Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2020

Εκει που μεγαλώνουν τα σπόρια της άνοιξης

Δεύτερη φορά 
Δεύτερη φορά έπρεπε να αποδείξει σε κείνη πως μπορεί 
Πως εχει δικαίωμα να ζει έτσι όπως εκείνη εννοούσε
το ζω.Με ελεύθερο το ζω όπως ένα λουλούδι ,
όπως το πουλί που ανέμελα ζωγραφίζει πιρουέτες 
στον ουρανό .Δυνατή γυναίκα έτσι έλεγαν οι γύρω της
και οι μπιστικοί κείνοι οι καθρέφτες που την έβλεπαν. 
Μα ο δικός της καθρέφτης; Αυτός ήξερε πως κείνος
την έκανε. Χωρίς άλλη επιλογή.Ονειρευόταν 
μια άλλη ζωή. Με τα γράμματα της στοιβαγμένα
στα στάχυα,το βλέμμα καρφωμένο στον ήλιο 
κι αυτήν την ανάσα κομμένη πάντα στα δυο. 
Τα φύλλα της παπαρούνας και το γάργαρο νερό 
της παντοτινής άνοιξης . Αντλούσε τη δύναμη της 
απ το χορτάρι,από τα δέντρα και από κεινα τα δικά της 
κυπαρίσσια που πια μεγάλωσαν, 
γέννησαν μικρές ριζούλες που ανέμελα γελούσαν . 
Κείνο το γέλιο.Αχ εκείνο το γέλιο ένα τικ τακ
που γύριζε τον κόσμο της .Έτσι και πριν λίγα χρόνια
έκανε το άλμα της . Τίποτε δε λόγιασε παρά μονάχα 
τα χέρια και τα πόδια που βαστούσαν τη γη της 
Φορτώθηκε το βουνό μα λίγο λίγο τρώγοντας το 
νικώντας τα πετρώματα ,λοφίσκο τον έκανε 
να τριγυρίζουν χελώνες και λαγοί .
Οι άνοιξες της κρατούσαν το παιδί να μη μεγαλώσει 
κι εκείνη απλά βύζαινε το βλέμματα να σταθεροποιήσει 
τα βήματα .Σε λίγο έλεγε σε λίγο θα φτάσω 
στο λιβάδι που ανθούν τα μικρά
γεύματα που χορταίνουν αιώνες τη θάλασσα. 
Μα να που ο τροχός πάλι με το ζόρι την ήθελε πίσω 
Μεγάλωσε πια κι έφτανε κοντά σ αυτό που λένε 
ξαποστασι μετά από τόσα χρόνια πρωινού ξυπνήματος ,
την ίδια αρίζωτη θαρρείς στάση του λεωφορείου , 
την καρέκλα του γραφείου της που έπρεπε να υποστεί
πολλές φορές την αγωνία μη κουτσαθεί 
τις προσβολές κείνων που τσέπωναν τον ιδρώτα της
για να γιομίσουν τις τσέπες τους,να ρουφήξουν 
το είναι της για να ψηλώσουν το εγώ τους ,
κείνες τις ατέρμονες μάχες για μια ίδια λέξη με άλλο 
προορισμό δουλεία - δουλειά κι αδούλωτη καθώς ήταν
πόσα κορμιά ζωής μάτωναν μέσα της μα την τελευταία
τους πνοή γεννιόταν απ την αρχή,φυντάνι κι ανέθρεφαν
το μίσχο τους . Να λοιπόν που οι αφενταδες 
και πάλι της έδειχναν την πόρτα του χάους. 
Ξες εκείνη που γελά το αδιέξοδο πιστεύοντας 
πως θα κόψει τα πόδια . Κείνη που σε χορταίνει μίσος 
και καβαλά το άλογο της οργής αυτή που τρώει 
τους πολλούς για να μετρούν οι λίγοι τον αέρα 
που αναπνέεις .Κι ανάλογα τα δικά τους εκατοστά
η περπατησιά των πολλών.Ξεχνώντας όμως 
τις αποδείξεις της πίστωσης και του χρέους 
στο λογαριασμό τους . Κείνη τις πλωρωμες της 
τις έκανε γουλιά γουλιά στο ακροθαλάσσι .
Τις είδε γεννημένες κλωστές στο αδράχτι 
να υφαίνουν χρώματα,τις γευόταν στους τοίχους 
των γκράφιτι ,στη μυρουδιά του ζυμωτού ψωμιού ,
στους σπόρους που μεγάλωναν να χτίσουν το δάσος ,
στα ονείρατα που δεν έφευγαν ποτέ απ το μαξιλάρι της .
Λυγούν οι ιτιές μα δε σπαν. Μέτρησε τους καιρούς 
αντάμωσε τα πολλά της γέμισε τις τσέπες της καρδιάς 
λιόσπορους κι αρμάτωσε στις πλάτες κείνες τις αξίες 
που οι πρωτοδάσκαλοι της φυτέψανε στα στήθια. 
Χτενίζοντας στον καθρέφτη τα μαλλιά της 
κείνος της χαμογελούσε, άλλη μια μάχη της είπε. 
Προχώρα ένα φιλί σε περιμένει να γευτείς το νεράντζι . 
Εκεί που μεγαλώνουν τα σπόρια της άνοιξης ο δρόμος σου.
Μήνυσε στους αφενταδες πως πάει καιρός 
που ο φόβος της φοβήθηκε στα μάτια της
και το βαλε στα πόδια .Κι ότι κερνούσε το φως 
της εξώπορτας το σπιτιού της ήταν ένα πιθάρι 
γεμάτο δεντρολίβανο να μοσχομυρίζει ο τόπος .
Άλλη μια μάχη μουρμούρισε .
Στους ώμους κρεμόταν τόσες γυναίκες , μαύρες , 
άσπρες , κίτρινες που μοσχομύριζαν.
Στα χέρια της εγκυμονούσαν νούφαρα 
αγόρια και κορίτσια.Χρωστούσε στον άνεμο ,
στην αγάπη , στο νιόφερτο φεγγάρι, σε κείνην .
Ο δρόμος μακρύς μα πάντα γεννά ο χειμώνας μιαν άνοιξη 
κι εκείνη η πεταλούδα στο δώμα τι όμορφα 
που έστρωσε το φουρό της στην κουρτίνα!





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου