Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2020

Ο βιολιστής της αγοράς

Μήνες στην ίδια γωνιά
Άπλωνε την μουσική του στα χέρια του άνεμου
κι  εκείνη ζέσταινε το πεζοδρόμιο,
χόρευε επάνω στα κρύα παγκάκια
κι απ τις πατούσες της έπαιρναν χρώμα
να γιατρέψουν τις λαβωμένες σχισμές τους
Μίλαγε στα δέντρα και εκείνα
λύγιζαν τα κλαριά τους στην αγκαλιά της
Περπατητές μαγεύονταν στην ομορφιά της
αφήνοντας πίσω την θολούρα του μυαλού.
Σαν απότομη σκέψη χωνόταν στα γρανάζια του νου
κλείνοντας τις πόρτες στα θρυψαλιασμένα
κομμάτια που χόρευαν στο βλέμμα .
Ζευγάρια μάτια τριγύρω της
μάτια της λύπης ,της συγκίνησης , του πως;
μάτια που δένονταν στις χορδές του βιολιού
κι αρμένιζαν με κατάρτι το δοξάρι
Μονάχα τα δικά του μάτια κλειστά.
Δεν ήθελε να κοιτά
Έβλεπε απ τη χροιά απ το χτύπημα
των τακουνιών απ εκείνο το ντλιν
που ακουγόταν στο τενεκεδένιο τασάκι.
Ζούσε στη θάλασσα του κάθε νότα
κι ένα του κύμα ..πότε φουρτούνα πότε ξαστεριά
΄΄ ο βιολιστής της αγοράς ΄΄
Δίχως ταυτότητα ..γυμνή ψυχή στου δρόμου τη βοή
Το σκουφί του μύριζε χνώτο από καπνό
και το παλτό έδειχνε τα δόντια του χρόνου
Μα να που σήμερα τον συναντώ
με ξυρισμένο πρόσωπο και ρούχο γελαστό
Τα μάτια ορθάνοιχτα κοιτούν
κι  ένα χαμόγελο να ρίχνει στη γωνιά
της μέρας το άγριο άχτι στου ήλιου τη φωτιά
 -Τι άλλαξε ; ρωτώ
 -Τίποτε μου απαντά μα είναι που περνούν παιδιά
κι απ την δική τους την καρδιά πετούν τα περιστέρια
για αυτό κι εγώ είπα να αφήσω τη χαρά στα δυο μικρά τους χέρια!


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου