Την ήξερα ναι την ήξερα αυτή τη μικρή γωνιά
Ζεστή κι απόμακρη καθώς μόνη της διάλεγε
το φουστάνι του ουρανού της να χορέψει στον κόσμο
Ένας μικρός καθρέφτης από ξάστερους σταλακτίτες
που άλλοτε δάκρυζαν στο χνώτο μιας ψιχάλας
κι άλλοτε έτρεχαν παίξουν σβόλους με τα κύματα
Σου άρεσε να παρατηρείς τον κόσμο
να καταγράφεις συμπεριφορές κι ύστερα να βλέπεις
το πρόσωπό σου στο μελάνι τους .
Καμιά φορά γελούσα με το πνιγμένο γέλιο σου
κάτω από τα βλέφαρα του φεγγαριού .
Κουνούσαν τα δέντρα τα φύλλα του κόσμου
κι εσύ σπαρταρούσες να πλέξεις το δίχτυ του ψαρά
μη και χτυπήσουν στ αδέσποτα γεράνια .
Ένιωσα τις πληγές σου στα γόνατα μου καθώς
σερνόσουν να γλυτώσεις το κλεμμένο χώμα της γης
Τα μουντζουρωμένα μάτια σου από την αγριάδα
των μαύρων μολυβιών που σάστιζαν
ακόμη και τον ήχο του αέρα
Το τηλεσκόπιο του δρόμου που έριχνε το βλέμμα του
στα έγκατα της πηγής σου ζυγίζοντας
τα απόκρυφα στα χάδια της λάμψης
Αυτη τη γωνιά της μικρής ερημιάς την γνώριζα
Κυλιόταν πάνω στο χορτάρι που περιστέρια
στήναν την φωλιά τους ,την ώρα που γκρέμιζαν
με δυο δάχτυλα οι πεταλούδες τον γκρίζο τοίχο
Αυτή η μικρή σου απομόνωση που σε έμαθε να διαβάζεις
τη σιωπή την είχα χτίσει χορεύοντας το βαλς του ήλιου
Γέμιζε σκέψεις ανθρώπων το μαξιλάρι σου
και συ στο ράβε - ξήλωνε να αλλαζεις βελονιές
με πλεχτές κλωστές τη δαχτυλήθρα μου φορούσες
μη ματωθούν τα κεντημένα της καλυμματα
Τόσο πολύ σε ξέρω που η γωνιά μου
τη φλόγα σου κράτησε κι έτσι γυρίζω τον κόσμο
κι εκεί με βρίσκω λυχνάρι στις δάδες της φωτιάς!
Ζεστή κι απόμακρη καθώς μόνη της διάλεγε
το φουστάνι του ουρανού της να χορέψει στον κόσμο
Ένας μικρός καθρέφτης από ξάστερους σταλακτίτες
που άλλοτε δάκρυζαν στο χνώτο μιας ψιχάλας
κι άλλοτε έτρεχαν παίξουν σβόλους με τα κύματα
Σου άρεσε να παρατηρείς τον κόσμο
να καταγράφεις συμπεριφορές κι ύστερα να βλέπεις
το πρόσωπό σου στο μελάνι τους .
Καμιά φορά γελούσα με το πνιγμένο γέλιο σου
κάτω από τα βλέφαρα του φεγγαριού .
Κουνούσαν τα δέντρα τα φύλλα του κόσμου
κι εσύ σπαρταρούσες να πλέξεις το δίχτυ του ψαρά
μη και χτυπήσουν στ αδέσποτα γεράνια .
Ένιωσα τις πληγές σου στα γόνατα μου καθώς
σερνόσουν να γλυτώσεις το κλεμμένο χώμα της γης
Τα μουντζουρωμένα μάτια σου από την αγριάδα
των μαύρων μολυβιών που σάστιζαν
ακόμη και τον ήχο του αέρα
Το τηλεσκόπιο του δρόμου που έριχνε το βλέμμα του
στα έγκατα της πηγής σου ζυγίζοντας
τα απόκρυφα στα χάδια της λάμψης
Αυτη τη γωνιά της μικρής ερημιάς την γνώριζα
Κυλιόταν πάνω στο χορτάρι που περιστέρια
στήναν την φωλιά τους ,την ώρα που γκρέμιζαν
με δυο δάχτυλα οι πεταλούδες τον γκρίζο τοίχο
Αυτή η μικρή σου απομόνωση που σε έμαθε να διαβάζεις
τη σιωπή την είχα χτίσει χορεύοντας το βαλς του ήλιου
Γέμιζε σκέψεις ανθρώπων το μαξιλάρι σου
και συ στο ράβε - ξήλωνε να αλλαζεις βελονιές
με πλεχτές κλωστές τη δαχτυλήθρα μου φορούσες
μη ματωθούν τα κεντημένα της καλυμματα
Τόσο πολύ σε ξέρω που η γωνιά μου
τη φλόγα σου κράτησε κι έτσι γυρίζω τον κόσμο
κι εκεί με βρίσκω λυχνάρι στις δάδες της φωτιάς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου