Με κομμένη την ανάσα
ανάμεσα
στο άδειο και στο πλήρες του κόσμου
αντέχοντας …
μια στάλα βροχής
απ τις σκέψεις σου
μαστουρωμένος
απο την λευκή σου σκόνη
αυτή που ζέσταινε
κάλπικα τα μάτια
κι αργά αργα
εβαζε τη θηλια στην ανάσα σου
γονάτισες …
στα έγκατα της ψυχής σου
βυθίστηκες …
στον κόρφο σου
μην ακουστεί …η κραυγή της σιωπής σου
κράτησες …
το χαλινάρι στις τσέπες των ματιών
ορίζοντας το.. μη ..της ανάγκης
ξεσκέπασες ….
το λυχνάρι που ακόμα σιγοέκαιγε
εκεί..στην καρδιά σου
ξεμπροστιάζοντας την αχνή πνοή σου
κερωμένο … το βλέμμα
έσταζε κρυστάλλινο ιδρώτα του πόνου
έπνιγες την φωνή
μάταιο … ποιος να ακούσει
έσβηνες …παγωμένος από την υποκρισία
ματωμένος … απ αγκάθινα φιλιά
ξεχασμένος …απ τα κρόσσια του ήλιου
η αλμύρα έτρεχε στα μάγουλά σου
κύλαγε να ξεπλύνει την ασχήμια του χρόνου
τις σκούρες ουλές της ρυτίδας
τη ζαρωμένη ελπίδα του άπιαστου
νερό…….στην έρημο
της πλεγμένης με σύρματα
σκυμμένης οργής
σου γνεψε ο δρόμος της λύτρωσης
έγειρες το κεφάλι στον ώμο
κι αποκοιμήθηκες
Λίγα λαμπιόνια
πουχαν τα μάτια ανοιχτά
φώτισαν την σκιά σου
τι κρίμα …
χάθηκες στην πολυκοσμία
μέρες αγάπης βλέπεις ……..ποιος; να σε προσέξει!
ανάμεσα
στο άδειο και στο πλήρες του κόσμου
αντέχοντας …
μια στάλα βροχής
απ τις σκέψεις σου
μαστουρωμένος
απο την λευκή σου σκόνη
αυτή που ζέσταινε
κάλπικα τα μάτια
κι αργά αργα
εβαζε τη θηλια στην ανάσα σου
γονάτισες …
στα έγκατα της ψυχής σου
βυθίστηκες …
στον κόρφο σου
μην ακουστεί …η κραυγή της σιωπής σου
κράτησες …
το χαλινάρι στις τσέπες των ματιών
ορίζοντας το.. μη ..της ανάγκης
ξεσκέπασες ….
το λυχνάρι που ακόμα σιγοέκαιγε
εκεί..στην καρδιά σου
ξεμπροστιάζοντας την αχνή πνοή σου
κερωμένο … το βλέμμα
έσταζε κρυστάλλινο ιδρώτα του πόνου
έπνιγες την φωνή
μάταιο … ποιος να ακούσει
έσβηνες …παγωμένος από την υποκρισία
ματωμένος … απ αγκάθινα φιλιά
ξεχασμένος …απ τα κρόσσια του ήλιου
η αλμύρα έτρεχε στα μάγουλά σου
κύλαγε να ξεπλύνει την ασχήμια του χρόνου
τις σκούρες ουλές της ρυτίδας
τη ζαρωμένη ελπίδα του άπιαστου
νερό…….στην έρημο
της πλεγμένης με σύρματα
σκυμμένης οργής
σου γνεψε ο δρόμος της λύτρωσης
έγειρες το κεφάλι στον ώμο
κι αποκοιμήθηκες
Λίγα λαμπιόνια
πουχαν τα μάτια ανοιχτά
φώτισαν την σκιά σου
τι κρίμα …
χάθηκες στην πολυκοσμία
μέρες αγάπης βλέπεις ……..ποιος; να σε προσέξει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου