Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

Πρωταπριλιά στου μπαρμπα θωμα

Πόσο του άρεσε τούτο το μικρό καφενεδάκι 
ακόμη απ την εξώπορτα άκουγες να χτυπά 
το γέλιο , οι διαξιφισμοί κείνες οι ανάσες 
που σαν άπλωναν τα γκέμια τους πάνω σου 
λαχταρούσαν τούτο το ακόμα λίγο να σε τραβά 
απ το μανίκι να αφήσει στις χούφτες λιόσπορους 
γνώσης να χεις στις τσέπες για το δρόμο.
Κυριακή σήμερα κι ανέμελα σφύριζε ο ήλιος 
Τα βήματα του Φάνη γνώριμα πια σβούριζαν 
σε τούτο το μικρό σχολαρχείο που έπλεκε τις κουβέντες .
Πρώτος τον ειδε ο Γιακουμής . Καλώς το λεβέντη 
Γέλασε ο Φανης με τουτο το προσωνύμιο 
Άρπαξε απ το μπράτσο μια θρονιά και βόλεψε 

το κορμί στη ζεστασια της παρέας .
Πρωταπριλιά σήμερα μη γελαστείτε φώναξε ο Θωμάς 
Α!!! μωρε παιδιά τι μου θυμίσατε τωρα 
Μια ιστορία θα σας πω απο τότες που η μάνα έλεγε 
πως ξεγελά ο Απρίλης κι απ τα καμώματα του κανεις 
δε γλυτώνει . Ήμουν δεν ήμουν δεκάξι αμούστακο 
πετεινάρι που γυρευε να κυβερνήσει τον κόσμο.
Πρωι πρωταπριλιάς κι ο Δημητρός γυρεψε να πάμε 

μια βόλτα στο πέτρινο δασος . 
Σκιαζόμουν λίγο δε λέω μα που να το πεις 
τ αντριλίκι μωρε το πνίγεις; 

Οχι πως ο Δημητρός θέριευε τα παπούτσια του,
τόσο κοντα στα δικά μου πήγαιναν που καμιά φορά 
μπερδευαν τα πόδια . 
Μα πιο δυνατή η περιέργεια της νιότης. 
Κι οι δυό ψάχναμε χνάρια να πατήσουμε πάνω 
για τη σιγουριά μας . Τούτος ο τόπος εμοιαζε λες 
και ξεχασμενος πίνακας ήταν που χε μείνει μονάχα στο σκίτσο .
Μα να πεισματικά οι ρίζες του άπλωναν 

κι απ τις μισοφαγωμένες πέτρες πετιόταν κατι φύλλα
που μύριζαν χλωρά ποτάμια .
Μην πας πιο πέρα λένε πως στοιχειώνει μια νεράιδα 

το ρυάκι κι αυτό αρχιζει το τραγούδι . Αν το ακούσεις
μαγεμένος θα στέκεις μια ζωή μου μήνυσε ο Δημητρός
Μείνε εδω του ειπα θα σε φωνάξω αν χρειαστεί 
Μα πως ήθελα να δω ετούτη την νεραιδα .

Άρπαξα ένα τσαλί λες και θα τρόμαζα τον ίσκιο της 
και προχώρησα . Το πόδι μου πέρασε πηδώντας 
ενας μικρός σκιουρος που έτρεχε να προφτάσει 
τα βελανίδια που τίναζε το ψηλό δέντρο . 
Τα πουλιά μύριζαν το δρόμο μου κι ουτε μια σταλιά
στιγμή δε μ άφησαν απ τα μάτια τους .
Σε λίγο συνάντησα μια μικρή γειτονιά που γέμιζε 
βασιλικό και δυόσμο.Ο κόσμος της μικρά φυντάνια 
ήταν που μουρμούριζαν , χορευαν ,ψηλώναν 
στις κορυφές , σαν νεογνά γεννούσαν μες το χώμα ,
φανέρωναν χαρές κι αγκάλιαζαν βροχές .
Διέκοψε την αφήγηση του ο Πέτρος ..Κι εσυ μωρε

που τα ειδες ολα αυτα στο ερημοχώρι του πέτρινου 
δάσους; αμάν αδερφέ μου το ψέμα σου 
Κάτσε ντε εχει κι άλλο απάντησε ο Θωμάς και συνέχισε .
Κει που περίμενα να δω πότε θα σταματήσουν 

να ρωτήσω που μένει η νεραιδα , με θάμπωσε 
ένα φως τόσο δυνατό που με σκουντουσε 
να χωρέσει μέσα μου.Πανέμορφη ψηλή γυναίκα .
Ο κόρφος της δυο λόφοι ανεμώνες , 
τα μάτια της μια θαλασσα , τα μαλλια της στολίσματα
απο ηλιοβασίλεμα . Φορουσε το μακρύ φόρεμα 
της ανοιξης ,ξυπόλητη πλεοντας στα νερά της .
Κι αλήθεια τραγούδησε το ρυάκι . 
Την κοίταξα για λίγο κι ύστερα σαν ηλιαχτίδα 
χάθηκε ζεσταινοντας το στερνο μου 
Ειχα δει ολα οσα ήθελα κι ετσι έτρεξα 
πίσω να βρω το Δημητρό . Ξαπλωμένος στον ισκιο
της βελανιδιάς με περίμενε .
Άρχισα να του ιστορώ κι αυτο και κεινο και τ αλλο .
Πότε πρόλαβες μωρε μου λεει δεκα λεπτα έλειψες 

αντε πάμε να φύγουμε να γυρίσουμε σπίτι 
κοιμήσου να δεις κι αλλο όνειρο .
Στεναχωρέθηκα που δεν με πίστευε .
Μονάχα η μάνα όταν της τα ιστόρισα γέλασε .

Α!! γιέ μου σε γέλασε σε έστειλε τόσο μακριά 
ο Απρίλης να δεις κατι που εχεις μέσα σου . 
Αγάπη τη λένε γιέ μου. Κι αυτή τη βλέπει μονάχα
οποιος αγαπά . Θα ρθει κι η σειρα του Δημητρού 
μη στεναχωριέσαι . 
Αμίλητοι μείναμε όλοι οι συνειρμοί φώλιαζαν

στις ψυχές 
Για πες τε τώρα αλήθεια ή ψέμα; μουρμούρησε

ο Θωμάς κουβαλώντας στο τραπέζι μια καράφα κρασί 
και γεμίζοντας τα ποτήρια .
Γειά μας βρε παιδιά πάντα η νεραιδα να μας χαμογελά !


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου