζει απλά εκει στα μαλλιά σου
ανοίγεις τα χέρια σαν ένας παλιάτσος 
φοράς κόκκινη στολή φωτιά
και καιγεσαι σ αυτή
τρικλίζεις απ τις εννοιες 
παραπατάς απο τα πρέπει
μεθάς απ την  φορμόλη που πετάς 
να καθαρίσεις . 
Ξυπνάς απο κωμα τον έσω ήχο της φωνής
μα δεν υποκλίνεσαι, δεν έμαθες να χωράς
παντα δε σε χωρουσε ο τόπος
δεν σε βόλευε η ζωή ...δε συμβιβάστηκες
με το κενό . Οχι δεν παραδίνεσαι
Κάποτε σπας ..διαλύεσαι 
κι ειναι και εκεινες οι στιγμές 
που έχεις ανοίξει τη μπάρα
να περάσουν να κυλήσουν δυο δάκρυα
αποσταγματα ψυχής
κατι τέτοιες στιγμές θυμάσαι 
πως εισαι άνθρωπος
δε φοβήθηκες  ποτε να εκτεθείς 
δεν μετράς το δήθεν το τάχα
δε σε νοιάζουν τα ''σπουδαία ''
αγαπάς τα απλά 
σου αρκει ένα φιλί απ την αυγή 
ξεδιψάς με τη βροχή
τρελη ...ονειροπόλα ... φεγγαρολουσμένη 
για κάποιους παιδι 
αλήθεια να ξεραν πόσο όμορφα  ακουγεται παιδί
για κάποιους άλλους πάλι 
απόμακρη ...γελάς με τη σκέψη
αλήθεια ποιος σε ξέρει; ποιος σε βλέπει;
σε κοιτούν τους κοιτάς μα πως
να δεις ...να σε δούν ,θέλει δρόμο πολύ 
να ανακαλύψεις μια ψυχή
να μπεις στα έγκατα της γης της
να περπατήσεις στα νερά της
να κυλήσεις αθόρυβα πατωντας 
στις άκρες των δακτύλων στα σωθικά της 
μη την τρομάξεις και κλεισει τα φώτα
βγαίνεις απ τη σάρκα σου 
την σκίζεις σαν κουρελόχαρτο
γίνεσαι αυλη μορφή δένεσαι με την πνοή
του ανέμου, σπας τα δεσμά σου 
λιώνεις στην πυρά το κελί σου 
γελάς ..γελάς γιατι θέλεις να θυμάσαι να γελάς
σκορπάς τις σκέψεις σου
κι αφήνεις τις λέξεις λευθερες
να πετάξουν ...να σε πάρουν μαζί τους 
να σβήσεις ,να κλείσεις το  παραλήρημα
που απόψε σε έχει βρει με ένα ψιθύρισμα
σαν θροισμα απ τα φύλλα σου ψυχή
''ειναι ακριβή η ζωή δος της ένα φιλί 
θα σου χαρίσει μια στιγμή
να χεις για φυλαχτό σου ..χαμόγελο 
για ότι δύσκολο  σε βρει ''



Γέλα παλιάτσο


 

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Άτιτλο

Κι αρχισα να σου γραφω 
δεν ήξερα τι 
πετάχτηκε η λαχτάρα , 
η αγκαλιά , το φιλί 
η εγνοια , η αγωνία 
ο έρωτας ,η τρυφεράδα 
τόσα μα τόσα 
κι έτσι απλά γέλασα 
ήξερα πως 
αυτό το χαμόγελο 
θα στα έλεγε ολα !


Κραυγή

Κουράστηκα να μαζεύω 
πτώματα ιδεών 
ψαχνω έναν δρόμο 
να περπατήσω
τον θάνατο .. με φως ! 


Αλαζονεία εξουσίας

Άκου ανθρωπάκο 
κι αν κατέληξε ο κήπος  
να μετράει τα σκαλιά ένα ένα 
ειναι γιατί στις δρασκελιές του γνώρισε 
κάποιους που φώναζαν το υψος με το μπόι τους 
και στης μιας  βελόνας την κλωστή σκόνταψαν 
ειναι γιατί σε τούτες τις παχιές φωνές 
δεν γνώρισε μια στάλα αίμα 
Μύρισε  ταπεινούς και λιγομίλητους βολβούς 
κι έστησε πλώρη και νερά μες τη δική τους γειτονιά 
Άκου ανθρωπάκο 
κάποτε στην ιδια σκάλα θα βουτάμε 
το μελι με το φως 
θα μάθουν τα κρινα να πετάνε 
κι ουρανοί πιο χαμηλά τα μάτια να κρατάνε 
ξάγρυπνοι μένουν οι φρουροί 
που σκονισμένες, νωπές 
στις ράχες κρύβουν τις πληγές 
ως να μαντέψουν οι καιροί 
ποιος κούρσεψε το αλεύρι και ποιος 
πληρώνει τον κιοτή 
στ αγνάντι θα κοιτάμε το πως αλλάζει η μπορα 
και γίνεται μια αστραπή 
που χει στα σπλάχνα του ήλιου τη φωνή!


Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

Άτιτλο

Και ξέρεις τι λατρευω στα κυματα 
των σιωπηλών ματιών σου ;
το ποίημα που αγκαλιάζεις με φως 
καθώς διαβάζεις τον άνθρωπο!