Άνοιγε τα χείλη της κι εγώ κρεμόμουν
επάνω τους λες και θα έκλεβα τις εικόνες
που μου έδειχναν να της κρύψω εκεί βαθιά
στα δικά μου νερά που ακόμα φυσαλίδες πετούσαν .
Αχ γιαβρί μου .. να έβλεπες τα κιούπια
που φύτρωναν οι τριανταφυλλιές
σαν ένας στρατός από χρώματα
που πέρναγε από αυλή σε αυλή.
Ο παππούς σου καμάρωνε που στο δικό του τοίχο,
μεγάλωναν οι μπουκαμβίλιες και κείνες του Ιμπραημ
είχανε μείνει κοντούλες .
Τον πείραζε λέγοντας τον ακούν Ελληνικά για αυτό
επάνω τους λες και θα έκλεβα τις εικόνες
που μου έδειχναν να της κρύψω εκεί βαθιά
στα δικά μου νερά που ακόμα φυσαλίδες πετούσαν .
Αχ γιαβρί μου .. να έβλεπες τα κιούπια
που φύτρωναν οι τριανταφυλλιές
σαν ένας στρατός από χρώματα
που πέρναγε από αυλή σε αυλή.
Ο παππούς σου καμάρωνε που στο δικό του τοίχο,
μεγάλωναν οι μπουκαμβίλιες και κείνες του Ιμπραημ
είχανε μείνει κοντούλες .
Τον πείραζε λέγοντας τον ακούν Ελληνικά για αυτό
Τούτες μιλούσαν του ουρανού
κι εκεινος τη ζεστασιά μοίραζε .
κι εκεινος τη ζεστασιά μοίραζε .
Μαζευαν μελισσες να αρχινίσουν το λακιρντί
της γειτονιάς κι υστερα να πιασουν να κεντήσουν
το ριχτάρι της κηρήθρας να χει το μέλι του
ο χειμώνας . Τι όμορφη που ήταν η αυλή μας ..
τίποτε δε χώριζε τα δικά μου παιδιά
από κείνα των άλλων .
Το ζυμωτό ψωμί στα δύό κι η μαύρη ελιά
φάνταζε όμορφος πλούτος στο πιάτο
της ντοματοσαλάτας .Τζιγέρι μου ..αχ να σουν εκεί.
Θα φόρτωνες τα νερά του Βόσπορου στα μάτια σου
κι εκεινα θα τρέχαν να δροσίσουν τα πόδια σου
φιλώντας το χώμα της πατρίδας .
Πόσες φορές μπερδεύονταν στρώνοντας το τραπέζι,
φωνάζοντας μου κουζούμ ,εκμεκ ..
ψωμί γιαγιά ψωμί της απαντούσα
σαν άλλος διορθωτής της γλώσσας .
Αει γιαβρίμ ψωμί, εκμεκ την ίδια ψίχα μασάνε .
Σοφή μου γιαγιά πως η αγκαλιά σου ακόμα
και σήμερα ζεσταίνει της πλάτες μου πλεκτή ζακέτα
της μνήμης που πάνω μου την φορώ,
μύρο και φυλαχτό κι απ τις κλωστές της
τραβώ τη ζεστασια να γραψω ενα τραγουδι
να δω γελια και στόματα να ανθούν,
μερακια και αγκαλιές να μοιραστουν
στις στέγες ολων των σπιτιών φωλιές χελιδονιών !
της γειτονιάς κι υστερα να πιασουν να κεντήσουν
το ριχτάρι της κηρήθρας να χει το μέλι του
ο χειμώνας . Τι όμορφη που ήταν η αυλή μας ..
τίποτε δε χώριζε τα δικά μου παιδιά
από κείνα των άλλων .
Το ζυμωτό ψωμί στα δύό κι η μαύρη ελιά
φάνταζε όμορφος πλούτος στο πιάτο
της ντοματοσαλάτας .Τζιγέρι μου ..αχ να σουν εκεί.
Θα φόρτωνες τα νερά του Βόσπορου στα μάτια σου
κι εκεινα θα τρέχαν να δροσίσουν τα πόδια σου
φιλώντας το χώμα της πατρίδας .
Πόσες φορές μπερδεύονταν στρώνοντας το τραπέζι,
φωνάζοντας μου κουζούμ ,εκμεκ ..
ψωμί γιαγιά ψωμί της απαντούσα
σαν άλλος διορθωτής της γλώσσας .
Αει γιαβρίμ ψωμί, εκμεκ την ίδια ψίχα μασάνε .
Σοφή μου γιαγιά πως η αγκαλιά σου ακόμα
και σήμερα ζεσταίνει της πλάτες μου πλεκτή ζακέτα
της μνήμης που πάνω μου την φορώ,
μύρο και φυλαχτό κι απ τις κλωστές της
τραβώ τη ζεστασια να γραψω ενα τραγουδι
να δω γελια και στόματα να ανθούν,
μερακια και αγκαλιές να μοιραστουν
στις στέγες ολων των σπιτιών φωλιές χελιδονιών !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου