Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020
Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020
Αγγιγμα
Μια αυλή με ασπρουχα
για δες
πίσω απο τον ίσκιο τους
γλυκολαλουν πουλιά
ανάβει ο μεντεσές του ήλιου
χορευουν κόρες του γυαλού
κρατήσου
κρατήσου απ τα δάχτυλα
γεμίζουν οι ρίζες
φρούτα καλοκαιριού
κανέναν στόχο δεν εχουν
παρά μονάχα ενα σκοπό
τη γλυκάδα του ουρανίσκου
την ηδονή της γευσης
του απόλυτου ερωτα
της πρωινής ανάσας
της μαργαρίτας που μόλις ξετσούμισε
να χορεψει στ΄απανέμι
κρατήσου απο ενα φωνήεν
που γέμισε λιβαδια με κοκκινες παπαρούνες
τις χορδες που ακούρντιστες
χοροπηδούν γυμνές στον άνεμο ,
πίσω απ το αντυτο
φτεροκοπουν πολυχρωμα πουλιά !
για δες
πίσω απο τον ίσκιο τους
γλυκολαλουν πουλιά
ανάβει ο μεντεσές του ήλιου
χορευουν κόρες του γυαλού
κρατήσου
κρατήσου απ τα δάχτυλα
γεμίζουν οι ρίζες
φρούτα καλοκαιριού
κανέναν στόχο δεν εχουν
παρά μονάχα ενα σκοπό
τη γλυκάδα του ουρανίσκου
την ηδονή της γευσης
του απόλυτου ερωτα
της πρωινής ανάσας
της μαργαρίτας που μόλις ξετσούμισε
να χορεψει στ΄απανέμι
κρατήσου απο ενα φωνήεν
που γέμισε λιβαδια με κοκκινες παπαρούνες
τις χορδες που ακούρντιστες
χοροπηδούν γυμνές στον άνεμο ,
πίσω απ το αντυτο
φτεροκοπουν πολυχρωμα πουλιά !
Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020
Ενας απλός άνθρωπος
Ένας απλός ανθρωπος
Αυτο ήταν αυτό είναι . Μια γυναικα σαν ολες τις αλλες
Με τις ίδιες αγωνίες τους ίδιους φόβους τις ιδιες αντοχές
όπως όλες οι γυναίκες. Εργαζόμενη , μητέρα και γιαγια
Χρόνια έγραφε τις σκέψεις τα ονειρα της τα βουτηματα στους κόλπους της καρδιάς
κείνα τα ατέλειωτα ψεγάδια της ψυχής της , τύπωνε τα μάτια της σε ένα λευκό χαρτί , κάποιες φορές θολωμένο απ το αγριο του καιρού κάποιες βιολετί φλογέρες
που ανέμιζαν τα αεναα χρόνια της νιότης με ασπρα σπαρμενα μαλλια .
Ειχε πεταξει προ πολλου τα πρέπει και τα δήθεν ηταν μια ανοστη τροφή
δίχως αλάτι και πνοή. Εγραφε για κείνες τις βενταλιες που πρόσμεναν τον ερχομό του δάσους στη λίμνη που πότιζε τα νούφαρα. Λάτρεψε τα ανοιχτόχρωμα χωράφια του ουρανού κι αγάπαγε τόσο μα τόσο τον ανθρωπο.
Τον έβλεπε σταχυ , γόνιμη γη κι αστροφεγγιά . Γνώρισε και τι δε γνώρισε . Αγιους να κρατάν σπαθιά , παιδιά να τρέφουν τα βουνά , νεραιδες του παραμυθιού να χουν στα χέρια παντιέρες του βυθού κι οι πιο γλυκες ανάσες να πετούν σαν χελιδόνια που γελούν. Κάποτε ο πατέρας της ειχε πει πως μοιάζει ηλιαχτίδα που γέννησε η βροχή . Γνώρισε φιλικά φιλιά που αγναντευουν τον ίσκιο και κιότευει η σκιά . Συνοδοιπόροι ειχε πει και στάζουν τα μάτια της αγάπη και στοργή . Ερωτικούς μπαξέδες ποτίζουν τα αστρα του ουρανού και του ήλιου κατιφέδες . Είδε φωνές να αντιλαλούν στης Σπαρτης τα μπαλκόνια στου Κιλελερ τον ποταμό να στήνουν της Κρήτης τα ασπαρτα βουνά κι οι δροσουλίτες ζεστα να δένουν τα στενά . Ειδε της ιδιας της φωνής της ήχους να κυνηγά το άδικο μες τη φωτιά . Τρανούς , σπουδαίους κοινωνούς να γδέρνουν φύλλα και καπνούς . Ειδε τον έρωτα μουσική και εγραφε νότες με ρόδο πορφυρό απ τη γη . Ενιωσε αγάπη και ζωή να σπέρνουν χρώμα και άνοιξη παντοτινή . Μα για να γίνεις ποιητής θα πρεπε καθως της ειπαν να απαρνηθεις την κάθε σου στιγμή θα ναι να τρέφεις σύννεφα μες της αυλής την κορυφή . Του όλου την αγρύπνια με αλλα μάτια θε να δεις. Μα κείνη δες ποτε δε δηλωσε θαρρω ποιήτρια με ένα κοινό , γλυκός της παρανομαστής ο απόηχος απο ψυχής . Κι οτι την πίκρανε πολύ ηταν κείνο το λευτερο που κλείναν στον καιρό . Τα ποιηματα φανταστηκε πως ειναι αιμοδότες της ψυχής και κράτησε στο στέρνο τους κήπους της ζωής . Κείνος ο τελευταίος στίχος κύκνος της γίνηκε κι αητός να φτερουγίζει στ αγνωστο ζητώντας να καρποφορεί το δέντρο που άνθισε στη γη. Κι οτι εκεινη εχει δει να ναι το γέλιο στο παιδί , ο έρωτας τριανταφυλλου πνοή κι αγάπη ενα στολίδι που κουβαλά τον άνεμο και την πνοή . Μα με τίποτε δε θα άλλαζε την ψυχή κανένας στίχος δε χωρά αν τούτη δε μενει μες στους ήλιους απο καρδιά να τραγουδά.
Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020
Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020
Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020
Απών .. στο τώρα
Θαρρεις και ειχε πετρωσει
τούτα τα νέα της παγωναν τα σωθικά
εκλεισε κι η χαραμάδα .
Αναζητούσε τους κόπους
στα σκουληκιασμένα πατώματα
Τούτο το μελάνι στο στόμα της πικρό και ξένο
κι εκεινο το χέρι έλειπε
κάθε που το χρειαζόταν έλειπε
Ερχόταν μετα για να βρει το χαμόγελό της
κι ετσι έμαθε το τωρα της
μονά μετρούσε .. εκεινη μόνο εκείνη
Μα τωρα πονουσε ..
τωρα της παιρναν τους τοιχους
που επαιζε παιδί
τωρα η ιδια θα θελε να κουρνιάσει
στην αγκαλιά του μπαμπα και της μαμας
τωρα γαμωτο
ενα μικρό παιδι ηταν
που δεν ηθελε να ξεσπιτωθει
απ το δωματιο του τα παιχνιδια του
Αναψε ενα ακόμη τσιγάρο
Θα περάσει κι αυτό .. ψελισε
Ετσι εγινες δυνατή
Τι μαλακίες .. ποιος τη ρωτησε ποτε
αν ήθελε να γίνει;
έλα σταμάτα να κλαις και αυριο θα ναι μια άλλη μερα
ναι ρε γαμωτο το ξέρω ..φωναξε
και τα μάτια της ετρεχαν
Η ιδια πάντα φωνή .. αυτη η γνώριμη δικιά της
Καληνύχτα .. τωρα
Αυριο .. θα σηκώσει τα πόδια να κρατησει το κεφάλι
Αυριο .. ήλιος !
τούτα τα νέα της παγωναν τα σωθικά
εκλεισε κι η χαραμάδα .
Αναζητούσε τους κόπους
στα σκουληκιασμένα πατώματα
Τούτο το μελάνι στο στόμα της πικρό και ξένο
κι εκεινο το χέρι έλειπε
κάθε που το χρειαζόταν έλειπε
Ερχόταν μετα για να βρει το χαμόγελό της
κι ετσι έμαθε το τωρα της
μονά μετρούσε .. εκεινη μόνο εκείνη
Μα τωρα πονουσε ..
τωρα της παιρναν τους τοιχους
που επαιζε παιδί
τωρα η ιδια θα θελε να κουρνιάσει
στην αγκαλιά του μπαμπα και της μαμας
τωρα γαμωτο
ενα μικρό παιδι ηταν
που δεν ηθελε να ξεσπιτωθει
απ το δωματιο του τα παιχνιδια του
Αναψε ενα ακόμη τσιγάρο
Θα περάσει κι αυτό .. ψελισε
Ετσι εγινες δυνατή
Τι μαλακίες .. ποιος τη ρωτησε ποτε
αν ήθελε να γίνει;
έλα σταμάτα να κλαις και αυριο θα ναι μια άλλη μερα
ναι ρε γαμωτο το ξέρω ..φωναξε
και τα μάτια της ετρεχαν
Η ιδια πάντα φωνή .. αυτη η γνώριμη δικιά της
Καληνύχτα .. τωρα
Αυριο .. θα σηκώσει τα πόδια να κρατησει το κεφάλι
Αυριο .. ήλιος !
Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020
Θαλασσα
Δεν έκρυβε ούτε χαρές ούτε λύπες
και κάποιες φορές μάλιστα
βυθιζόταν στη σιωπή
περίμενε .. περίμενε να δει και να ακούσει
γεμάτη υπομονή
παρεξηγήσιμη θα λεγε ..
τόσο που να νομίζουν οι κουβέντες
πως ειναι κουφή και τυφλή
τι αστείο !
απλά είχε μάθει πια
πως και στους ωραιότερους κήπους
υπάρχει και η αγριάδα και το αγκάθι
μα κείνες οι τριανταφυλλιές
πως την μεθούσαν στο χρώμα στη μυρουδιά τους
μάζευε στη χούφτα τη θάλασσα
κι ανέπνεε απ τα κοράλλια της
στα νερά των ανθρώπων !
και κάποιες φορές μάλιστα
βυθιζόταν στη σιωπή
περίμενε .. περίμενε να δει και να ακούσει
γεμάτη υπομονή
παρεξηγήσιμη θα λεγε ..
τόσο που να νομίζουν οι κουβέντες
πως ειναι κουφή και τυφλή
τι αστείο !
απλά είχε μάθει πια
πως και στους ωραιότερους κήπους
υπάρχει και η αγριάδα και το αγκάθι
μα κείνες οι τριανταφυλλιές
πως την μεθούσαν στο χρώμα στη μυρουδιά τους
μάζευε στη χούφτα τη θάλασσα
κι ανέπνεε απ τα κοράλλια της
στα νερά των ανθρώπων !
Κυριακή 12 Ιουλίου 2020
Ήλιου διάφανο κελί
Eίναι γλυκιά η αγάπη
σταθμός και δάκρυ
ένα δυνατό κρασί
σε χείλη που χουνε καεί
χείμαρρος είναι ποταμός
στεριά κι ανοιχτός λυγμός
ο ουρανός κι η γη
σ' αντάμωμα σε ένα φιλί
εικόνα ζωγραφιά
πινέλο έχει την καρδιά
βράχος σ' ανέμου ερημιά
κύμα που βότσαλα φιλά
η πιο γλυκιά σου φυλακή
σαν ισοβίτης
στου ήλιου το διάφανο κελί
στάχυ κι απαλή βροχή
τη μέρα ένα χάδι
τη νύχτα το φως μες το σκοτάδι
σκληρή σαν είναι αληθινή
στο όνομά της σου κόβεται η αναπνοή
αντέχεις ; αντέχεις να πονάς;
αντέχεις ; αντέχεις να αγαπάς ;
σταθμός και δάκρυ
ένα δυνατό κρασί
σε χείλη που χουνε καεί
χείμαρρος είναι ποταμός
στεριά κι ανοιχτός λυγμός
ο ουρανός κι η γη
σ' αντάμωμα σε ένα φιλί
εικόνα ζωγραφιά
πινέλο έχει την καρδιά
βράχος σ' ανέμου ερημιά
κύμα που βότσαλα φιλά
η πιο γλυκιά σου φυλακή
σαν ισοβίτης
στου ήλιου το διάφανο κελί
στάχυ κι απαλή βροχή
τη μέρα ένα χάδι
τη νύχτα το φως μες το σκοτάδι
σκληρή σαν είναι αληθινή
στο όνομά της σου κόβεται η αναπνοή
αντέχεις ; αντέχεις να πονάς;
αντέχεις ; αντέχεις να αγαπάς ;
Αγριολούλουδο
Όλα μάκρυναν τόσο που θαρρείς
κι αλλού ξεχνιόταν το πέλμα του
κι αλλού ακολουθούσε η γάμπα .
Στις μύτες πατούσε το πράσινο χορτάρι
κι ότι πίσω του έμενε σαν να μη το είδε
Κατέβαινε να γνωρίσει τον κορμό που φύλαγε
τα ξέμπαρκα φυντάνια , τους αρχοντορεμπέτες
που με τα χέρια στις χάντρες μετρούσαν
τ΄ αντρίκιο ζεϊμπέκικο που με θάρρος
διάβαζε τον καιρό
ήθελε να ταν κείνο το αγριολούλουδο που ξέρει
πως μυρουδιά δεν έχει μα χαρίζεται στην απλωσιά
να δει το κυκλάμινο που περίμενε
στου βράχου τη σχισμάδα να ροδίσει ο ήλιος
να ξεκινήσουν οι ορχήστρες της τουλίπας .
Τίποτε που γνώριζε δικό του δεν ήταν
κι όλα στα χέρια του τα κράτησε .
Ταχιά του άδειασαν το τάσι
της παραμάνας γωνιάς
που το έδενε στο λώρο της
ανάλαφρα το κοίμιζαν τα σχοινιά
της άρπας στην κούνια τους
α !!! το όνειρό του το όνειρό του
στις πλάτες του ακουμπούσε
να φτάσει να τυλίξει ανάμεσα στις γραμμές
και στις μουντζούρες του
πολύχρωμα μπαλόνια να θρυμματίζουν το γκρίζο
Θα περπατήσω φώναξε της γαριφαλιάς
θα περπατήσω στα πέλαγα του νου
με πιέτες απερίσπαστες απ την ψυχή
Να ..έτσι όπως μου φτάνει να κοιτώ
κεινον τον αποσπερίτη
που πάντα πλαγιάζει στο στήθος μου
και πόση αγάπη πάνω του έσπειρα
να νιώθει το φιλί μου !
κι αλλού ακολουθούσε η γάμπα .
Στις μύτες πατούσε το πράσινο χορτάρι
κι ότι πίσω του έμενε σαν να μη το είδε
Κατέβαινε να γνωρίσει τον κορμό που φύλαγε
τα ξέμπαρκα φυντάνια , τους αρχοντορεμπέτες
που με τα χέρια στις χάντρες μετρούσαν
τ΄ αντρίκιο ζεϊμπέκικο που με θάρρος
διάβαζε τον καιρό
ήθελε να ταν κείνο το αγριολούλουδο που ξέρει
πως μυρουδιά δεν έχει μα χαρίζεται στην απλωσιά
να δει το κυκλάμινο που περίμενε
στου βράχου τη σχισμάδα να ροδίσει ο ήλιος
να ξεκινήσουν οι ορχήστρες της τουλίπας .
Τίποτε που γνώριζε δικό του δεν ήταν
κι όλα στα χέρια του τα κράτησε .
Ταχιά του άδειασαν το τάσι
της παραμάνας γωνιάς
που το έδενε στο λώρο της
ανάλαφρα το κοίμιζαν τα σχοινιά
της άρπας στην κούνια τους
α !!! το όνειρό του το όνειρό του
στις πλάτες του ακουμπούσε
να φτάσει να τυλίξει ανάμεσα στις γραμμές
και στις μουντζούρες του
πολύχρωμα μπαλόνια να θρυμματίζουν το γκρίζο
Θα περπατήσω φώναξε της γαριφαλιάς
θα περπατήσω στα πέλαγα του νου
με πιέτες απερίσπαστες απ την ψυχή
Να ..έτσι όπως μου φτάνει να κοιτώ
κεινον τον αποσπερίτη
που πάντα πλαγιάζει στο στήθος μου
και πόση αγάπη πάνω του έσπειρα
να νιώθει το φιλί μου !
Σάββατο 11 Ιουλίου 2020
Κάθε χάραμα κι ενα καινούργιο λουλούδι
Κάθε χάραμα κι ένα καινούργιο λουλούδι
Ο βασιλικός μοσχοβολά στη γλάστρα
κι εκείνη κορδωμένη για το αγκάλιασμα
της ρίζας του βυζαίνει τη ρόγα του ήλιου
Γύρισα τα μάτια στο φως της γιαγιάς της ρίζας του βυζαίνει τη ρόγα του ήλιου
σαν να θελα να κρατήσω τη φούστα της
στριφογυρίζοντας τις άκρες της ,
την ώρα που κείνη έκοβε μερικά κλωνάρια
να τα στεγνώσει στον ήλιο πως έλεγε
να χει τη ζεστασιά στο λαιμό ο χειμώνας .
Χρόνια μου ζυμωμένα με το ψωμί στην άνοιξη
και το σιμιγδάλι του χαλβά στον ουρανίσκο
του γεμάτου κουταλιού αιώνιας αθωότητας
Τ άκουσες γιαγιά; τζαμί η Αγια Σοφιά
Άρχισαν πάλι τα νταούλια να χτυπούν
την απλωσιά του μίσους .
Οι Τουρκαλάδες θα πουν στα εγγόνια τους
πως νίκησαν τους γκιαούρηδες
Οι Έλληνες θα ιστορούν στα νιούτσικα
φυντάνια τους το άσβηστο κερί
του καπετάν οχτρού κι έτσι πάλι η ιστορία
μισές αλήθειες θα δει .
φυντάνια τους το άσβηστο κερί
του καπετάν οχτρού κι έτσι πάλι η ιστορία
μισές αλήθειες θα δει .
Ποιος ρωτάει μωρέ τους λαούς;
Ποια εξουσία την αποκοτιά της
και την βρωμιά κρατά για μερτικό της .
Στις χούφτες των ανθρώπων την πετούν
κι αν νιώσουν και θεοί άθεα να μοιράζουν
τα δάχτυλα μην ενωθούν κι αρχίζουν να τρομάζουν
Θα ρθει και το παπαδαριό να θυμηθεί θρησκεία
αυτή που γινε εθισμός να δέρνει τα σχολεία
Όχι γιαγιά μου την πίστη μου δεν πούλησα
μα ψάχνω το άδικο να βρω στις αλυσίδες
του χρυσού ,που ευλογούν άδειο το λυτρωμό
κρατώντας θρόνο και βωμό .
του χρυσού ,που ευλογούν άδειο το λυτρωμό
κρατώντας θρόνο και βωμό .
Κι εκείνη η Αγια Σοφιά πως έρχεται στο νου μου
το 86 απ έξω να την φυλούν παιδιά
με όπλα του θυμού.
με όπλα του θυμού.
Παγκόσμιο κόσμημα της γης μα κείνοι που τη γη
κρατούν ,συμφέροντα θερίζουν
και σπέρνουν χρήμα να φανεί,καπνός και όπλα
στην αγορά μη και χορτάσει το παιδί .
κρατούν ,συμφέροντα θερίζουν
και σπέρνουν χρήμα να φανεί,καπνός και όπλα
στην αγορά μη και χορτάσει το παιδί .
Να φταίει άραγε ο φονιάς ή το μαχαίρι
που του χαρίστηκε να κόβει ρίζες ανθρωπιάς .
Να φταίει πάντα ο οχτρός ή μήπως η Ελλάδα έπαψε
να γελά απ τα δικά της τα παιδιά ;
Κι εσύ ακόμη μου γελάς και μου θυμίζεις τον Αλή
που ήταν κι αυτός μικρό παιδί κι ως παίζατε
μες την αυλή εσύ του λεγες σ αγαπάω
κι εκείνος σενι σεβίορουμ την ίδια λέξη
με ίδια ψυχή.
μες την αυλή εσύ του λεγες σ αγαπάω
κι εκείνος σενι σεβίορουμ την ίδια λέξη
με ίδια ψυχή.
Μα δες γιαγιά ειναι πολλά πια τα παιδιά
που χουν τα μάτια ανοιχτά,κανέλα και μπαχάρι
στη γλώσσα τους κυλά , μιλούν με τα πουλιά
που χουν τα μάτια ανοιχτά,κανέλα και μπαχάρι
στη γλώσσα τους κυλά , μιλούν με τα πουλιά
και σπρώχνουν τη φωνή σε αγκαλιάς φιλί
εκεί που η καρδιά δεν παίρνει από μια στείρα
υποταγή στη σκέψη μήτε από κελί .
εκεί που η καρδιά δεν παίρνει από μια στείρα
υποταγή στη σκέψη μήτε από κελί .
Πετούν στ αγνάντεμα ψηλά κι ανοίγουν το γαϊτάνι
να βάψει φως απ τα βουνά με παπαρούνες ,
μαργαρίτες κι ανθόνερα να ποτιστεί η ξερολιθιά
με ίριδας φιλιά !
να βάψει φως απ τα βουνά με παπαρούνες ,
μαργαρίτες κι ανθόνερα να ποτιστεί η ξερολιθιά
με ίριδας φιλιά !
Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020
Ατέλειωτη τελεία
Ξέρεις τι μ αρέσει ;
αυτή η τελεία στα μάτια σου
και που στα αθέατα τα γνώρισα
και που στα αθέατα τα γνώρισα
που τόσα χρώματα αλλάζει
ακόμα και
που στις φουρτούνες
με κάνει και γελάω
ναι γελάω από ευτυχία
γιατί τα άγρια κύματα σου
μυρίζουν ανθρωπιά
γνωρίζουν τον κόσμο
απ το δάσκαλο της ψυχής
γιατί ρουφούν τον κάκτο του άδικου
εκπνέοντας βιολέτες και κρινολούλουδα
γιατί στο κάλμα της παίζουν
αστόλιστα παιδιά του κάμπου
φεγγίζουν τα ζευγάρια του ήλιου
γιατί σπάνε το φράγμα της σιωπής
και δένουν κλωνάρια μουσικές
τα φύλλα τους να γεννηθεί το ρόδο
κωπηλατεί στα αστέρια
με σπιτικό της αγριοκέρασο
φορώντας την πανοπλία της γόνιμης γης
γιατί κάθε ηλιοβασίλεμα
μυρίζει αύρα καλοκαιριού
το άγγιγμα της
ανάλαφρα σκεπάζει τα κάστρα
που αφύλακτα ορθώνουν το μπόι τους
φρουρός του ανέμου
που ημερώνει τα άσκοπα της νύχτας
και ξέρεις; δε ξέρω τι λες εσύ
μα δες πως χτίστηκε ένας όμορφος κόσμος
σε μια ατέλειωτη τελεία σου !
Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020
Κυριακή 5 Ιουλίου 2020
Γιατί
Και καμιά φορά δεν θέλεις να πεις τίποτα .
Απλά να απλώσεις τα χέρια σαν μια αγκαλιά ,
να γιορτάσεις τη μέρα γιατί πετούν τα πουλιά ,
να δώσεις το φιλί γιατί ακούγεται μια φλογέρα ,
να μοιραστείς τη σκέψη σου αυτή της καρδιάς
γιατί είσαι γεμάτη αγάπη ,
γιατί φτεροκοπούν χαμόγελα στον άνεμο
και πέφτουν στη χούφτα σου .
Γιατί μοσχοβολά το γιασεμί
κι εσύ μεθάς στη μυρουδιά της φιλίας ,
γιατί από ένα παράθυρο κοιτάς τον εαυτό σου
στα μάτια του άλλου .
Γιατί η Κυριακή σου σκορπά τα χρώματα των λουλουδιών
στην αυλή του κόσμου ,
γιατί στο λιόγερμα βυζαίνεις τον ανθό του δειλινού ,
γιατί πέφτει μια απρόσμενη βροχή που κελαηδά
τον πλούτο της δροσιάς καταμεσής του καλοκαιριού
κι η κουπαστή του μπαλκονιού σου γράφει τις μουσικές .
γιατί εχει γενέθλια ο ουρανός κι απλώνει τις χρυσές του ακτίνες ,
να λούσει τις όμορφες κόρες του σπιτιού του ,
Γιατί χωρίς γιατί τραγουδάς ,
κι ένα ποίημα χορεύει στα μάτια σου !
https://youtu.be/wBiZgZ5KFvo?t=187
Απλά να απλώσεις τα χέρια σαν μια αγκαλιά ,
να γιορτάσεις τη μέρα γιατί πετούν τα πουλιά ,
να δώσεις το φιλί γιατί ακούγεται μια φλογέρα ,
να μοιραστείς τη σκέψη σου αυτή της καρδιάς
γιατί είσαι γεμάτη αγάπη ,
γιατί φτεροκοπούν χαμόγελα στον άνεμο
και πέφτουν στη χούφτα σου .
Γιατί μοσχοβολά το γιασεμί
κι εσύ μεθάς στη μυρουδιά της φιλίας ,
γιατί από ένα παράθυρο κοιτάς τον εαυτό σου
στα μάτια του άλλου .
Γιατί η Κυριακή σου σκορπά τα χρώματα των λουλουδιών
στην αυλή του κόσμου ,
γιατί στο λιόγερμα βυζαίνεις τον ανθό του δειλινού ,
γιατί πέφτει μια απρόσμενη βροχή που κελαηδά
τον πλούτο της δροσιάς καταμεσής του καλοκαιριού
κι η κουπαστή του μπαλκονιού σου γράφει τις μουσικές .
γιατί εχει γενέθλια ο ουρανός κι απλώνει τις χρυσές του ακτίνες ,
να λούσει τις όμορφες κόρες του σπιτιού του ,
Γιατί χωρίς γιατί τραγουδάς ,
κι ένα ποίημα χορεύει στα μάτια σου !
https://youtu.be/wBiZgZ5KFvo?t=187
Παρασκευή 3 Ιουλίου 2020
Θα είμαι εδώ
Θα είμαι εδώ
να σου θυμίζω
πως δεν χάθηκε η τρυφερότητα
δεν ξοδεύτηκαν
κείνα τα παλ χρώματα της ίριδας
δε σκούριασε
το κλειδί βουτηγμένο στα στάσιμα νερά
δεν πάγωσε
ο ήλιος τα φυντάνια
μήτε που σκόρπισαν
οι κυράδες τις κορδέλες τους
γυρεύοντας τον μποναμά της μέρας
Θα είμαι εδώ
να μιλώ για κείνες τις βεγγέρες
που αφήνουν στα μάτια το φως
για εκείνα
τα λιανοτράγουδα που δεν έπαψαν το χορό τους
τις μικρές πυγολαμπίδες
που φέρνουν όνειρα που τραγουδάνε
τα ξόρκια των αερικών
που έχουν φτερά τους τα πουλιά
να σου διαβάζω
το βιβλίο της πεταλούδας στα φύλλα της γης
Θα είμαι εδώ
άνθρωπος σ ανθρώπου πλευρό
κρατώντας
μια χούφτα ουρανό
και της ψυχής μου την ηχώ !
Ήλιος ψυχής
Και τι θαρρείς ,
χρειάζεται πολλά
να βγεί με γέλιο ο ήλιος της ψυχής;
Ένα τζιν στο χρώμα του ουρανού
ένα μπλουζάκι άνοιξη
Στις τσέπες της καρδιάς
ουράνιο τόξο αμάραντης γιορτής
ένα τραγούδι στα χείλη
να ακούν οι μαργαρίτες
όμορφες σκέψεις να ζουζουνίζουν
στα φύλλα του αντικρινού
και τα λευκά παπούτσια
άνοιξαν τα φτερά να τρέξουν
κει που το όνειρο ξυπνά
κι ο ήχος γίνεται μια αγκαλιά
Όμορφα που ντύθηκες !
χρειάζεται πολλά
να βγεί με γέλιο ο ήλιος της ψυχής;
Ένα τζιν στο χρώμα του ουρανού
ένα μπλουζάκι άνοιξη
Στις τσέπες της καρδιάς
ουράνιο τόξο αμάραντης γιορτής
ένα τραγούδι στα χείλη
να ακούν οι μαργαρίτες
όμορφες σκέψεις να ζουζουνίζουν
στα φύλλα του αντικρινού
και τα λευκά παπούτσια
άνοιξαν τα φτερά να τρέξουν
κει που το όνειρο ξυπνά
κι ο ήχος γίνεται μια αγκαλιά
Όμορφα που ντύθηκες !
Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020
Όταν μιλάς με ψυχή τραγουδάς ψιθυριστά
Είναι μονάχα δυο τρία κοχύλια φώναξε η Μαριώ
Τίποτε σπουδαίο τόσα έβγαζε η θάλασσα
στο πέρασμά της
Ακόμη κι η άμμος στο ανακάτεμα της
τα έβρισκε να ξαπλώνουν ανάμεσα στην υγρασία
των ματιών της και στη ζεστασιά απ το σώμα της
Τι διαφορετικό είχαν ετούτα και τόσος σαματάς
μη στεγνώσουν στον ήλιο και πάψουν να τραγουδούν;
Για κείνον ειναι μοναδικά
Έριξε στα χέρια του δυο στάλες από το δρόσο του καλοκαιριού τα κράτησε βυζαίνοντας την αύρα της αφήςκι απαλά χόρτασε τα χείλη του στη μυρουδιά τους Στις ρίγες τους μέτρησε τα πουκάμισα των άστρωνφόρεσε τη ματιά του φεγγαριού στο άνοιγμα τους
στο πέρασμά της
Ακόμη κι η άμμος στο ανακάτεμα της
τα έβρισκε να ξαπλώνουν ανάμεσα στην υγρασία
των ματιών της και στη ζεστασιά απ το σώμα της
Τι διαφορετικό είχαν ετούτα και τόσος σαματάς
μη στεγνώσουν στον ήλιο και πάψουν να τραγουδούν;
Για κείνον ειναι μοναδικά
Έριξε στα χέρια του δυο στάλες από το δρόσο του καλοκαιριού τα κράτησε βυζαίνοντας την αύρα της αφήςκι απαλά χόρτασε τα χείλη του στη μυρουδιά τους Στις ρίγες τους μέτρησε τα πουκάμισα των άστρωνφόρεσε τη ματιά του φεγγαριού στο άνοιγμα τους
κι ύστερα απλόχερα χάιδεψε τα αγέννητα μαργαριτάρια τους
Δε θα τα άφηνε να καούν μήτε απ τα μάτια του ήλιου
μήτε απ την αδιαφορία που καρτερούσε να τα χώσει στο δισάκι της .
Τούτα του φέρναν τη μελωδία της θάλασσας του,
σε ένα κομπάκι που έφτανε στα αυτιά του
σαν αστραφτερό λυχνάρι που φώτιζε τα μύχια της ψυχής του
Δε θα τα άφηνε να καούν μήτε απ τα μάτια του ήλιου
μήτε απ την αδιαφορία που καρτερούσε να τα χώσει στο δισάκι της .
Τούτα του φέρναν τη μελωδία της θάλασσας του,
σε ένα κομπάκι που έφτανε στα αυτιά του
σαν αστραφτερό λυχνάρι που φώτιζε τα μύχια της ψυχής του
Ένα στενό σοκάκι που βάδιζε στα αυτιά της να ακούσει
τη φωνή εκείνης . Τα κράτησε στα χέρια της
κι ύστερα απλόχερα του τα χάρισε σαν να ταν φυλαχτό .
Έπλεξε στο διχτάκι του τη μορφή της κι άπλωσε
τα μάτια της να γυαλίζουν τις μέρες τις νύχτες του
στο δικό τους ακρογιάλι .
Εκεί αντάμωναν τα γέλια οι χαρές οι αγκαλιές
τα χάδια και τα φιλιά τους σαν ένα αλωνάρι
που μάζευε την πιο ακριβή σοδειά .
Στο μέτωπο κρατούσε τις μικρές τους έγνοιες
μέχρι να ζεσταθεί το αντάμωμα των γλάρων
Στη μικρή τους σπηλιά γεννιόταν τα θαύματα
ανάβοντας το κερί της μιας φλόγας
στο φιλντισένιο σκάλισμα τους ανάγλυφα
τα σώματα γνώριζαν τα δάχτυλα
ανασαίνοντας σπιθαμή σπιθαμή τα χνώτα τους
Είναι δικά του και δικά τους
και πως να καταλάβει η αδερφή του η Μαριώ
α !! Βιβλίο άγνωστο η ψυχή και τις σελίδες
διαβάζει αυτή κι όσοι αγάπησαν
τα γράμματα κι ένιωσαν το αποτύπωμα
που άφησε να δει .
Μπορείς να δεις τη μια σταλιά ωκεανό να τρέφει;
Μπορείς να ιστορήσεις το πέλαο της αγάπης;
κι ύστερα απλόχερα του τα χάρισε σαν να ταν φυλαχτό .
Έπλεξε στο διχτάκι του τη μορφή της κι άπλωσε
τα μάτια της να γυαλίζουν τις μέρες τις νύχτες του
στο δικό τους ακρογιάλι .
Εκεί αντάμωναν τα γέλια οι χαρές οι αγκαλιές
τα χάδια και τα φιλιά τους σαν ένα αλωνάρι
που μάζευε την πιο ακριβή σοδειά .
Στο μέτωπο κρατούσε τις μικρές τους έγνοιες
μέχρι να ζεσταθεί το αντάμωμα των γλάρων
Στη μικρή τους σπηλιά γεννιόταν τα θαύματα
ανάβοντας το κερί της μιας φλόγας
στο φιλντισένιο σκάλισμα τους ανάγλυφα
τα σώματα γνώριζαν τα δάχτυλα
ανασαίνοντας σπιθαμή σπιθαμή τα χνώτα τους
Είναι δικά του και δικά τους
και πως να καταλάβει η αδερφή του η Μαριώ
α !! Βιβλίο άγνωστο η ψυχή και τις σελίδες
διαβάζει αυτή κι όσοι αγάπησαν
τα γράμματα κι ένιωσαν το αποτύπωμα
που άφησε να δει .
Μπορείς να δεις τη μια σταλιά ωκεανό να τρέφει;
Μπορείς να ιστορήσεις το πέλαο της αγάπης;
Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)