Περασμένες τρεις . Απομεσήμερο πια
σιγά σιγά άρχισε να μαζεύει την πραμάτεια του
απ τον πάγκο.
Για σήμερα θα έκλεινε η μέρα στα κεπέγκια
φορτώνοντας άλλη μια δόση χάρτινου μποναμά λειψή.
Ήταν που βλέπεις κείνα τα αλμυρά τόσο δεμένα
στη ζωή του ήταν που η λέξη μπακαλόγατος
μύριζε στην ψαριά θαρρείς κι από λιβάδι
παπαρούνας είχε κοπεί .
Ά μωρέ Γιωργή τι το κρατάς ακόμη ετούτο το ρημάδι
του λεγε ο Μηνάς . Δώστο να πάρει η ευχή
να ησυχάσεις του μήναγε η Μάγδα .
Φίλοι καλοί της γειτονιάς
που χρόνια τώρα χόρευαν τις μέρες παρέα .
Κι ήταν φορές που κι ίδια του η σκέψη θυμώνοντας του μιλούσε
'' Ένας χρόνος έμεινε δω στο πια το μπακάλικο .
Τα χρόνια που γελούσαν οι τσέπες ,έχουν κρατήσει
το μπόι τους για τα δύσκολα ,δος το λοιπόν να ξενoιάσεις ''
μα σαν ξημέρωνε πάλι στα ρούχα του έμπαινε
να σηκώσει τα στόρια της καινούργιας μέρας .
Να ταν το ταμάχι που τον κρατούσε;
Μπααα ανοιχτοχέρης ο Αντώνης γλεντζές
κι άνθρωπος με καλοσύνη . Δε το λογάριαζε το χρήμα τόσο.
Μα σαν τον ρωτούσαν κείνος τους έλεγε
πως η λακέρδα του ακόμη του μιλά.
Ο παστουρμάς του ,τραγούδι του λεγε φτιαγμένο απ το Ικόνιο
κι ύστερα μια φέτα ζυμωτό ψωμί του ζέσταινε τα χέρια .
Γενιά σε γενιά τούτη η τρύπα.
Πρώτος ο κυρ Νίκος ο παππούς απ τα άγια χώματα ,
μετά ο κυρ Παύλος ο πατέρας μισός Ικονιάτης μισός Σμυρνιός .
Και τούτη η πόλη μωρέ που γεννήθηκε η Σαλονίκη
μισή προσφυγιά κουβαλά . 'Όταν ζορίζονταν ο Αντώνης άνοιγε
μια μπουκάλα αργιάνι να πιει κι όλα τα φαρμάκια φεύγαν στον πάτο .
Του το μαθε ο παππούς πως τούτο το πιοτί τα σωθικά δροσίζει .
Καμιά φορά έστρωνε το μικρό ξύλινο τραπέζι
και με ένα πρόχειρο πιάτο φίλευε τους γειτόνους .
Πολίτικα καμώματα . Λίγος καβουρμάς , λακέρδα η σκουμπρί
και πάντα η μοσχοβολιστή ελιά έσερνε
ένα ποτήρι τσίπουρο στην ψίχα της χούφτας.
Μισός ρωμιός μισός τουρκόσπορος . Ολάκερος άνθρωπος
Πως να το κλεινε το ρημάδι που του λέγαν
δύσκολο να αποχωριστείς απ τη γέννα που κουβαλάς .
Μονάχα τούτη η βελονιά που έμελλε να ράβει τη ζωή του
καταλάβαινε . Η κυρά των ο ματιών του .
Η Ζάσυ ήταν παιδί μιας άλλης προσφυγιάς .
Φερμένη απ τη Σόφια στα δώδεκα της χρόνια .
Σαλονικιώτικα μεγάλωσε μα πως της μύριζε ακόμη
το πλακόστρωτο που σπούδαζε τα μικράτα της .
Μην τους ακούς Αντώνη μου μονάχα όταν θελήσεις
να ξεκουράσεις τη ζωή δώσε στο αλισβερίσι χώρο για να διαβεί .
Και τούτος κόρδωνε διπλά γιατί στο πλάι τους
καμάρωνε με χρώματα η συντροφιά .
Κατέβασε τα κεπέγκια μονολογώντας ..
Αύριο , αύριο μόλις χαράξει θα σεργιανίσω στην αυλή
και όπου κι αν βρεθώ τίποτε πιο όμορφο
απ το σπίτι μου το πατρικό .
Θα το καρφώσω στο γιακά σαν πέταλο ακριβό
κι ύστερα θα σας διηγηθώ φίλοι μου καλοί
πως της προσφυγιάς το κόσμημα γίνεται αθάνατο φιλί
κι ανάβει σαν το άστρο που όπου περνά ροδίζει η χαραυγή
κι όπου κι αν πας όπου μετράς το αγέρι του θα κουβαλάς !
σιγά σιγά άρχισε να μαζεύει την πραμάτεια του
απ τον πάγκο.
Για σήμερα θα έκλεινε η μέρα στα κεπέγκια
φορτώνοντας άλλη μια δόση χάρτινου μποναμά λειψή.
Ήταν που βλέπεις κείνα τα αλμυρά τόσο δεμένα
στη ζωή του ήταν που η λέξη μπακαλόγατος
μύριζε στην ψαριά θαρρείς κι από λιβάδι
παπαρούνας είχε κοπεί .
Ά μωρέ Γιωργή τι το κρατάς ακόμη ετούτο το ρημάδι
του λεγε ο Μηνάς . Δώστο να πάρει η ευχή
να ησυχάσεις του μήναγε η Μάγδα .
Φίλοι καλοί της γειτονιάς
που χρόνια τώρα χόρευαν τις μέρες παρέα .
Κι ήταν φορές που κι ίδια του η σκέψη θυμώνοντας του μιλούσε
'' Ένας χρόνος έμεινε δω στο πια το μπακάλικο .
Τα χρόνια που γελούσαν οι τσέπες ,έχουν κρατήσει
το μπόι τους για τα δύσκολα ,δος το λοιπόν να ξενoιάσεις ''
μα σαν ξημέρωνε πάλι στα ρούχα του έμπαινε
να σηκώσει τα στόρια της καινούργιας μέρας .
Να ταν το ταμάχι που τον κρατούσε;
Μπααα ανοιχτοχέρης ο Αντώνης γλεντζές
κι άνθρωπος με καλοσύνη . Δε το λογάριαζε το χρήμα τόσο.
Μα σαν τον ρωτούσαν κείνος τους έλεγε
πως η λακέρδα του ακόμη του μιλά.
Ο παστουρμάς του ,τραγούδι του λεγε φτιαγμένο απ το Ικόνιο
κι ύστερα μια φέτα ζυμωτό ψωμί του ζέσταινε τα χέρια .
Γενιά σε γενιά τούτη η τρύπα.
Πρώτος ο κυρ Νίκος ο παππούς απ τα άγια χώματα ,
μετά ο κυρ Παύλος ο πατέρας μισός Ικονιάτης μισός Σμυρνιός .
Και τούτη η πόλη μωρέ που γεννήθηκε η Σαλονίκη
μισή προσφυγιά κουβαλά . 'Όταν ζορίζονταν ο Αντώνης άνοιγε
μια μπουκάλα αργιάνι να πιει κι όλα τα φαρμάκια φεύγαν στον πάτο .
Του το μαθε ο παππούς πως τούτο το πιοτί τα σωθικά δροσίζει .
Καμιά φορά έστρωνε το μικρό ξύλινο τραπέζι
και με ένα πρόχειρο πιάτο φίλευε τους γειτόνους .
Πολίτικα καμώματα . Λίγος καβουρμάς , λακέρδα η σκουμπρί
και πάντα η μοσχοβολιστή ελιά έσερνε
ένα ποτήρι τσίπουρο στην ψίχα της χούφτας.
Μισός ρωμιός μισός τουρκόσπορος . Ολάκερος άνθρωπος
Πως να το κλεινε το ρημάδι που του λέγαν
δύσκολο να αποχωριστείς απ τη γέννα που κουβαλάς .
Μονάχα τούτη η βελονιά που έμελλε να ράβει τη ζωή του
καταλάβαινε . Η κυρά των ο ματιών του .
Η Ζάσυ ήταν παιδί μιας άλλης προσφυγιάς .
Φερμένη απ τη Σόφια στα δώδεκα της χρόνια .
Σαλονικιώτικα μεγάλωσε μα πως της μύριζε ακόμη
το πλακόστρωτο που σπούδαζε τα μικράτα της .
Μην τους ακούς Αντώνη μου μονάχα όταν θελήσεις
να ξεκουράσεις τη ζωή δώσε στο αλισβερίσι χώρο για να διαβεί .
Και τούτος κόρδωνε διπλά γιατί στο πλάι τους
καμάρωνε με χρώματα η συντροφιά .
Κατέβασε τα κεπέγκια μονολογώντας ..
Αύριο , αύριο μόλις χαράξει θα σεργιανίσω στην αυλή
και όπου κι αν βρεθώ τίποτε πιο όμορφο
απ το σπίτι μου το πατρικό .
Θα το καρφώσω στο γιακά σαν πέταλο ακριβό
κι ύστερα θα σας διηγηθώ φίλοι μου καλοί
πως της προσφυγιάς το κόσμημα γίνεται αθάνατο φιλί
κι ανάβει σαν το άστρο που όπου περνά ροδίζει η χαραυγή
κι όπου κι αν πας όπου μετράς το αγέρι του θα κουβαλάς !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου