Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

Σκιαγραφήματα


Απομεσήμερο πια και το τραπέζι είχε
ξαναβάλει στη ράχη του το μπλε τραπεζομάντηλο
που κράταγε στη μέση του ένα βάζο 
με λίγες ανεμώνες . Οι έγνοιες ξαπόσταιναν 
κι ο γαλανός άπλετα βάδιζε μπρος της
Η Μυρσίνη έβαλε μια κούπα καφέ κι απολάμβανε 
τον ήλιο που σήμερα κρατούσε στα χέρια του 
μια ανοιξιάτικη μέρα .
Ο αντικρινός κήπος άπλωνε τα φύλλα της γαζίας
και πως μέσα στα πόδια ένας χορός των φύλλων
ξεκινούσε το απαλό του σεργιάνι.
Ώρα σιωπής και κείνη μέσα της τόσα τραγούδια
άκουγε. Ράγισε το βλέμμα της ακούγοντας 
πάλι τις φωνές τους .
Το ίδιο πάλι κακογραμμένο τραγούδι χωρίς νότες.
Οι αιτίες τόσο μικρές ..το πιρούνι που δεν ήταν 
στη θέση του, η καρέκλα που δεν ήταν 
στο παράθυρο ..αιτίες χωρίς αιτία
Ένα αλυσιδωτό πριόνι από βρισιές ,προσβολές
λόγια που έκοβαν τη σπορά της ομορφιάς 
και έσπερναν σάπιους κόκκους ασχήμιας.
Εκείνη τραπεζικός υπάλληλος 
εκείνος αρθρογράφος σε κάποιο περιοδικό. 
Οι λέξεις έτρεχαν να βιάσουν την ψυχή της
να σκίσουν την σάρκα της σαν κουρελόχαρτο .
Μέσα απ το παραλήρημα του σέρνονταν 
και κάποια σ αγαπώ, κι εκείνη εκλιπαρούσε 
με το στόμα ΄΄ σε παρακαλώ σταμάτα ΄΄
Κράτησε την κούπα της σφιχτά 
σαν να θελε να πνίξει τα λόγια τους
Δεν ήξερε τι υπερτερούσε περισσότερο 
μέσα της η οργή ή η λύπη ;
Οι σκέψεις ανυπότακτες έπιασαν την πένα
κι άρχισαν να σκιαγραφούν τα χείλη του
που σίγουρα κάποτε της είπαν σ αγαπώ
πώς να ταν άραγε ; 
τι σχήμα έχει η αγάπη χωρίς σεβασμό ;
ποια τελεία θα δήλωνε τον θαυμασμό του;
πως ενώνονται τα δύο μισοφέγγαρα 
της ψυχής όταν κομματιάζεται το ένα;
που σταματούσε το δάκρυ που έπεφτε
 σε άδεια χούφτα;
Η μυτερή μπαλαρίνα που χόρευε 
στο ντύμα
της πένας ,έχασε τον προσανατολισμό της
μπερδεύτηκε στα διπλωμένα βήματα 
των ερωτηματικών .Τι αγαπούσε ; 
ποιόν αγαπούσε; γιατί αγαπούσε; 
κι αν όχι γιατί της είπε σ αγαπώ;
Όχι δεν μπορούσε να συνεχίσει .
Στήθηκε στα πόδια της κι είπε να γράψει 
για κείνη. Άρχισε πάλι τους κύκλους ψάχνοντας ,
πόσο την τρόμαξε η ματιά της .
έμοιαζε με μια κηλίδα που πνίγονταν 
σε κόμπο από σεντόνι .
Ξεστρατισμένη μια σκέψη άρχισε να μιλά 
για την απόφαση της .Πήρε πολύχρωμες μπογιές
κι άρχισε να ζωγραφίζει άστρα .
Ξαφνικά ένιωσε την επιθυμία να του μιλήσει
Άκουσε τη φωνή της να ξεστρατίζει 
χωρίς κανένα δισταγμό.
Κύριε Βασίλη μπορώ να σας απασχολήσω λίγο;
Συνοφρυωμένος αλλά με σταθερή φωνή 
απάντησε ένα ξερό ..ναι. Έπιασε την κόλλα
με τα γράμματα και του την έδωσε .
Μπορείτε να ρίξετε μια ματιά στο γραπτό μου 
μιας και εσείς είστε πιο ειδικός ;
Ναι της απάντησε, βιαστικά κράτησε 
το χαρτί της στα χέρια του, και λέγοντας ένα 
θα σας το επιστρέψω το απόγευμα 
έκλεισε την πόρτα του .
Η Μυρσίνη άνοιξε το βλέμμα της 
πάλι στην ομορφιά της ηρεμίας
Θα άλλαζε τάχα η μια στιγμή το χρόνο; 
Ποιος ξέρει .Δεν ήξερε γιατί το έκανε αυτό .
Ίσως γιατί ήθελε να δείξει στον Κο Βασίλη
τα πολύχρωμα αστέρια , ίσως να του θύμιζε
τον έρωτα του για την Κα Βάγια 
Ίσως να του έδειχναν τα χρώματα της αγάπης
Και τούτες οι μικρές καρδερίνες 
πως συμφωνικά λαλούσαν την πραμάτεια της!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου