Περνάνε μολυβένιες ώρες
κι οι στάχτες άγρια κοχλάζουν
σε πέτρινο κι άδειο τσουκάλι
σεργιάνι κάνουν φωτιά και μπόρες
κοιμίζουν οι καπνοί τον ήλιο
μέσα στην κούνια του προκρούστη
πνίγονται στα λιμάνια ελπίδες
σε καταχνιάς πικρό βασίλειο
Κι εσύ που ανήμπορος κοιτάζεις
κομμένα χέρια σε προστάζουν
να σπάσεις του άθεου τη μέρα
δίχως μια στάλα να δειλιάζεις
βρήκες το δρόμο που σε βγάζει
στης επανάληψης το ίδιο σπίτι
ζωής πληρώνεις ξένο νοίκι
με έναν ψίθυρο που όχι στενάζει
Μέτρα το μίλι ηλιαχτίδας στην κορυφή δοξάρι
ντύσου του Ρίτσου περήφανη φωνή
προσκυνητάρι σου ο Γκάτσος
γερά να δένει του θάρρους το ζωνάρι
δέσε το δάκρυ σε μια νότα να ακουστεί
χρέος στου επαναστάτη το κρεβάτι
το παιδικό το γέλιο να βγαίνει από πηγή
κι αν άδειασαν οι χρόνοι είναι γεμάτη η ψυχή!
κι οι στάχτες άγρια κοχλάζουν
σε πέτρινο κι άδειο τσουκάλι
σεργιάνι κάνουν φωτιά και μπόρες
κοιμίζουν οι καπνοί τον ήλιο
μέσα στην κούνια του προκρούστη
πνίγονται στα λιμάνια ελπίδες
σε καταχνιάς πικρό βασίλειο
Κι εσύ που ανήμπορος κοιτάζεις
κομμένα χέρια σε προστάζουν
να σπάσεις του άθεου τη μέρα
δίχως μια στάλα να δειλιάζεις
βρήκες το δρόμο που σε βγάζει
στης επανάληψης το ίδιο σπίτι
ζωής πληρώνεις ξένο νοίκι
με έναν ψίθυρο που όχι στενάζει
Μέτρα το μίλι ηλιαχτίδας στην κορυφή δοξάρι
ντύσου του Ρίτσου περήφανη φωνή
προσκυνητάρι σου ο Γκάτσος
γερά να δένει του θάρρους το ζωνάρι
δέσε το δάκρυ σε μια νότα να ακουστεί
χρέος στου επαναστάτη το κρεβάτι
το παιδικό το γέλιο να βγαίνει από πηγή
κι αν άδειασαν οι χρόνοι είναι γεμάτη η ψυχή!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου