Κι όλα έχουν ένα τρόπο και έναν κόπο
Άνθρωποι στήνουν τις γκιλοτίνες άνθρωποι
και τα κλαριά που ξεφεύγουν τις παγίδες .
Συνάντησα εκείνον με τα ψηλά ρεβέρ
Στα χερια του κρατούσε ανεμώνες
και διάσπαρτες φιγούρες
Άνθιζαν και μαραίνονταν οι τριανταφυλλιές
κι εκείνος πιστός στον κόπο το χώμα κοίταγε,
Με ματια γυμνά δακρυσμένα από τον ήλιο
το βλέμμα του ψαρι
που σπαρταρούσε στον ωκεανό
κι η μόνη σανίδα
αυτό που κουβαλά στα σπλάχνα .
Λίγο από παιδί λιγο από αστρο λίγο από ρυτίδα
που στιγμάτιζε το μισό χαμόγελό του .
Τον είδα να μιλά με το στόμα του φεγγαριού ,
να περνά τις συμπληγάδες
και οι Κιρκες του μικρές περγαμηνές
που στοίχειωναν την πρώτη ανάσα του
Θαύμασα τις μικρές ακρογιαλιές ,
τα μικρά του σοκάκια
που στο πέτο του
κρέμονταν γεννημένα γαρύφαλλα
Κόκκινα της ζωής και της φωτιάς .
Τούτη η φωνή πως έδεσε στα σπλάχνα μου
μοναχα με τη πρωτιά της αιώνιας νιότης .
Θα περάσουμε ; με ρώτησε
Θα περάσουμε το ποτάμι;
Του έδωσα τα χερια κι είπα ναι
κι ας μην ξέρουμε που είναι η στεριά
Αυτό που ψάχνουμε
μια ώριμη στεριά να μας κρατήσει
σαν δυο σταγόνες στον ωκεανό
Κι εχει ένα ωραίο φίλημα
η γεύση του ονείρου !