Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019

Ισλί

Παραμονές Χριστουγέννων
το ξύπνημα ήταν χωμένο σε ένα ζεστό φιλί
Ξύπνα σε περιμένει η γιαγιά
Η γιαγιά σήμερα ήταν ντυμένη χαρά κι είχε απάνω της
όλες τις πούλιες της θύμησης και μένα πόσο μου άρεσε
να χώνομαι δίπλα της θαρρείς και ψήλωνα δυο μπόγια
στο άγγιγμα της .
Ο μπαμπάς με συνόδεψε μέχρι την εξώπορτα
Από τα σκαλάκια ακόμη την άκουγα να φωνάζει
''γιαβρουμ'' κάλως το μου .
Πόσο γελούσα μ αυτό το μπέρδεμα της γλώσσας
που πήγαινε από την Πόλη στην Ελλάδα
με ένα αλαφροισκιωτο βήμα.
Όλα ήταν ήδη έτοιμα .. τα υλικά στο τραπέζι
Τώρα πια είχα μάθει αφού κάθε χρόνο την έβλεπα
να περνά από τούλι μια χούφτα στάχτη 

από την ξυλόσομπα .
Ύστερα το έβραζε και μια κουτάλα
περίμενε να γεμίσει ένα μικρό κουπάκι
όπως έλεγε μαζί με τα άλλα υλικά
Σαν ιεροτελεστία σε πρόγραμμα που μύριζε μέλι.
Μου τύλιγε τη μέση ΄με μια ποδιά της να μη λερωθώ
Τοσοδούλα καθώς ήμουν έμοιαζε πάνω μου φασκιά
που δέναν τα χρώματα της στοργής
με το ύφος της παραμάνας που ζέσταινε το υφάδι της .
Τα υλικά ένα ένα προχωρούσαν στα χέρια της
κι άρχιζε το τραγούδι .
Δεν καταλάβαινα τι έλεγε μιας και δεν ήξερα τα τούρκικα
μα έφτανε η φωνή της να με κάνει να κουνιέμαι πέρα δώθε
Ήταν εκείνη η ματιά που γέμιζε κάστανο και θυμάρι
Οι μικρές της παύσεις που έκαναν οι θύμισες της
κι έλαμπε ολάκερη σαν ήλιος .
Τελειώνοντας τη ζύμη της μου έδινε το σιδερένιο γουδί
να θρυψαλιάσω το καρύδι
Εκείνο το ντιν νταν όταν μου ξέφευγε σαν μικρές
καμπάνες ηχούσε ,που χτύπαγαν να ξυπνήσουν 

οι χοροί της μέρας .
Το ισλί έγραφε τη δική του ιστορία, ζωγράφιζε τα νήματα
να κρεμαστούν αμάραντες στιγμές
κι όταν αλεύρωνε τη μύτη, μια αγκωνιά στην άκρη 

της ψυχής στοίβασε τα δικά της γράμματα .
Τα τριγωνάκια της χαράς έτοιμα να στοιβαχτούν
στο πάτωμα του ταψιού κι από κει
να ψηθούν στην ζεστασιά της άσβηστης φλόγας .
Το τελευταίο κέντημα έμεινε .
Δυο μικρές μασιές κομμάτια της δικής της γης
γινόταν τα πινέλα μας.
Χοροπηδητά τσιμπήματα να μένουν ανάγλυφα
στη ζύμη του καιρού .
Κι ο τελευταίος ρυθμός η νότα του μελιού
καθώς ψημένα μύριζε η αγκαλιά των Χριστουγέννων .
Βαμμένες εικόνες στο χρώμα των ματιών
Σγουρομάλλες, άγουρες θύμισες που κάθε
που χτυπούν την πόρτα του νου ..παιδιά μένουν !

Άτιτλο

Περιορισμένη ορατότητα 
κι εχει τόση άνοιξη ο ορίζοντας !

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019

Γυμνό ξαποστάσι

Την ήξερα ναι την ήξερα αυτή τη μικρή γωνιά 
Ζεστή κι απόμακρη καθώς μόνη της διάλεγε 
το φουστάνι του ουρανού της να χορέψει στον κόσμο 
Ένας μικρός καθρέφτης από ξάστερους σταλακτίτες 
που άλλοτε δάκρυζαν στο χνώτο μιας ψιχάλας 
κι άλλοτε έτρεχαν παίξουν σβόλους με τα κύματα
Σου άρεσε να παρατηρείς τον κόσμο 
να καταγράφεις συμπεριφορές κι ύστερα να βλέπεις 
το πρόσωπό σου στο μελάνι τους .
Καμιά φορά γελούσα με το πνιγμένο γέλιο σου 
κάτω από τα βλέφαρα του φεγγαριού .
Κουνούσαν τα δέντρα τα φύλλα του κόσμου 
κι εσύ σπαρταρούσες να πλέξεις το δίχτυ του ψαρά 
μη και χτυπήσουν στ αδέσποτα γεράνια . 
Ένιωσα τις πληγές σου στα γόνατα μου καθώς 
σερνόσουν να γλυτώσεις το κλεμμένο χώμα της γης 
Τα μουντζουρωμένα μάτια σου από την αγριάδα 
των μαύρων μολυβιών που σάστιζαν 
ακόμη και τον ήχο του αέρα 
Το τηλεσκόπιο του δρόμου που έριχνε το βλέμμα του 
στα έγκατα της πηγής σου ζυγίζοντας 
τα απόκρυφα στα χάδια της λάμψης 
Αυτη τη γωνιά της μικρής ερημιάς την γνώριζα 
Κυλιόταν πάνω στο χορτάρι που περιστέρια 
στήναν την φωλιά τους ,την ώρα που γκρέμιζαν 
με δυο δάχτυλα οι πεταλούδες τον γκρίζο τοίχο 
Αυτή η μικρή σου απομόνωση που σε έμαθε να διαβάζεις
τη σιωπή την είχα χτίσει χορεύοντας το βαλς του ήλιου 
Γέμιζε σκέψεις ανθρώπων το μαξιλάρι σου 
και συ στο ράβε - ξήλωνε να αλλαζεις βελονιές 
με πλεχτές κλωστές τη δαχτυλήθρα μου φορούσες 
μη ματωθούν τα κεντημένα της καλυμματα
Τόσο πολύ σε ξέρω που η γωνιά μου 
τη φλόγα σου κράτησε κι έτσι γυρίζω τον κόσμο 
κι εκεί με βρίσκω λυχνάρι στις δάδες της φωτιάς! 


Ξορκίζοντας τη φλούδα

Είναι που σ άκουγα πάντα να μου μιλάς
αποκρυπτογραφώντας εκείνες τις νότες
ειναι που τραγουδούσα μέσα μου τα λόγια σου
κι ας ήξερα πως ίσως να πιάσει βροχή
και δεν προλάβει το ανεμάκι να σε φτάσει
είναι που ο ήλιος μου ποτέ δε φοβήθηκε
τις γκρίζες σκιές που φύτρωναν στους τοίχους
Eιναι που κάποιες φορές ξεχνιέμαι
κι έτσι όπως σκέφτομαι θαρρώ πως μ ακούς
και ντύνομαι τη σιωπή μου .
Είναι που τα μεγάλα λόγια
ποτέ δε χώρεσαν στο συρτάρι μου
κι ότι κρατούσαν μέσα τους ήταν εκείνες
οι μικρές κλωστές που έπλεκαν το υφάδι
της κόκκινης κηλίδας που φώτιζε τα μάτια σου
Είναι που δε λογάριασα τις παραφυάδες
των δέντρων μα θαρρετά γύρευα τη ρίζα τους
ειναι που η πίστη μου στο νόημα
χαμογελά στην ουσία ξορκίζοντας
τη φλούδα της επιφάνειας
Είναι που ακόμα μέσα μου χοροπηδά ένα παιδί
χορεύοντας στον άνεμο και ζωγραφίζει τη ζωή!


Ληξιαρχείο η Μαριώ

Όλοι την ξέραν στο χωριό ..με τ ''όνομα ''η κυρά Μαριώ¨»
φορούσε ρούχα διαλεχτά ..λουλουδιασμένα και πλεχτά
χαράματα έπαιζε πενιά ..κι έτρεχε μες στη γειτονιά
να μάθει νέα με παγανιά ..που τα έδενε σε πετονιά

ποιος έφυγε απ τη ζωή ; ποιος γέννησε νέο παιδί;
αν σβήστηκε η φωτιά απ’ τη γη ή είχε καεί σαν το δαδί;
αν φύσηξε άνεμος βοριάς ; στα πέπλα της άλλης μεριάς
τίνος το γέλιο έχει κοπεί ;πως πάγωσε μια χαραυγή
ποιανού ρυτίδα έχει φανεί ..σαν μιας ψυχής μαρμαρυγή
πως πλούτυνε ο μπάρμπα Θωμάς ..που ήταν μονάχα καστανάς
γιατρεύτηκε άραγε ο Μηνάς ..ή θα τον κλάψει ο ντουνιάς

στο τρέξιμο απ’το πρωί ..μέχρι το σούρουπο να μπει
προλάβαινε έτσι η καρδιά ..γέμιζε μ άλλων ζωγραφιά
μα σαν η νύχτα θα τη βρει ..μες σε δωμάτιο κελί 
μόνο μια φλόγα απ το κερί ..κι ο ήχος από αναπνοή

Γέρασε η κυρά Μαριώ κουράστηκε απ το τρεχαλητό
κρυώνει μόνη και διψά ..Αχ!να χε μια ζεστή αγκαλιά

οι φίλοι της φύγαν κι αυτοί.. τους έπνιξε το πως …το τι….
λιγόστεψαν οι συγγενείς.. μιλιά δεν έβγαζε κανείς
φοβόταν μη και ακουστεί.. το μυστικό τους στην αυλή
στέκει μονάχα η μοναξιά ..σκιά κι ουλή, με άγια κραξιά
τους τοίχους βλέπει ουρανούς ..και προσπαθεί

να δει ο νους που ενώ γι αυτούς ήταν καυτή.. 
αν ρώτησαν ποτέ γι’ αυτή;
ή φταίει η ίδια , η…χαζή….που τόσο ξέχασε να ζει;;

τον χρόνο της μετρά η ψυχή ..κι ακούει μέσα της φωνή:
ξύδι ολάκερη η ζωή ζούσε.. με ξενική πνοή

κι άφησε ολόκληρη καρδιά… σε κύμα και θολά νερά
σκέψου ..στις μέρες της εδώ ..να είχε έναν οπαδό
να βλεπε, ν’ άκουγε πενιές το μέλλον, να ‘πινε , χρονιές
Αχ! και το δάκρυ αυλακιά.. στα μάγουλα αργοκυλά
πως μετανιώνει η καψερή..αχ, που δεν έδωσε η φτωχή
πάλη για μια ζωή …δική ..κι έρμη είναι μόνη, φυλακή
Αδεια ζωή με γέμισμα των άλλων την πνοή 

άδεια ζωή μικρή, κουφή  !


Ατιτλο

Και τι θαρρείς τα χρώματα κάνουν τα λουλούδια ;
αχ μάτια μου ..η γη αυτή η γη που εντός μας καρπίζει !


Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019

Είναι απλή και ταπεινή η ομορφιά

Κι άρχισε να χορεύει στο ίδιο τέμπο
Οι  κλακέτες κρατούσαν καλά
κείνο τον παλιό ρυθμό.
Ένας ρυθμιστής εγωισμός θα ανέβαινε και πάλι
τα σκαλιά της επιτυχίας .
Πολύ το χειροκρότημα κι απόλυτη ηδονή το  άκουσμα του


Μήτε που πρόσεξε ,πως στο περβάζι καρτέραγε
η μόλις ανθισμένη μπουκαμβίλια


Ο χορός μεθυσμένος τον καλούσε στην κορυφή
να κατακτήσει τις φυλλωσιές των χρωμάτων
Κάποτε γύριζε το κεφάλι κοιτώντας χαμηλά
μα η λαχτάρα του να κρατήσει το λάβαρο
αλλοίωνε κάθε μικρή ρίζα που πάταγε το  χρόνο
Τα κατάφερε λοιπόν .. όλα ήταν εκεί


Μονάχα εκείνη η μικρή δεν ακολούθησε το βήμα του
Ήξερε πως σιγά σιγά απλώνουν τα κλαριά της
Είναι απλή και ταπεινή η  ομορφιά
κι η αναμονή μια γλυκιά μοσχοβολιά
που μίκραινε το μπόι και ψήλωνε η καρδιά


Κι  όπως  γέλαγε η γη του κρέμασε για φυλαχτό
ένα σταυρό από φιλί και μια ευχή να εχει στο λαιμό
΄΄Όταν τα αστέρια θα μετράς να μην ξεχνάς
πως αν δεν τα βλέπει η θάλασσα αδειάζει ο ουρανός
κι απ της ψυχής τα μέρη γυρίζει ο τροχός άδειος 

και μοναχός.
Δεν παίζει η φωτιά καίγοντας χάντρες για καρδιά
μιλά, γελά, με μια φωνή κι η επανάληψη κουφή
Μάθε να κουβεντιάζεις στα λίγα στα μικρά
με χίλια περιστέρια γίνεται ο κόσμος ζωγραφιά''


Αγκάλιασε τον ίσκιο της κι ένιωσε ζεστασιά 
αχ σαν ξέρει το ρόδο να μιλά πετά τα αγκάθια 
στα γκρεμνά κι απλώνει φύλλα θάλασσας
να δένουν στα ανοιχτά! 

Στάλες βροχής

Χορός, τραγούδι 
κρυστάλλινες μελωδίες
στην κουπαστή του καιρού
και τούτες οι μικρές
κουμανταδόρισες ,
που μια σταλιά τις είδα
στους κήπους να αρμενίζουν
τυπώνοντας τον κόσμο,
πως ψήλωσαν τα ρόδα
κι ανέμισαν την λεμονιά

α!βρε ομορφιά
γρήγορα που ποιείς !


Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

Δρόμος ψυχής

Φτάνουν λίγα  άστρα 
να ξέρουν που γελούν οι σιωπές 
κι έτσι χαρούμενα 
να γλεντά η νύχτα το ταξίδι της 
καβάλα στο ασημί της άλογο ! 

Πραματευτής

Μεταφέρω πουλιά των αιώνων
να στολίσω κλαδιά πυρωμένα στον ήλιο 
Του χτες του σήμερα του αύριο στολίδια 
να ντύσω τις τριανταφυλλιές πλουμίδια 
Χαρές που γεύτηκαν το χθες στο σήμερα να γεννηθούν 
λύπες που σκέπασαν γιορτές να γείρουν να ξεκουραστούν 
χαμόγελα ήλιους χαρίζω στις ρίζες ν αναστηθούν 
κι απ τον νερό του μαστραπά να πιουν παιδιά 
πέταγμα να χουν στα ανοιχτά με ανοιγμένα τα φτερά 
Γυρίζω χρόνους τρελούς και τους βαφτίζω λογικούς
ξερίζωμα να χει η ψευτιά κι η αλήθεια να λαμποκοπά 
Μοιράζω μίλια θάλασσας να χουν οι γλάροι συντροφιά 
καμιά ματιά μόνη να μην κοιτά 
Πραμάτεια που χει  στο πέλαγο την μουσική 
στο ξάγναντο τον ήχο από θυμαριού φωνή 
Ζουμπούλια στήνω σ ουρανό τ άρωμα να ποτίσουν 
τ αγέρι να ναι ένα φιλί δροσιά σε κάθε Ανατολή 
Κερνώ της λύρας το κρασί κόκκινη νότα να φανεί 
κι αφήνω ψίχουλα ζεστά να βρουν τα κάτασπρα φτερά 
Λευκό χαρτί μ αποτυπώματα βαθιά 
να χει βρει ο δρόμος χέρια να δέσει να χουν 
τα κυπαρίσσια χρώματα φύλλα αγκαλιά 
Στου όλου τον ακριβό τον μπεζαχτά 
κίνημα να ναι η ανθρωπιά !

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

Στο μποστάνι του κόσμου

Όλα είχαν αρχίσει να μετρούν ανάποδα
Λαχταρούσε το αύριο να χωθεί στον καινούργιο
μεγάλο κήπο .
Κι εκείνα τα μικρά φυντάνια είχαν αρχίσει
να  μουρμουρίζουν θυμωμένα μέσα απ τις φύτρες τους
πότε πια θα τα άφηναν να φανούν .
Οι ώρες χαμογελούσαν πονηρά στο πέρασμα του χρόνου .
Μονάχα το μεγάλο πλατάνι δε σκιάζονταν για τίποτε
Τόσα είχε δει και πόσα είχε ακούσει κι όλο αμπάριαζε
τους χρόνους που μέσα του κοιμόταν .
Κείνο που μέριαζε τον κόπο της συνήθειας 

ήταν το πράσινο βλαστάρι της ελπίδας ,
που πάντα νέους κόμπους γένναγε στο μίσχο του .
Η τριανταφυλλιά έσπαζε το χαμόγελο 

στα τελευταία της φύλλα.
Σίγουρη πια πως ότι κι αν έχανε απ το σώμα της 

πάντα η ρίζα της θα φύτρωνε απλώνοντας 
την μυρουδιά της αγάπης .
Οι  ηλιόσποροι μάζευαν τους καρπούς σαν αρμαθιά 

να κρεμαστούν στο πρεβάζι του νέου χρόνου
κι από κει να καλούν την βροχή 
να ξεδιψάσει το χώμα τους .
Στο μποστάνι του κόσμου, βασίλευε 

το μέρωμα  της αγρύπνιας κερνώντας
το ζεστό κρασί του όλου .
Στο γλυκό πιοτί μέθαγε η πίκρα 

κι  ένα χρυσό χαμόγελο ξαπόστελνε την μοναξιά
στις καλαμιές του χθες.
Έκρυβαν τα μάτια οι μολόχες που αγνάντευαν 

την θάλασσα κι η φορεσιά τους,μύριζε την ελιά 
που χρόνια αμίλητη στεκόταν 
θωρώντας το βλέμμα της ειρήνης .
Όλα .. όλα πια καρτέρι είχαν στήσει 

στου ρολογιού τους δείκτες .
Τικ τακ τικ τακ .. αντίστροφη μέτρηση .
Χαμογέλα .. νιφάδες φέρνει ο χιονιάς
μα μέτρα πόσους ήλιους κουβαλά η άμαξα της καρδιάς !



Κλεμένες επαναλήψεις

Ξέρεις ποιους λυπάμαι; 
εκείνους που άδειοι κυκλοφορούν 
και ντύνονται με τις ψυχές των άλλων 
Σε λυπάμαι καλή μου 
γιατί δεν έμαθες πως με τα δανεικά 
δεν σκεπάζονται τα κενά σου
Μήτε οι λαβύρινθοι της σβούρας 
που γυρνούν από πόρτα σε πόρτα 
κόβουν το φίλημα του αγεριού 
Επαναλαμβάνεσαι στο ίδιο τίποτα  
Απλά σε λυπάμαι  !

Νανούρισμα

Έλα...
γύρε καρδιά μου στην αγκαλιά μου
κλείσε τα μάτια για να δεις
την ομορφιά του κόσμου στα κλαριά μου
γινε μικρός ταξιδευτής

άνοιξε άγγελε μου τα άσπρα σου φτερά
πιες της ανάσας μου το γάλα
πέταξε στο φεγγάρι στης θαλπωρής του τα νερά
κράτα το μέλι απ του φιλιού τη στάλα

μέτρα μικρέ μου πρίγκηπα τα χρώματα των αστεριών
σ ανέμη πλέκω τη χαρά σε δίχτυ την αγάπη
στα βλέφαρα σου ψυχές μικρών περιστεριών
να σου κρατάνε συντροφιά στου ονείρου σου την άκρη

σου ράβω ρούχο ακριβό κατάσαρκα να το φοράς
με νήμα ειν μεταξωτό και αντοχή ατσάλι
το πιο πολύτιμο αγαθό να μην ξεχνάς να αγαπάς
τον κόσμο όλο να χωράς μες τη μικρή σου αγκάλη

κοιμήσου ..σου στρωσα φύλλα γιασεμιών
να χει ο ύπνος σου ευωδιά από καρδιάς το μύρο
προσκέφαλο σου νότες από τραγούδι αηδονιών
να ναι η ζωή σου κελάηδημα σε κάθε αυγής το γύρο

έλα ..μικρό μου πεφταστέρι
παρήγγειλα του αγεριού να ναι ζεστή η πνοή του
με άγιο άγγιγμα της ψυχής φυτεύω ένα λουλούδι
στου ουρανού την γειτονιά στην όμορφη αυλή του
να ναι η καληνύχτα σου ..μικρό μου αγγελούδι

κοιμήσου θησαυρέ μου ... μονάκριβε ..ακριβέ μου!


Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

Παρερμηνείες

Τρόμαξαν τόσο οι ερμηνείες
που πια τα μάτια άλλο δεν είχαν 
παρά να κοιτούν τον ορίζοντα 
κουμπώνοντας ερωτηματικό 
στα πόδια του θαυμασμού 
Έτσι λευκά να ζυγώσουν το χάραμα 
τα κόκκινα τριαντάφυλλα !

Φιλί

- Σταματάνε ποτέ τα φεγγάρια;
- Μα ναι . φτάνει να ζωγραφίσεις μια ευχή

  στο δώμα της ψυχής
- Και ξέρουν να διαβάζουν;
- Φυσικά..τόσα τους έμαθαν οι ψίθυροι
- Και που συναντιούνται ;
- Εκεί όπου κουρνιάζει η αγάπη
Δες πόσα φώτα ανάψαν οι καρδιές
- Κρατήσου στα χείλη μου
θέλω να αγκαλιάσω τον ίσκιο σου! 

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2019

Παραμονή Χριστουγέννων

Ένα δωμάτιο όλο κι όλο 
α! ναι κάπου εκεί ξέχωρα ήταν ο λουτροκαμπινές 
έτσι το λέγαν τότε . Ένα δώμα για την ακρίβεια
ένα στέγαστρο με ξυλοτέξ και για σκεπή,
κάτι από αλουμίνιο που κουδούνιζε 
κάθε που έβρεχε τις στάλες του ουρανού .
Η παράγκα έλεγε ο μπαμπάς κι η μαμά μια σκεπή 
να χεις να γεμίζει η κάμαρη ζάχαρη και ζεστασιά
Τα χρόνια φτωχά μα τόσο πλούτο από αγάπη 
που να χωρέσει το μπαούλο.
Παραμονές Χριστουγέννων . Τα παιχνίδια κάναν 
το πρωινό τους πέρασμα . Ένα δωμάτιο παντού 
παιχνίδια κάποιες φορές φώναζε η μαμά .
Και πως αλλιώς αφού αυτή ήταν η δουλειά τους .
Πλανόδιοι μικροπωλητές όπως εξελιγμένα ειπωνονται 
πανηγυρτζήδες είμαστε έλεγε ο μπαμπάς 
και τα παιδιά το χαίρονταν τόσο ,
που τόσο πλούσιοι ήταν 
Για αυτά ο κόσμος ειναι εκεί . 
Η μικρή πριγκίπισσα που από τη στάχτη γεννιόταν , 
ο βάτραχος που θα γινόταν κούκλος ,το καράβι που 
τ άρμενα θα σήκωνε να μάθει τον κόσμο. 
Από την άλλη η μικρή μελισσούλα η μάγια 
που γνώριζε τους κήπους ,η κούκλα που περπάταγε 
κι ερχόταν σαν φίλη να μπει στο σπιτικό ,
η καινούργια τσάντα με πούλιες κράταγε 
και γη και ουρανό όλα ήταν εκεί .
Ο Μηνάς έπαιζε με το πλαστικό ολοκαίνουργιο
αυτοκινητάκι όταν ακούστηκε η φωνή της μαμάς 
Μηνά , Λενιώ το φαΐ έτοιμο ειναι 
Η αγαπημένη ώρα της μέρας. Ποιος θα πρωτομιλήσει 
να πει το δικό του στόλισμα , η μαμά κι ο μπαμπάς 
που χόρταιναν γέλια το τραπέζι
με τα καμώματα των μικρών τους, εκείνο το καναρίνι 
στο κλουβί που πάντα συμμετείχε με τη φωνή του 
και μα θες καμιά φορά επιβάλλονταν κι όλα λες 
και κατέβαιναν τα δέντρα στο σπιτικό 
να μοιράσουν τα γλυκόφυλλα της χαράς. 
Και μετά ο χαλβάς .Αχ τούτο το σιμιγδάλι 
που μοσχοβόλαγε τον τόπο και ανέμιζε 
η λιχουδιά τους στον ουρανίσκο . 
Γιορτινές μέρες και τα καρύδια 
ιππότες που κοιτούσαν αγαπημένες λιχουδιές . 
Όπου να ναι θα φτανε κι η γιαγιά να φτιάξει το ισλί . 
Αυτό μόνο η γιαγιά μπορούσε να το φτιάξει .
Μμμμ κι εκείνο το σιρόπι αχ εκείνο το σιρόπι 
που μόνο αγάπη έσταζε.
Το απόγευμα θα ερχόταν κι οι φίλοι και τούτη 
η παράγκα πως έμοιαζε τ αρχοντικό που ξύπνησε το γιόμα 
με ένα φιλί στον ώμο κι απέραντο βυθό.
Κοίτα τώρα που ακόμα κι ο χρόνος 
ζήλεψε κι απ το παράθυρο κρυφοκοιτά 
να χει η αγάπη πέρασμα που όλα τα χωρά; 
Κι εκείνη η καρδιά μπαλόνια που κρατά
πολύχρωμα στολίδια ,που ζύμωσε η ψυχή 
κι απάνω στο σουσάμι της 
μοσχοβολά ένα παιδί 
μ άσπρα μαλλιά που τρέχει και γελά !

Προσμονή

Καρτερώ έναν ουρανό
που σφυρίζει το βλέμμα
στην αλήθεια του κόσμου
γεύεται την ζωή
στα σπάργανα
που φυλλορροούν
οι κερασιές
δίχως σκέπη
γυμνό .. ξάστερο
μονάχα με το φως του !


Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019

Σκίρτημα

Έραψα πάνω
στο σώμα μου
έγραψα
πάνω στην ψυχή μου
κάθε στιγμή
κάθε λεπτό
τις λέξεις
τον ήχο
τη σιωπή
το χρώμα
την χροιά
το άγγιγμα
έως
και εκείνη την κούπα
που έπαιρνε
το άρωμα
των χειλιών σου
έτσι
για να χω
πάντα μαζί μου
να φορώ κατάσαρκα
κείνο το σκίρτημα
που με έφερε
...κοντά σου !

 

Άτιτλο

Πιλαλώντας τον άνεμο 
γνώρισα την άκρη της θάλασσας
κι έχει τόση ζεστασιά το φιλί της βροχής!

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019

Λεύτερη πνοή

Να φεύγεις 
να φεύγεις άνθρωπε
από όπου δε σου ταιριάζει 
μη σπαταλάς τόση ειρήνη
σε άχρηστους πολέμους 
με μάσκες ασφυξιογόνες
δεν βρίσκει αέρα η πνοή 
να φεύγεις 
ειναι ακριβό 
το τίμημα της ψυχής !

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Στιγμές

Κι ειναι κάτι στιγμές που δεν θες να πεις τίποτε
Μονάχα να αφεθείς .. να αφεθείς στη μυρουδιά 
απ το χώμα 
Να εκπνευσεις όλες τις μικρές αναλαμπές που χάρισες 
Μπροστά στη βροχή να σταθείς να νιώσεις 
να νιώσεις τα φιλιά της κυτταρο στο κυτταρο 
Να κλείσεις τα μάτια και να αγγίξεις τις φυλλωσιές
που έριξες και τούτες γινήκαν δέντρα με γλυκούς καρπούς 
Το χυμό τους να γευτείς στο χορτάρι της νιότης σου 
ετούτο που κράτησες μη χάσουν τα πουλιά τη φωλιά τους 
Να δεις κείνα που δώρισες πως τροχιές γινήκαν 
που αναμμένο κρατάν το φως του  ουρανού σου 
Κι οσα εβγαζες απ τις τσέπες της καρδιάς γεννούν 
γεννούν καινούργια χρωστούμενα 
στον ήλιο, στα κλαριά , στη θάλασσα , στα γέλια 
στα χείλη των ανθρώπων να στάξεις 
τη γύρη της ψυχής σου 
να φανερώσεις το σκοτάδι στα μάτια της μέρας 
με μια δρασκελιά της νότας . 
Είναι κάτι στιγμές γεμάτες νυχτολούλουδα αγάπης 
και πως να μετρήσεις τ άστρα !

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2019

Μην αρνηθείς την ομορφιά

Ναι όταν το θέλεις
όλα μπορούν να συμβούν
Να ναι η ψυχή σου άνοιξη
και να φυτρώνουν γύρω σου λουλούδια
Να περπατάς στα ανήμπορα
σκιάζοντας τις σκιές
να κουβαλάς στα πέταλα
ψυχής αποσκευές
Να σαι ένας σπόρος της βροχής
που γέννησε ηλιαχτίδα
ένας κομπάρσος της στιγμής
με ρόλο πρωταγωνιστή
κι άσπαρτου τόπου το φυντάνι
σέρνοντας μέλι από γιορντάνι
Να ζητάς του ουρανού το σημάδι
σε γκρεμού αστραπή
σε κιθάρας πνοή σε ζωής το λιβάδι .
Μην αρνηθείς την ομορφιά
δέσε την με βότσαλα βουβά
κι άσε το πέλαγο να βρει
δρόμους που στάζουν
αγάπη κι αντοχή!


Άσβηστη μνήμη

Ποιος άραγε το ξέχασε
κιτάπι μες τη σκόνη
ποιος τρεις να το χει απαρνηθεί 

Κιτρίνισαν τα φύλλα του
μα ο ήλιος δεν κοιμήθηκε

τούτη η γη γεννήθηκε
στα χέρια της Ανατολής
κι αρνήθηκε τη λήθη

Νιοί , κοπελιές και εργατιά 
φόρεσαν τ άσβηστο αέναα να γελά

κι εκείνο το κόκκινο γαρούφαλο 
απ το στόμα γεννά απ το χώμα
και ανθεί τραγούδι να χει το παιδί

προσκύνημα της λευτεριάς φιλί!

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2019

Άτιτλο

Ποιος ζει χωρίς τη ρίζα του; 
εγώ .. του φώναξε 
κι ήταν εκείνο το αμέτρητο μίλι 
που στέγνωσε .. στη  θάλασσα !

17 Νοέμβρη 1973

Για κείνους/ κείνες που άδικα έφυγαν
κερδίζοντας το κατώφλι του αμάραντου κήπου
γεννημένοι γαρούφαλα , δόρατα παιδιών,
στάχυα δοσμένα στον ήλιο .
Περίμενε..
περίμενε πια πως όπου να ναι
θα έρθει και η δική του ώρα
Φορές τη λαχταρούσε θαρρείς
Κείνα τα βράδια που γύριζε σπίτι
η γειτονιά που άλλοτε μύριζε γιασεμί
μια σιωπηλή γωνιά έμοιαζε
να κρύβεται στα δάχτυλα του τρόμου
Και εκείνος φοβόταν .. άνθρωπος είναι
Μα να αυτό που πιότερο έτρεμε
στα σωθικά του ο φόβος
ο φόβος ..μη λυγίσει
Σήκωνε τα μάτια στον ουρανό
και μίλαγε. Μήτε ήξερε που
μα είναι που έτσι είναι οι άνθρωποι
στα δύσκολα ζητούν το άπιαστο να κρατηθούν
'' Μη μ αφήσεις .. μη μ αφήσεις να λυγίσω ''
Χάνονται τα συντρόφια μου ..μη προδοθώ ''
Το πρωί σαν συνάντησε τον Νικόλα
παλιό του συμμαθητή και παιδικό του φίλο
Άλλαξαν οι δρόμοι τους μα πάντα κάτι βαθύ έμεινε μέσα τους .
Νικόλα αν χαθώ να με ψάξεις του είπε
Όχι για μένα για κείνα τα πουλιά
που πρέπει να μάθουν και να γυρίσουν τον κόσμο
σκορπίζοντας ψίχουλο το ψίχουλο σε κάθε αυλή
κουβαλώντας στις πλάτες το μήνυμα
'' τίποτε δεν έχει χαθεί .. θα βρούμε το δρόμο της λευτεριάς''
- θα σε ψάξω στο υπόσχομαι .. να προσέχεις Δημήτρη
Τούτο το βράδυ κάτι μηνούσε μέσα του
Ήξερε πως βόλευε η νυχτιά στις άδειες καμπαρντίνες
γυμνή γειτονιά κλειστά παντζούρια
ποιος να δει. Κι όλα μέλι γάλα
Το πρωινό ποιος να βλέπε ποιόν
πολλοί οι δρόμοι
Τούτο το βράδυ το ένοιωθε
θα αντάμωνε τα συντρόφια
Κει που κλειστές οι πόρτες χύνουν
το αίμα απ τις χαραμάδες ,
ξηλώνουν μέτωπα παλικαριάς
κι ύστερα απλά χαμογελούν στις ξέρες
κι όλα καλά .
Σίμωνε ναι το ένοιωθε πως σίμωνε
η ώρα .. για το σφαγείο!


Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

Άτιτλο

Καθώς έπεφτε το φεγγάρι 
κάνε μια ευχή 
σου μήνυσα απ τη σιωπή μου
Ήρθες ! 

Σκόρπιες λέξεις

Που πήγανε οι λέξεις μου; γιατί δεν έχω τι να πώ;
να γράψω ένα στίχο ..να μιλήσω …να πω κάτι 
για κεινα τα παιδιά …για κείνους 
που ήταν εκεί ..εκεί έξω … απ την πύλη 
την κερκόπορτα του θανάτου
για κεινα τα αμούστακα παιδιά
που κράτησαν στα χέρια τους 
τον φόβο τον κλείδωσαν στις χούφτες τους
και έσφιξαν την γροθιά …χτυπώντας το αύριο
για κείνες τις κοπελιές ..που δεν διάβαζαν νουβέλες
αλλά χόρευαν στην σκιά του παράλογου
τραγούδαγαν στο ρυθμό της τόλμης
μια λέξη ..μια λέξη βγαίνει 
μόνο ψιθυριστά ….απ την ψυχή
ΣΥΓΝΩΜΗ 
μπερδεμένες σκέψεις …επιστροφή στο σήμερα 
ξανά μπροστά μου εικόνες 
πάλι αμούστακα παιδιά 
υψώνουν φωνή ..πιασμένα χέρι χέρι 
αγόρια και κορίτσια …όχι δεν είναι κλεισμένα 
έξω στους δρόμους χωρίς να φοβούνται 
δεν έχει τανκς
αλλά ο φόβος είναι εκεί παραμονεύει
να τους κλέψει την ζωή …να τους πυροβολήσει τα όνειρα
θρυψαλιάζει τα θέλω τους ..πουλάει σκόνη για σιωπή
κομματιάζει τη σκέψη ..σκοτώνει την ψυχή
μια σκέψη …αστραπή ..
τι διαφορετικό καναν τα πολυβόλα;
άντε πάλι …πάλι ψιθυρίζει η ψυχή
ΣΥΓΝΩΜΗ
κι ύστερα .. συνεχίζει ο νους 
τι ζεις ; τι νοιώθεις; για όλα αυτά ;
ΑΗΔΙΑ .. για ότι μας κυβερνά
ΘΥΜΟ … γιατί κι εγώ τους άφησα 
κι από φυτά γινανε δέντρα με κλαριά
σκεπάσανε τα ιδανικά γέμισαν σάπιες ρίζες 
κι άπλωσαν νόθα, κάλπικη ,ψεύτικη σιγουριά
ΣΥΓΝΩΜΗ …ΣΥΓΝΩΜΗ ΓΙΑ ΟΛΑ ΑΥΤΑ 
χαμηλώνω τα μάτια .. ένα δάκρυ κυλά
εκεί απέναντι μου ένα παιδί 
με κοιτά κι απορεί 
σκύβω το κεφάλι .. απομακρύνομαι 
ψάχνω σκιά και κρύβομαι 
δεν έχω ..δεν έχω το κουράγιο στα μάτια να το δω
φοβάμαι φοβάμαι πως ΣΥΓΝΩΜΗ πάλι θα του πω!




Συνείδηση

Μεγάλωσα για να κρατώ οτι μου δίνουν
κι ειμαι μικρή για να σωπάσω
κείνοι που ψίχα δε μαζέψαν
μ άδεια κοφίνια προχωρούν
μα τούτη η θάλασσα γαλάζια πως γελά
μήτε τα πόδια κόβει μήτε και σβήνει τα νερά!


Άτιτλο

Να κεντήσω έναν ήλιο στα μάτια σου
 να βρίσκει η χαρα το φως ! 

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

Πλαφόν ζωής

Ο Όποιος δεν γελάει πάντα ειναι-καταθλιπτικός 
(και το χαζοχαρουμενος φευγάτο)

Κείνος που δε μιλά μονάχα για τον έρωτα ειναι-ξενέρωτος
( το πως ζεις μόνο για σένα ειναι αδιάφορο)

Ο άλλος που δεν έστρωσε το εγώ χαλί-απ έξω απ τη ζωή
( κομμένος απ το όλο πως τάχα νιώθεις τη πνοή )

Αυτός που δεν βαδίζει στην μεγάλη υποταγή-μοναχικός 
( κι αν άραγε στα μάτια του φυτεύει αλλιώς πηγή;)

Κείνος που δεν τριγυρνά στους κήπους-ερημικός 
( τι κι αν  ακούει τα στενά μα χτίζει φράγμα 
στα κούφια σπαρτά )

Ο άλλος που δεν βλέπει στην επιφάνεια 
την ομορφιά-τυφλός 
( σκάβει την ντόπια γη κι από το βυθό ταϊζει τα πουλιά )

Κείνος που την αγάπη δεν εχει δει λέξη που τρέχει 
σε αυλή-ανέραστος κι άδεια γιορτή 
( προσκύνημα κι εικόνα την θωρεί σε εκκλησιάς ψυχή )

Ο άλλος που δεν μοιράζει την χαρα με απλοχεριά-ξένος
(ποιος είδε το χαμόγελο αν δεν ήπιε δυο δάκρυα καυτά )

Αυτός ο ονειροπόλος που δεν εχει χρίσμα απ τη βοή-κενός
( είναι που τα όνειρα του έχουν στο μοίρασμα υπογραφή )

Και σε ολα αυτά που δε χωράς τράβα γραμμή της διαφοράς
σαν μη σε νοιάζουν τα πως και τα γιατί ρίξε το βέλος 
στην ψυχή 
κι αφού εσύ τα δέχεσαι δίχως να σπάσεις το σχοινί 
άσε να βρει το δρόμο του το όλο ίσως να δεχτεί κι αυτό 
σε μιας πιρόγας το σκαλί  αλλιώτικο φιλί 

Μοναδικά και μόνα τα λουλούδια μα από την ίδια γη 
σηκώνουνε το μίσχο κι ανθίζουν με ξέχωρο το άρωμα  
με λίγους ίσο το μπόι στην ψυχή !