Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

Δείπνο για δυo

Με το πρώτο φως της μέρας ξεφύλλιζε
στα χέρια του τα μπερδεμένα δίχτυα 
να ετοιμαστούν να πέσουν

στην αγκαλιά της θάλασσας .
Τούτη χίλιες μορφές ντυνόταν
Κάθε που κουραζόταν άπλωνε το κορμί της
να βρει το ξαποστάσι του
άλλοτε πάλι σαν κουρντισμένη κιθάρα
έπαιζε τα τραγούδια του 

κι έκλεβε το βλέμμα του ,περνώντας το

από βράχια, ζεστούς όρμους
κρουσταλλένιους βυθούς που μέσα 

τους έφεγγε τα πρόσωπα που αγαπούσε .
Μήτε που έκρυβε την αλμύρα της
κάθε που στάλαζαν τα μάτια του .
Μα σήμερα ..σήμερα ο Αναστάσης
θα φορούσε τα καλά του να ανταμώσει
κείνη τη γοργόνα που μέσα του γυρνούσε
σαν μελωδία που δεν είδε τον χορό της
κι άκουγε απ το πουθενά ,

γυρεύοντας τον ερχομό της
Φωναχτά το βράδυ την κάλεσε .
Κι εκείνη του αποκρίθηκε πως μένει εκεί
Της είχε υποσχεθεί δείπνο για δύο
Φόρεσε στο δάχτυλο το δαχτυλίδι 

της ομορφιάς κι αρπάζοντας τα πλεχτά του 

με ένα αλαφροισκιωτο νεύμα 

ακουμπισμένα στους ώμους του,

κίνησαν για το μικρό τρεχαντήρι
Α !! τούτο το μπογιατισμένο με χρώματα 

σκαφίδι μόλις θα πάταγε τ αχνάρι του,

θα κουνούσε την πρύμνη του 

σαν χρυσοφούρφουρο καμαρωτό 

που και σήμερα θα φορούσε τις στιγμές του 

σαν στολίδι εσάρπας που λαμπυρίζει 

στο πέλαγο. Το ξεκίνημα για τούτο 

το ραντεβού είχε αρχίσει
να απλώνει τ ασπρόρουχα στα κατάρτια του
Φόρεσε το λευκό του πουκάμισο

Κείνο το μπαούλο που στήθηκε 

στα πόδια του .. άναψε τη φλόγα
κείνο το καντηλέρι που νόμισες 

πως καμιά φορά μιλιά θα βγάλει 

και θα σου κάψει τα χείλη ποτίζοντας
το υγρό της ψυχής . Όλα στρωμένα λοιπόν
Τα δίχτυα του μάζευαν ηλιόπετρες 

να ζεσταίνουν το ακρογιάλι
κι εκείνη η καρδιά του πάφλαζε σαν κύμα 

σε πρώτο φιλί της άμμου
Τα μάτια του γέμισαν θάμπος , 

χαμένη η μιλιά του, της τράβαγε τα χέρια

να στεριώσει μια λέξη κι αυτή
θαρρείς και κόλλησε στα χέρια της βεντούζας 

που άφωνα κοιτούσε
Τούτη η κυρα δε φόραγε στολίδια απλή 

με ένα μακό μπλουζάκι που ανάγλυφα

ζωγράφιζε το κορμί της

κέρναγε τη φορεσιά της γης
Τα αγριολούλουδα παίζανε στα μαλλιά της

σαν μικροί φορτωμένοι νάνοι 

με πλουμίδια της μοιρασιάς .
Τα μάτια της κάστανο, κύμα, 

κλαρί ελιάς, θωπεία της νυχτιάς
κι εκείνα τα δάχτυλα θαρρείς 

κι από χορδές της άρπας γεννήθηκαν
να σπάζουν κάθε κρότο σε φυλλωσιές μελωδίας
Τόσες θάλασσες γνώρισε , 

τόσα μπουρίνια πάλεψε μα τούτη η γνωριμιά

κάρφωσε τα στήθια του στον ουρανό

Χώρεσε τον κόσμο σε ένα πιάτο από φίλεμα

γλυκών καρπών. Κι ότι μέσα του πετάριζε

κελαηδήματα αγάπης μηνούσε
Τούτη η θάλασσα σου κυρά μου 

ψέλλισε γίνηκε η στεριά μου
πνοή κι απανεμιά μου .
Αχ Αναστάση μου αν μέσα σου δε με βρω 

πως σ άλλα μάτια θα με δω
Ένα ζεστό φιλί και πως χαμογέλασε η ζωή

σε δυο ποτήρια κόκκινο κρασί !



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου