Πορεύονταν η φορά του κενού
σαν από χρόνους παλιούς να κουβαλούσαν
την άδεια δεκάρα .
Πόσο τρόμαξα
Σέρνοντας το δέρμα έμαθε να πιπιλά
την θηλή της άκαιρης μνήμης
του αρχαίου γλυπτού που άλαλο
θα ζητούσε το γύρισμα του ήλιου.
Τόσα φεγγάρια κι ανέγγιχτος ο ουρανός
Σμιλεύω το χορτάρι να χαράξω ουλές
να ημερεύει κεινο τα γιγαντένιο σώμα
που άκαες σπίθες μου μέτρησε.
Γυρεύω το λιόγερμα στο σκοτάδι
να χρωματίσω τα νερά που ακοίμητα μειναν
ατέλειωτα να ραντίζουν το ασώματο
διψώντας για γόνιμη γη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου