Κάθε που χαράζει
να φοράς
να φοράς
τις πινελιές της ψυχής
Στρώνουν τις βαφές
οι νύχτες της σιωπής
κι ανταμώνουν στην πηγή
αγγίζοντας τα δάχτυλα
που ήλιο φωνάζουν
Να θυμάσαι
τίποτε πιότερο
απ τη μοσχοβολιά της
Αμάραντος ανθός
που τρέχει σαν το άτι
κι αν κουραστεί στη λίμνη
ξαποσταίνει κι ένα τραγούδι
νούφαρο το χέρι της κρατά
να σηκωθεί με δίχως μπόι
μονάχα με τις ρίζες
που δένουνε στη γη
Ατόφιο ακατέργαστο διαμάντι
το βιός της .
Άστην να μιλά στο πέρασμα
του κύκνου .
Δεν θέλει τούτη γιρλάντες
και στολίδια
γεννήθηκε απ τη βροχή
γελά σε ήχο και σιγή
κι έχει στην αγκαλιά της
σπόρους να περπατούν τα κύματα
και να πετά το χώμα .
Να κοίτα πως άνθισε ένα φιλί
και γλύκανε το γιασεμί !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου