Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020

Ενας απλός άνθρωπος

Ένας απλός ανθρωπος 
Αυτο ήταν αυτό είναι . Μια γυναικα σαν ολες τις αλλες 
Με τις ίδιες αγωνίες τους ίδιους φόβους τις ιδιες αντοχές 
όπως όλες οι γυναίκες. Εργαζόμενη , μητέρα και γιαγια 
Χρόνια έγραφε τις σκέψεις τα ονειρα της τα βουτηματα στους κόλπους της καρδιάς 
κείνα τα ατέλειωτα ψεγάδια της ψυχής της , τύπωνε τα μάτια της σε ένα λευκό χαρτί , κάποιες φορές θολωμένο απ το αγριο του καιρού κάποιες βιολετί φλογέρες 
που ανέμιζαν τα αεναα χρόνια της νιότης με ασπρα σπαρμενα μαλλια . 
Ειχε πεταξει προ πολλου τα πρέπει και τα δήθεν ηταν μια ανοστη τροφή 
δίχως αλάτι και πνοή. Εγραφε για κείνες τις βενταλιες που πρόσμεναν τον ερχομό του δάσους στη λίμνη που πότιζε τα νούφαρα. Λάτρεψε τα ανοιχτόχρωμα χωράφια του ουρανού κι αγάπαγε τόσο μα τόσο τον ανθρωπο. 
Τον έβλεπε σταχυ , γόνιμη γη κι αστροφεγγιά . Γνώρισε και τι δε γνώρισε . Αγιους να κρατάν σπαθιά , παιδιά να τρέφουν τα βουνά , νεραιδες του παραμυθιού να χουν στα χέρια παντιέρες του βυθού κι οι πιο γλυκες ανάσες να πετούν σαν χελιδόνια που γελούν. Κάποτε ο πατέρας της ειχε πει πως μοιάζει ηλιαχτίδα που γέννησε η βροχή . Γνώρισε φιλικά φιλιά που αγναντευουν τον ίσκιο και κιότευει η σκιά . Συνοδοιπόροι ειχε πει και στάζουν τα μάτια της αγάπη και στοργή . Ερωτικούς μπαξέδες ποτίζουν τα αστρα του ουρανού και του ήλιου κατιφέδες . Είδε φωνές να αντιλαλούν στης Σπαρτης τα μπαλκόνια στου Κιλελερ τον ποταμό να στήνουν της Κρήτης τα ασπαρτα βουνά κι οι δροσουλίτες ζεστα να δένουν τα στενά . Ειδε της ιδιας της φωνής της ήχους να κυνηγά το άδικο μες τη φωτιά . Τρανούς , σπουδαίους κοινωνούς να γδέρνουν φύλλα και καπνούς . Ειδε τον έρωτα μουσική και εγραφε νότες με ρόδο πορφυρό απ τη γη . Ενιωσε αγάπη και ζωή να σπέρνουν χρώμα και άνοιξη παντοτινή . Μα για να γίνεις ποιητής θα πρεπε καθως της ειπαν να απαρνηθεις την κάθε σου στιγμή θα ναι να τρέφεις σύννεφα μες της αυλής την κορυφή . Του όλου την αγρύπνια με αλλα μάτια θε να δεις. Μα κείνη δες ποτε δε δηλωσε θαρρω ποιήτρια με ένα κοινό , γλυκός της παρανομαστής ο απόηχος απο ψυχής . Κι οτι την πίκρανε πολύ ηταν κείνο το λευτερο που κλείναν στον καιρό . Τα ποιηματα φανταστηκε πως ειναι αιμοδότες της ψυχής και κράτησε στο στέρνο τους κήπους της ζωής . Κείνος ο τελευταίος στίχος κύκνος της γίνηκε κι αητός να φτερουγίζει στ αγνωστο ζητώντας να καρποφορεί το δέντρο που άνθισε στη γη. Κι οτι εκεινη εχει δει να ναι το γέλιο στο παιδί , ο έρωτας τριανταφυλλου πνοή κι αγάπη ενα στολίδι που κουβαλά τον άνεμο και την πνοή . Μα με τίποτε δε θα άλλαζε την ψυχή κανένας στίχος δε χωρά αν τούτη δε μενει μες στους ήλιους απο καρδιά να τραγουδά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου