Όλα είχαν αρχίσει να μετρούν ανάποδα
Λαχταρούσε το αύριο να χωθεί στον καινούργιο
μεγάλο κήπο .
Κι εκείνα τα μικρά φυντάνια είχαν αρχίσει
να μουρμουρίζουν θυμωμένα μέσα απ τις φύτρες τους
πότε πια θα τα άφηναν να φανούν .
Οι ώρες χαμογελούσαν πονηρά στο πέρασμα του χρόνου .
Μονάχα το μεγάλο πλατάνι δε σκιάζονταν για τίποτε
Τόσα είχε δει και πόσα είχε ακούσει κι όλο αμπάριαζε
τους χρόνους που μέσα του κοιμόταν .
Κείνο που μέριαζε τον κόπο της συνήθειας
ήταν το πράσινο βλαστάρι της ελπίδας ,
που πάντα νέους κόμπους γένναγε στο μίσχο του .
Η τριανταφυλλιά έσπαζε το χαμόγελο
στα τελευταία της φύλλα.
Σίγουρη πια πως ότι κι αν έχανε απ το σώμα της
πάντα η ρίζα της θα φύτρωνε απλώνοντας
την μυρουδιά της αγάπης .
Οι ηλιόσποροι μάζευαν τους καρπούς σαν αρμαθιά
να κρεμαστούν στο πρεβάζι του νέου χρόνου
κι από κει να καλούν την βροχή
να ξεδιψάσει το χώμα τους .
Στο μποστάνι του κόσμου, βασίλευε
το μέρωμα της αγρύπνιας κερνώντας
το ζεστό κρασί του όλου .
Στο γλυκό πιοτί μέθαγε η πίκρα
κι ένα χρυσό χαμόγελο ξαπόστελνε την μοναξιά
στις καλαμιές του χθες.
Έκρυβαν τα μάτια οι μολόχες που αγνάντευαν
την θάλασσα κι η φορεσιά τους,μύριζε την ελιά
που χρόνια αμίλητη στεκόταν
θωρώντας το βλέμμα της ειρήνης .
Όλα .. όλα πια καρτέρι είχαν στήσει
στου ρολογιού τους δείκτες .
Τικ τακ τικ τακ .. αντίστροφη μέτρηση .
Χαμογέλα .. νιφάδες φέρνει ο χιονιάς
μα μέτρα πόσους ήλιους κουβαλά η άμαξα της καρδιάς !
μεγάλο κήπο .
Κι εκείνα τα μικρά φυντάνια είχαν αρχίσει
να μουρμουρίζουν θυμωμένα μέσα απ τις φύτρες τους
πότε πια θα τα άφηναν να φανούν .
Οι ώρες χαμογελούσαν πονηρά στο πέρασμα του χρόνου .
Μονάχα το μεγάλο πλατάνι δε σκιάζονταν για τίποτε
Τόσα είχε δει και πόσα είχε ακούσει κι όλο αμπάριαζε
τους χρόνους που μέσα του κοιμόταν .
Κείνο που μέριαζε τον κόπο της συνήθειας
ήταν το πράσινο βλαστάρι της ελπίδας ,
που πάντα νέους κόμπους γένναγε στο μίσχο του .
Η τριανταφυλλιά έσπαζε το χαμόγελο
στα τελευταία της φύλλα.
Σίγουρη πια πως ότι κι αν έχανε απ το σώμα της
πάντα η ρίζα της θα φύτρωνε απλώνοντας
την μυρουδιά της αγάπης .
Οι ηλιόσποροι μάζευαν τους καρπούς σαν αρμαθιά
να κρεμαστούν στο πρεβάζι του νέου χρόνου
κι από κει να καλούν την βροχή
να ξεδιψάσει το χώμα τους .
Στο μποστάνι του κόσμου, βασίλευε
το μέρωμα της αγρύπνιας κερνώντας
το ζεστό κρασί του όλου .
Στο γλυκό πιοτί μέθαγε η πίκρα
κι ένα χρυσό χαμόγελο ξαπόστελνε την μοναξιά
στις καλαμιές του χθες.
Έκρυβαν τα μάτια οι μολόχες που αγνάντευαν
την θάλασσα κι η φορεσιά τους,μύριζε την ελιά
που χρόνια αμίλητη στεκόταν
θωρώντας το βλέμμα της ειρήνης .
Όλα .. όλα πια καρτέρι είχαν στήσει
στου ρολογιού τους δείκτες .
Τικ τακ τικ τακ .. αντίστροφη μέτρηση .
Χαμογέλα .. νιφάδες φέρνει ο χιονιάς
μα μέτρα πόσους ήλιους κουβαλά η άμαξα της καρδιάς !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου