Σάββατο 15 Αυγούστου 2020

Πραματευτής

Κάποτε από ένα μικρό χωριό πέρασε 
ένας μικρέμπορος .Η πραμάτεια του φανταχτερή 
και απαστράπτουσα. Στα παραθύρια οι γυναίκες 
περίμεναν με λαχτάρα να φορτώσουν τα παρτέρια 
και τις αυλές τις κυδωνιές και τα κεράσια 
του καιρού.Τα παιδιά μεγάλωναν κάτω απ το 
πλατάνι που άνοιγε τα φύλλα του να προφυλάξει 
τις πλάτες τους από τη βροχή και τ αγιάζι 
Ηλιόκαμπος μύριζε τα σπλάχνα των ανθρώπων 
κι ανάλογα κρεμούσε το σκιάχτρο της χαράς 
ή της λύπης. Λογάς ο πραματευτής από πόρτα 
σε πόρτα μοίραζε λαμπερές κορδέλες 
να σκεπαστούν τα συνεφα και πονηρός καθώς ήταν 
έκρυβε στο σακούλι τους κούφιους σπόρους 
στολίζοντας τα μάτια τους με πούπουλα χελιδονιών,
με φτέρη εξωτικών πουλιών,βάζοντας στο ντορβά 
το χώμα να φαίνονται ολα ανθηρά .
Πέρασε κι απ του αγνού του κυρ Μηνά  την πόρτα
και σαν τον είδε να μιλά με μια τριανταφυλλιά ,
ει εσύ δικός σου ειναι ο κήπος ; 
Ναι του ψιθύρισε εκείνος . Κι ακόμα μένεις 
στα παλιά; Ο κόσμος εχει αλλάξει κι εσύ 
με τριαντάφυλλα, βασιλικό και γιασεμιά 
ποτίζεις τον αέρα σου ακόμα .Τόσα κρίνα ερωτικά,
ορχιδέες , άνθη από πέτρα  κι άλλα λουλούδια
ξωτικά,ριξτα στον κήπο σου να ναι η μέρα σου
χαρα. Μονότονα μα και παλιά ετούτα τα 
λουλουδικά. Ο κύριος Μηνάς κοντοστάθηκε. 
Του άρεσε η σκέψη της αλλαγής και βλέποντας 
τις  ξανθές ηλιοκαμένες , κόκκινες πλουμιστές , 
μπλε του ουρανού βαμμένες ορχιδέες ο νους του 
γέλαγε κρυφά . Στο απέναντι σπίτι η κυρα Δήμητρα λάτρευε τις τριανταφυλλιές 
Ε ! θα τη δώσω σε κείνη σκέφτηκε χαρα της θα ναι
και θα ναι εδώ κοντά και τούτο βασιλικό 
κι εκείνο το γιασεμί του Στράτου θα χαρίσω 
που του μαράθηκε ο κήπος που έκλεψαν οι καημοί .
Καθώς ξερίζωνε την τριανταφυλλιά εκείνη σκύβοντας τη ρίζα της να δει πληγώθηκε απ τα αγκάθια της αυτά που τη βοηθούσαν 
σαν χέρια τα φύλλα να σηκώσει κάθε αυγή 
να χει το βλέμμα την ομορφιά φιλί. 
Ο καιρός πέρασε η τριανταφυλλιά πέθαινε και γεννιόταν μα ήταν εκεί. Τα ξωτικά λουλούδια μαράθηκαν δεν του χε πει ο πραματευτής πως ανθίζουν μόνο μια εποχή κι ύστερα χάνονται στη γη. Λυπόταν τώρα ο κυρ Μηνάς κι αγνάντευε την τριανταφυλλια του από μακριά μα κείνη κάθε πρωί ένα χαμόγελο του σκάει στα κρυφά . Ξέρει πως οτι γρήγορα περνά γίνεται αέρας και σκορπά .Μα κείνη την αξία που έβγαινε από το χορτάρι  γένναγε χαμομήλι και πλαι φύτρωνε, ελεύθερο κυπαρίσσι να χει στον ουρανό κορφή, στόλιζε τώρα άλλη αυλή . Θα βρει γιορτές για να γελά κι ετούτη μάνα θα γενεί και θα γεννά τριαντάφυλλα πολλά να κελαηδούν πάνω τους τα πουλιά και πόσο της αρέσει που κάθε χάραμα το γέλιο της σκορπά στην κυρα Δήμητρα που της έδωσε ξανά ζωή ! Μάζευε τώρα ο Μηνας τα αποκαΐδια μιας σοδειάς μα μάθημα το είχε δει Πραματευτές κι αλλους θα δει και θα αγοράσει μπόλια να χει χαμόγελα πλατιά μα θα χε πια στο νου πως τα χρωματα δεν κουβαλάν τα ξωτικά τα χει εκείνη η γη που εχει μέσα της ψυχή δύει και ανατέλλει απ την δική της την πνοή !


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου