Μήτε που τον ένοιαζαν πια
τα τρύπια παπούτσια ή κείνο
το μπλε πουκάμισο που απ του χρόνου
τις βροχές ξεθώριασε το πέρασμα του
Μετρούσε και ξαναμετρούσε τα μπαλώματα
πάνω του και καθένα τους μια γλώσσα είχε .
Πτυχές που από σχολειό μαθαίνανε .
Θυμήθηκε τη πρώτη τσαλακωσιά
καθώς του βροντοφώναξε πως τίποτε δεν κράτησε
Μεγάλη αλήθεια μουρμούρησε ο Νικολής .
Το βιός του το χάρισε ανάμεσα στις κοιλάδες
που με κάθε δώρο του πλήθαιναν τα χαμόγελα
και σε κείνη την όμορφη κυρά που δυο ζαριές
κουβέντες του φόραγε ''προσπάθησε πάλι ''
κι ήταν τόσο ζεστή ετούτη η φορεσιά
που κανείς δρόμος αδιάβατα δεν κοιτούσε.
Είδε τη φορά του ήλιου ανάποδα να γυρνά
κι όπου είχε δύση κρεμόταν η ανατολή .
ήπιε μικρές αλήθειες που δένανε μεγάλο ουρανό
και όγκους από ψέμα να κρύβονται σε μιας σταλιάς
στυφό νερό .Του πανε πως ανέχτηκε κορόιδεμα και προσβολή
μα τούτος στο όνειρο έδενε σχοινί να ακροβατεί σε ενός τρελού
το βλέμμα με κοριτσίστικη φωνή που μέσα απ τις πλεξούδες
το μήνυμα έψαχνε να βρει .
Δυο μέτρα τα μποστάνια τρεις ρούγες απ της φοβέρας το σκαμνί
μα κείνη η άνοιξη που αργεί γλυκό φιλί θα φέρει
πετμέζι από πραγματική ζωή .
Του λεγαν πως το εικόνισμα θέλει γονατισιά κι υποταγή
μα κείνος ο ένας του θεός μίλαγε σαν αντάρτης κι άνθρωπος ήτανε σταυρός .
Τι να χει πια να φοβηθεί καρφώσαν αστερίες κι έμεινε η άμμος ορφανή .
Του κόσμου οι κοινωνίες κρασί ξινό έχουν γευτεί
Φόρτωσε στο δισάκι του λίγο ψωμί κι ελιά μα σε τούτο τον αέρα
κανείς δε μπαίνει φράγμα στα στήθια του για να περνά .
Ένα σκαλί ακόμη και θα φτανε στη φυλλωσιά .
Απ το χαγιάτι φάνηκε η Μαρία να του ζεσταίνει χυλό από αγάπη
κι ένα της φιλί διάβαζε μεσημέρι της νύχτας άρπα και βιολί .
Μέτρα τι μου κλεψες ζωή κι ύστερα δες πως ότι πιο πολύτιμο
φύλακας γίνηκε η ψυχή κι ασπίδες που σπασαν τα ακόντια σου
σε μιας δροσοσταλιάς στιγμή που μύρισε το δίκιο κι έκανε όπλο
αέναο από αγέραστη πηγή .
Αχ βρε Μαρία το γέλιο σου ένα φυλαχτό κι εγώ μικρός στρατιώτης
που απάνω μου φορώ!
τα τρύπια παπούτσια ή κείνο
το μπλε πουκάμισο που απ του χρόνου
τις βροχές ξεθώριασε το πέρασμα του
Μετρούσε και ξαναμετρούσε τα μπαλώματα
πάνω του και καθένα τους μια γλώσσα είχε .
Πτυχές που από σχολειό μαθαίνανε .
Θυμήθηκε τη πρώτη τσαλακωσιά
καθώς του βροντοφώναξε πως τίποτε δεν κράτησε
Μεγάλη αλήθεια μουρμούρησε ο Νικολής .
Το βιός του το χάρισε ανάμεσα στις κοιλάδες
που με κάθε δώρο του πλήθαιναν τα χαμόγελα
και σε κείνη την όμορφη κυρά που δυο ζαριές
κουβέντες του φόραγε ''προσπάθησε πάλι ''
κι ήταν τόσο ζεστή ετούτη η φορεσιά
που κανείς δρόμος αδιάβατα δεν κοιτούσε.
Είδε τη φορά του ήλιου ανάποδα να γυρνά
κι όπου είχε δύση κρεμόταν η ανατολή .
ήπιε μικρές αλήθειες που δένανε μεγάλο ουρανό
και όγκους από ψέμα να κρύβονται σε μιας σταλιάς
στυφό νερό .Του πανε πως ανέχτηκε κορόιδεμα και προσβολή
μα τούτος στο όνειρο έδενε σχοινί να ακροβατεί σε ενός τρελού
το βλέμμα με κοριτσίστικη φωνή που μέσα απ τις πλεξούδες
το μήνυμα έψαχνε να βρει .
Δυο μέτρα τα μποστάνια τρεις ρούγες απ της φοβέρας το σκαμνί
μα κείνη η άνοιξη που αργεί γλυκό φιλί θα φέρει
πετμέζι από πραγματική ζωή .
Του λεγαν πως το εικόνισμα θέλει γονατισιά κι υποταγή
μα κείνος ο ένας του θεός μίλαγε σαν αντάρτης κι άνθρωπος ήτανε σταυρός .
Τι να χει πια να φοβηθεί καρφώσαν αστερίες κι έμεινε η άμμος ορφανή .
Του κόσμου οι κοινωνίες κρασί ξινό έχουν γευτεί
Φόρτωσε στο δισάκι του λίγο ψωμί κι ελιά μα σε τούτο τον αέρα
κανείς δε μπαίνει φράγμα στα στήθια του για να περνά .
Ένα σκαλί ακόμη και θα φτανε στη φυλλωσιά .
Απ το χαγιάτι φάνηκε η Μαρία να του ζεσταίνει χυλό από αγάπη
κι ένα της φιλί διάβαζε μεσημέρι της νύχτας άρπα και βιολί .
Μέτρα τι μου κλεψες ζωή κι ύστερα δες πως ότι πιο πολύτιμο
φύλακας γίνηκε η ψυχή κι ασπίδες που σπασαν τα ακόντια σου
σε μιας δροσοσταλιάς στιγμή που μύρισε το δίκιο κι έκανε όπλο
αέναο από αγέραστη πηγή .
Αχ βρε Μαρία το γέλιο σου ένα φυλαχτό κι εγώ μικρός στρατιώτης
που απάνω μου φορώ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου