Σάββατο 27 Απριλίου 2019

Γεια σου βρε Μηνά

Θαλασσινός ο Μηνάς είχε μάθει πια τις ψαριές 
και το κουτάλι του γεμάτο αλμύρα κι άγριο φύκι ,
μέχρι να βρει κείνο το γάργαρο που ήσυχα πλαγιάρι του θα είχε .
Πρωινός πρωινός και σήμερα
κίνησε στ' ακροθαλάσσι της βάρκας του
Μια μικρή σκούνα που μαθε να κυματίζει
στον ήλιο και να βαστά στον άνεμο
- Δε βαρέθηκες μωρέ τόσα χρόνια
να καβαλάς το δοξάρι της
απ τ άγρια χαράματα για λίγα πεντόβολα
- Μέχρι που να βρω το γαλανό
που θα μιλά στη γη θα περπατώ στα νερά ψιθύριζε.
Σκούνταγε το σκαρί του και χανόταν
Στο μέσο της διαδρομής πετούσε τα δίχτυα του
Άιντε και σήμερα δος μου μια μπουκιά ψωμί
και μια καράφα κρασί να γλυκαθούν τα χείλη
Το απόγευμα κουρασμένος γύριζε 
πάλι στην άμμο του να ξαποστάσι το σκαρί .
Μια περασιά απ το σπίτι να ξαρμυρίσει το κορμί 
κι ύστερα βουρ για το μικρό ταβερνιάρικο στέκι .
Του άρεσαν κείνες οι μικρές παρέες που μολογούσαν
τα παλιά θαλασσινά και συγχρόνως λύναν τα θέματα 
με λίγες κουβέντες .Τι πρέπει να γίνει μωρέ 
στον τόπο ; τούτο χρειάζεται ,κι αν ήμουν εγώ, 
κι ας είχα μωρέ μια μέρα τα πρωτεία και θα έβλεπες .
Τούς άκουγε προσεκτικά άλλες φορές γελούσε 
άλλες χανότανε στις σκέψεις
που μόνο το μικρό τραπεζάκι της άκουγε
Γεια σου βρε Μηνά και σήκωναν τα ποτήρια
Αγαπητός καθώς ήταν για τη λιγομίλητη μιλιά του
όρθωνε το τσίγκινο μισοοκάρικο στην υγειά τους
Μα σήμερα κάτι λαλούσε μέσα του πως θα ρθει 
να τον βρει . Γνώριζε χρόνια την Μάγδα γερασμένη
η κυρά του μαγαζιού με μπόλικες ραγάδες στη φωνή,
μα παρά τα ογδόντα της χρόνια κυρά του μαγαζιού . 
Σηκώθηκε να τη βρει στο μαγερειό της
Μια πεθυμιά του για λίγο σπιτικό φαγητό
τον τράβηξε εκεί . 
- Κυρα έχεις τιποτες μαγειρευτό ρώτησε .
Μα αντί την κυρά μια κοπελιά φανερώθηκε 
απαντώντας του - Ιμάμ και φασολάκια. Ταράχτηκε . 
Το στομάχι πια δε μιλούσε
Μονάχα ετούτη η καρδιά χτυπούσε θαρρείς 
κι ήταν έτοιμη να προδώσει 
το τράνταγμα στο στήθος του.
- Είμαι η Αθηνά του ψιθύρισε και μόλις έπιασα 
δουλειά να βοηθώ την κυρα Μάγδα. 
Μίλα βρε του φώναζε μια φωνή μέσα του 
πες πως σε λένε.
Μηνάς ψιθύρισε καθημερινός εδώ .
Έτσι άρχισε η γνωριμία τους .
Από την άλλη μέρα κιόλας η θάλασσα 
βιαζόταν να τον φέρει στη στεριά
η φίλη του η Αθηνά όπως έλεγε τον περίμενε .
Λίγο η ρετσίνα λίγο τα λόγια της κι όλο 
και πιο πολύ τον τράβαγε η στεριά
Θαλασσινός δήλωνε με καμάρι μα δες 
που τώρα τρέχει τις πέτρινες πλάκες .
Τι σου ειναι ο έρωτας. Ανάστα σε φέρνει
κι άμα ετούτος τραγουδά στην κιθάρα 
της ανταπόκρισης μήτε η θάλασσα μιλά μήτε
και η στεριά .Το μαγερειό πια δεν είχε φωνές
μα μόνο μάτια που κρύβανε ζεστασιά κι αγάπη.
Σχέδια που λόγιαζαν το νου και σκάλιζαν όνειρα
στην πέτρα . Πέρασε ο καιρός και να που τώρα 
κρεμούσε η ταμπέλα '' Ψαράδικο '' Στεριανός πια
ο Μηνάς κι η Αθηνά πλάι του καμάρι.
- Γεια σου Μηνά του έγνεψε ο Δημήτρης 
νιος που ανέλαβε σκυτάλη απ τον πατέρα του
 τον μπάρμπα Παναγή .
-Αχ ησύχασες εσύ να δω μωρέ πότε η θάλασσα 
κι εμε θα βαρεθεί. 
Γέλασε ο Μηνάς . 
-Τούτο το κλίκ αγόρι μου σαν έρθει να σε βρει 
ούτε νερά σε ακουμπούν ούτε το χώμα απ τη γη
Σαν γίνει ο έρωτας αγάπη πηγάδι ανάβει το νερό 
μες τη φωτιά κι από τα πέτρινα σκαλιά,
θεριεύουν νυχτολούλουδα μ αμάραντη ομορφιά!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου