Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

Εκείνοι που σιωπούν

Πόσα μαθαίνεις απο ένα μικρό καπηλειό
Πάντα του άρεσε να ναι ανάμεσα 
στους μεγάλους ανθρώπους .
Στα κατάλευκα μαλλιά τους ήξερε πως η σοφία φώλιαζε.
Η γευση της ζωής μεγάλωνε κι αντίκριζε το ποτάμι
που αδιάκοπα έτρεχε απο τους πέτρινους μαχαλάδες.
Κείνα τα τσιγκινα κιούπια πόσα βάσανα χώρεσαν 
σε δυό γουλιές κρασί . Και τούτες οι ψάθινες καρέκλες 
έπλεκαν τόσα στρωσίδια να κοιμήσουν ζεστές χαρές 
κι ονείρατα που φώτιζαν λάμπες απ το φεγγάρι.
Τα λόγια τους μετρητά του καιρού κοφτά και σύντομα 
μα αν θυμηθούν κάτι απ τα παλιά απλώνονται 
ιστορήματα που όσα φύλλα και να κρατούν 
σου γλυκαίνουν τόσο την γλώσσα που δε θέλεις 
να τελειώσει μη χαθεί το σιρόπι  απ το νεράντζι.
Τούτη η απλότητα βάδιζε ασύνορα κι αδέσποτα 
μονοπάτια που από παντού γλάστρες βασιλικών μύριζε 
Που λέτε άρχισε ο μπαμπά Μανώλης ειχα γνωρίσει..
( Αφησα το βλέμμα μου στα χείλη του μικρός 
και να φταιρνιστώ ακόμα μη και σπάσω 
τη μυσταγωγία των σοφών)
Ειχα γνωρίσει τον Πέτρο σε ένα μπακάλικο απο κείνα
τα ωραία που τωρα δυσκολα τα βρίσκεις . 
Αμ πρόοδος μπαινεις μεσα σε μεγάλα κουτιά 
μητε που ξες ποιοι ταχουν ποιοι δουλεύουν εκει 
ξένος στους ξένους λες  μια καλημέρα και παιρνεις 
κι αυτα που δε χρειαζονται γιατι ειναι ωραια τα ραφια .
Ασε . Το μπακάλικο που λέτε ήταν δικό του .
Το μαθα πολύ αργότερα που πολυλογάς εγω 
λιγομίλητος αυτός γίναμε φίλοι. 
Καθημερινώς κάθε που η κυρα ήθελε κατι πρόθυμος εγω 
για τον Πέτρο . Τοσο με βούρλιζε η περιέργεια μου
με τούτον που θα εσκανα αν δεν μάθαινα 
για τουτον τον άνθρωπο .
Γλυκομίλητος κι εξυπηρετικός με την ευγένεια του 
αλλα βρε αδερφέ λες και το χει κανει τάμα να πει 
κατι πέρα απο το καλημερα σας πως ειστε ;
κι αφού εγω έπιανα ενα μονολόι μέχρι τον Λευκό Πύργο 
αυτός μονάχα κουνούσε το κεφάλι χαμογελώντας . 
Τι σκάσιμο κι αυτό . Με τα πολλα πάνε έλα ε! ολο 
και πρόσθετε καμιά λέξη . 
Καμιά φορά αφηνε στο βλέμμα του στην καρδιά του
κι έτσι καταλάβαινα το γέλιο και το δάκρυ του .
Μπιστικός του καθώς έγινα άρχισε να μου μιλά . 
Για τους χειμώνες τα καλοκαίρια του τις άνοιξες 
που γέλαγαν σαν παιδιά του κι εκεινα τα φθινοπωρινά του
δέματα που με χρώματα εντυσαν τα πέταλα 
της βροχής του. Μυστικά δεν φανερώνω εγω 
κι οτι μου πε φίλος δε λέω .
Ενα μόνο θα σας πω τουτος ο αμίλητος ειχε έναν 
όμορφο κόσμο που χαίρουμε να τον κοιτώ . 
Κι αν συναντήσετε τέτοιους ανθρώπους με ενα χαμόγελο 
θα σας δουν ή προσπεράστε τους ή αφήστε 
να ακολουθούν το δρόμο τους να φτάσουν 
στην καρδιά σας .Κι απάνου στην τελεία του 
μια ματια τσακίρικη έπαιζε στο τραπέζι . 
Ο Μάρκος με τον Μανώλη αντάλλαγμα 
γελαστών ματιών άλλαζαν . 
Αμε μωρέ Μανώλη για τούτη τη γνωριμιά μιλούσες κι άλλαξες το όνομα; 
Γέλασε ο Μάρκος κι αντικρουσε το ποτήρι του 
με τους φίλους (σιγά μη μιλούσε) 
μα τούτη η φιλιά χρόνια κρατούσε .
Για δες απο που το πήγε που το φερε
για να μιλήσει για το φίλο 
Α !! απάτητα μυαλά που μόνο κανάρια και στέπες ακούν !

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου