Κυριακή 21 Απριλίου 2019

Για κείνους/ κείνες που άδικα έφυγαν
κερδίζοντας το κατώφλι του αμάραντου κήπου
γεννημένοι γαρούφαλα , δόρατα παιδιών,
στάχυα δοσμένα στον ήλιο ! (Απρίλης 1967)
Περίμενε..
περίμενε πια πως όπου να ναι
θα έρθει και η δική του ώρα
Φορές τη λαχταρούσε θαρρείς
Κείνα τα βράδια που γύριζε σπίτι
η γειτονιά που άλλοτε μύριζε γιασεμί
μια σιωπηλή γωνιά έμοιαζε
να κρύβεται στα δάχτυλα του τρόμου
Και εκείνος φοβόταν .. άνθρωπος είναι
Μα να αυτό που πιότερο έτρεμε
στα σωθικά του ο φόβος
ο φόβος ..μη λυγίσει
Σήκωνε τα μάτια στον ουρανό
και μίλαγε. Μήτε ήξερε που
μα είναι που έτσι είναι οι άνθρωποι
στα δύσκολα ζητούν το άπιαστο να κρατηθούν
'' Μη μ αφήσεις .. μη μ αφήσεις να λυγίσω ''
Χάνονται τα συντρόφια μου ..μη προδοθώ ''
Το πρωί σαν συνάντησε τον Νικόλα
παλιό του συμμαθητή και παιδικό του φίλο
Άλλαξαν οι δρόμοι τους μα πάντα κάτι βαθύ έμεινε μέσα τους .
Νικόλα αν χαθώ να με ψάξεις του είπε
Όχι για μένα για κείνα τα πουλιά
που πρέπει να μάθουν και να γυρίσουν τον κόσμο
σκορπίζοντας ψίχουλο το ψίχουλο σε κάθε αυλή
κουβαλώντας στις πλάτες το μήνυμα
'' τίποτε δεν έχει χαθεί .. θα βρούμε το δρόμο της λευτεριάς''
- θα σε ψάξω στο υπόσχομαι .. να προσέχεις Δημήτρη
Τούτο το βράδυ κάτι μηνούσε μέσα του
Ήξερε πως βόλευε η νυχτιά στις άδειες καμπαρντίνες
γυμνή γειτονιά κλειστά παντζούρια
ποιος να δει. Κι όλα μέλι γάλα
Το πρωινό ποιος να έβλεπε ποιόν
πολλοί οι δρόμοι
Τούτο το βράδυ το ένοιωθε
θα αντάμωνε τα συντρόφια
Κει που κλειστές οι πόρτες χύνουν
το αίμα απ τις χαραμάδες ,
ξηλώνουν μέτωπα παλικαριάς
κι ύστερα απλά χαμογελούν στις ξέρες
κι όλα καλά .
Σίμωνε ναι το ένοιωθε πως σίμωνε
η ώρα .. για το σφαγείο!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου