Κι από όπου και να κοιτούσα
ήξερα το μονοπάτι
που θα έφτανα στα ματια σου
Τον μεγάλο σου κήπο , χωρίς ντροπές
δίχως αδιάφορα δήθεν
Εκεί που παίζουν ακόμη κουτσο οι μεγάλοι
σαν γίνονται παιδια
Στο υφος της γλυκιάς νεραΐδας
που μεγαλώνει χέρια κουπιά
στη φούστα της θαλασσας
Μονόδρομος
το βλέμμα σου στα βλέφαρα μου
Στο γαλάζιο σου φως
απ το λημέρι του σκοταδιού
εκεί που τα συκα συκα λέγονταν
κι η σκάφη σκάφη κατά πως λεει ο ποιητής
Γεμάτο φόβο χωρίς το κάλπικο του άφοβου
Γεματα τόλμη
στη μυρωδιά του φρέσκου βασιλικού
Στη γευση του πικραμύγδαλου
με κόκκινα κερασένια χείλη
Κει που το χάδι
χορεύει στην πλάτη του σίδερου
Σφυρηλατεί το αμόνι
στο ακουσμα της φλογέρας
κι αφήνει το γλυπτό του
στα φτερά μιας πεταλούδας
Σε τούτο το νησί αφέθηκα ερημίτης
στο ξάγναντο
να κουβεντιάζω της ακρογιαλιάς
κι απόκριση
να βρίσκω στον ηχο της καρδιάς
Τούτο το αντάμωμα
ζεστά τυλίγει τη ψυχή μου
Και τι πιότερο
απ το να μεγαλώνεις μέσα μου
την ωρα που μικραίνει ο κόσμος
τι πιο δυνατό από κεινο που ζει
φευγάτο από την ύπαρξη
Κείνο που η δυση γνωρίζει την ανατολή
με ένα μόνο της φιλί !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου