Κυριακή 14 Απριλίου 2019

Άλλοι χρόνοι .. ίδιο φιλί

Λίγο πριν να ρίξει ο ήλιος τα βλέφαρα του 
στη θάλασσα.
Η Αριάδνη έκλεισε το μπουφάν γύρω 

απ τις πλάτες και πήρε το δρόμο του γυρισμού .
Τα πόδια της πια είχαν μάθει τούτη την απόσταση
κι ότι περίμενε να τη δει να φορά την γαλήνη 

της ξεκούρασης ήταν εκείνη η γαρδένια 
που θρόνιαζε στον δρόμο .
Κυρά με ξέστηθα φύλλα καμάρωνε την ομορφιά της .
Τα βήματα προχωρούσαν στο πλακόστρωτο 

και κείνη κάθε μέρα θυμόταν τα λόγια 
της σοφής γριάς Ιωάννας 

Κάθε που θα περνάς τα σοκάκια να κοιτάς
στα μπαλκόνια τους κάτι έχουν να σου πουν .
Τούτο το απόγευμα μύριζε ένα δειλό βασιλικό
που μόλις και ξεστράτιζε στο βλέμμα της .
Μα κείνα τα παλιά ξύλινα ανοιχτά παντζούρια 

πάντα της μιλούσαν .
Σήκωσε τα μάτια της έτσι όπως τα κοκόρια

στη γουλιά του νερού ασημώνουν το χρόνο 
της στιγμής να πει τα ανείπωτα .
Σαν πέτρινη γέφυρα γινόταν η στιγμή κι αντάμωνε
τα ριζωμένα καφάσια στις γεύσεις άλλου καιρού .
Μιλάνε οι τοίχοι; κι όμως μια φωνή ανάμεσα
απ τ άγρια πετρώματα φαινόταν .
Μη και σάλεψε ο νους κι αντικρίζει το άπιαστο;
Μα τούτη η γωνιά γνώριμη πως κοιτούσε .

Τα παιδικά της χρόνια κρέμονταν σαν από βλαστάρι
που ξέχασε να μεγαλώσει . 

Τα παιχνίδια στο '' μπίκο ''της πέτρας ,στο κυνηγητό
και στο κρυφτό ήταν εκεί,αξημέρωτα 
θαρρείς να παίξει την περίμεναν.
Κείνη είχε γυρίσει τις μεγάλες στροφές 
των ψηλών σπιτιών που ανέβαιναν πατώντας
μονάχα ένα κουμπί .
Πως θάμπωναν τα μάτια της στον ερχομό
της πέτρινης σκάλας !
Άλλαξε ο χρόνος τη γραμμή του κι ότι ξαστέρωνε
ήταν μπουκιές απ άγριο μέλι και ψωμοτύρι της ξεγνοιασιάς
Η γιαγιά περίμενε στη σκάλα έτοιμη στο φιλί
το λουλουδάτο τραπεζομάντηλο είχε ήδη στρώσει
τα πιάτα με το γιουφκα και το αλμυρό ριγανάτο χοιρινό

- '' Ει πάλι κόλλησες;
Η Μαίρη συνάδελφος και φίλη ..ξες από κείνες 

που της λες τα πάντα κι αν αρχίσει το κουβεντολόι 
να  γράφει χιλιόμετρα φωνής ,
την έβγαλε απ το ακριβό του καιρού .
- Χαμογέλασε .. πως να ξοδέψεις τόσες θύμισες μονάχα σε μιαν άκρη
- Άντε πάμε το βράδυ θα βρεθούμε στο στέκι 

ο Φώτης κι ο Στέλιος θα περιμένουν

Μάζεψε η Αριάδνη το νήμα των καιρών

κι άνοιξε το βήμα κατά πως πρόσταζε η ώρα 
και ο χρόνος .
Στο φεγγαρόφωτο βρέθηκαν με τα παιδιά
χαμόγελα , αγκαλιές , φιλιά, 

σπαρταρούσαν στην γυάλα κι εκείνοι
σαν έφηβα ψάρια αφήνονταν στο νερό 
να σεργιανίσουν την θάλασσα

'' όλα αλλάζουν μικρή μου ,μα μην χρεώσεις 

στον καιρό το στέγνωμα της μέρας
ρίξε μια στάλα τρέλας στο μισοάδειο ποτήρι,

να φανεί ένα τρεχαλητό καρδιοχτύπι που να μοιάζει, 
άστο να κουδουνίσει στο όνειρο
που η νύχτα θα μοιράσει
και σαν το πρωινό σε δει, 

δος του γλυκό από βύσσινο ήλιος για να σε βρει ''

Γύρισε πίσω να δει ποιος τη μιλά μες τη βροχή ;

να τανε το συναίσθημα ; να ταν η όμορφη στιγμή ; 
να ταν που ο Φώτης στα σωθικά της είχε μπει!

Στο φιλί του λαχτάρησε το γλυκό πορτοκάλι 

απ το βάζο της γιαγιάς ,γεύτηκε το μεθύσι
απ τα άγρια κράνα 
κι εκείνο το μπλε παράθυρο
πως θύμιζε το κύμα που πλατσούριζε φτιάχνοντας κάστρα .

Αχ έρωτα !! πως το πιοτί σου μικραίνει την ζωή

και μεγαλώνει την ψυχή
ξυπνάς παιδί με μια μεγάλη αγκαλιά 

που απλώνει δίχτυα στα ανοιχτά! 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου