Και τι θαρρείς κερδίζουν
τα αραχνοΰφαντα μισόλογα όταν απέναντι
ζαλίζεται ο ήλιος στα μάτια;
Ήταν άλλη μια μέρα που τα πόδια του μετρούσαν
πόσα φύλλα ακόμη του μένουν για να περάσει
και τούτο το δρόμο.
Δούλευε χρόνια ο Μιχάλης τούτο το μικρομάγαζο
που έκαμνε τις μικρές χαρές να γιομίζουν
τα σεντούκια των ματιών τους ζωηράδα ,
σέρνοντας ακόμη και τα ρυτιδωμένα χέρια στο χορό
των παιχνιδιών . Τόσα αλόγατα να τρέξουν,
νεράιδες να ποτίσουν όνειρα,τρακτέρ να οργώνουν
το φύτεμα της ομορφιάς,κουρδιστά βαπόρια
που κύματα γύρευαν ,ουυυ μύρια ταξίδια
που γραφαν σενάρια και ξόδευαν ρόλους
Ήξερε ο Μιχάλης πως κόβονταν η δουλειά
Τόσα μεγάλα τραστ βλέπεις , γυμνά έκοβαν
τα σοκάκια για να πουλήσουν την φτήνια .
Μπιρ παρα (τζάμπα)που έλεγε και η γιαγιά
Και μήπως λογιάζονταν κανείς πόσο
πληρώνουν τον μπιρ παρα
Βολικά είναι έλεγε ο άλλος πας μέσα και βρίσκεις
τα πάντα .Λες κι άμα βρίσκεις τα πάντα βρίσκεις
και τα λεφτά να τα αγοράσεις .
Το μάτι να χορταίνει Μιχάλη το μάτι
να χει αυταπάτες ο νους .
Κι εκείνες οι κυλιόμενες σκάλες λες
κι ανεβοκατέβαζαν ελπίδες
μια στον πάτο μια στα υψη .
Κι όταν ψηλά φτάναν πάντα ενα ίσωμα
καμπούριαζε τις πλάτες .Δεν βαριέσαι .
Ωχου μην το λες τούτο τζάνουμ τι θα πει δε βαριέσαι
Έτσι το ένα έτσι τ άλλο ξεχάσαμε τους μαχαλάδες
και γίναμε όλοι ένα παζάρι
Αχ !! αυτά τα σοφά της γιαγιάς πως τα θυμόταν.
Κι ήρθε σήμερα ο Κος Νίκος να του πει πως σιγά σιγά
έπρεπε να αδειάζει το μαγαζί και να βρει κατι άλλο
γιατί θα το δινε λέει σε μια εταιρεία κινητής τηλεφωνίας
να πάρει βρε αδερφέ και λίγο κύρος η γειτονιά
και φυσικά το νοίκι θα ταν πιο σίγουρο .
Αχ βρε Μιχάλη κουράστηκες του λεγε
γιατί δεν κάνεις κάτι λίγο να ξαποστάσεις .
Νοιαζόταν βλέπεις ο Κος Νίκος .
Χρόνια τώρα του τρωγε το μεδούλι
μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει
Μια του μήνα το νοίκι Μιχάλη έχουμε υποχρεώσεις .
Σταθερός ο Μιχάλης μη δίνει δικαιώματα
σε κανένα παντζούρι να στραβοκοιτάξει .
Και τώρα στα πενήντα του έπρεπε να αρχίσει
απ την αρχή.Μακριά η σύνταξη με κομμένα δάχτυλα
η άσφαλτος της άλλης δουλειάς
Τελευταία μπέρδευε και τους τόνους δουλειά
το λέγαν δουλεία ήταν κουβάρι ο τονισμός .
Βαριόταν τις μισές κουβέντες
κι έτσι τον έκοψε με ισο ύφος
Εντάξει Κυριε Νίκο θα το αδειάσω το μαγαζί
σαν χαλίκι η κουβέντα του εκοψε στα μισα
τις γαλιφιές της επιφάνειας .
Τούτα και τ άλλα σήμερα μοιραζόταν με την Μαρία
κι η μια λέξη έφερε την άλλη.Άδειαζαν τις τσέπες τους
κι ίδια όνειρα βγάζαν μέτραγαν τις μπόρες
και πότε μια εδώ στάλα περίσσευε πότε εκεί .
Ζύγιζαν τα χρώματα κι από το γκρι έβγαζαν το κίτρινο .
Ξεμάκρυνε ο Κος Νίκος στα μπαούλα τους
χώνονταν μωρά οι πεταλούδες . Όλα κεινα τα παιχνίδια
σιγά σιγά παίρναν πνοή . Ο μικρός ιππότης έπαιρνε το σπαθί
κι οι κούκλες μια νέα βιτρίνα άνοιγαν ας ήταν μικρή
τόσα πολλά θα της βάζαν. Τα μπαλόνια φούσκωναν
τα στήθια τους να παίξουν οι ανάσες
μισά μισά στου πηγαιμού το ρολόι δίναν .
Μονάχα ο χρόνος ήταν όλος δικός τους .
Πότε μάκρυναν τα χείλη του γέλιου
πότε ένα ποτηράκι κρασί μεθούσε ολάκερο
τον κόσμο τους ,πότε μια ζεστή κουβέντα
σκέπαζε τ αγιάζι του καιρού, μα άστραφτε τόσο ο ήλιος
στα μάτια τους που νόμισες κι έσπειραν χελιδόνια
στα χέρια τους . Τώρα μαζί θυμόταν την γιαγιά !
Σεκερ γιαβρουμ σεκερ ασκ σεκερ (ζάχαρη η αγάπη) .
τα αραχνοΰφαντα μισόλογα όταν απέναντι
ζαλίζεται ο ήλιος στα μάτια;
Ήταν άλλη μια μέρα που τα πόδια του μετρούσαν
πόσα φύλλα ακόμη του μένουν για να περάσει
και τούτο το δρόμο.
Δούλευε χρόνια ο Μιχάλης τούτο το μικρομάγαζο
που έκαμνε τις μικρές χαρές να γιομίζουν
τα σεντούκια των ματιών τους ζωηράδα ,
σέρνοντας ακόμη και τα ρυτιδωμένα χέρια στο χορό
των παιχνιδιών . Τόσα αλόγατα να τρέξουν,
νεράιδες να ποτίσουν όνειρα,τρακτέρ να οργώνουν
το φύτεμα της ομορφιάς,κουρδιστά βαπόρια
που κύματα γύρευαν ,ουυυ μύρια ταξίδια
που γραφαν σενάρια και ξόδευαν ρόλους
Ήξερε ο Μιχάλης πως κόβονταν η δουλειά
Τόσα μεγάλα τραστ βλέπεις , γυμνά έκοβαν
τα σοκάκια για να πουλήσουν την φτήνια .
Μπιρ παρα (τζάμπα)που έλεγε και η γιαγιά
Και μήπως λογιάζονταν κανείς πόσο
πληρώνουν τον μπιρ παρα
Βολικά είναι έλεγε ο άλλος πας μέσα και βρίσκεις
τα πάντα .Λες κι άμα βρίσκεις τα πάντα βρίσκεις
και τα λεφτά να τα αγοράσεις .
Το μάτι να χορταίνει Μιχάλη το μάτι
να χει αυταπάτες ο νους .
Κι εκείνες οι κυλιόμενες σκάλες λες
κι ανεβοκατέβαζαν ελπίδες
μια στον πάτο μια στα υψη .
Κι όταν ψηλά φτάναν πάντα ενα ίσωμα
καμπούριαζε τις πλάτες .Δεν βαριέσαι .
Ωχου μην το λες τούτο τζάνουμ τι θα πει δε βαριέσαι
Έτσι το ένα έτσι τ άλλο ξεχάσαμε τους μαχαλάδες
και γίναμε όλοι ένα παζάρι
Αχ !! αυτά τα σοφά της γιαγιάς πως τα θυμόταν.
Κι ήρθε σήμερα ο Κος Νίκος να του πει πως σιγά σιγά
έπρεπε να αδειάζει το μαγαζί και να βρει κατι άλλο
γιατί θα το δινε λέει σε μια εταιρεία κινητής τηλεφωνίας
να πάρει βρε αδερφέ και λίγο κύρος η γειτονιά
και φυσικά το νοίκι θα ταν πιο σίγουρο .
Αχ βρε Μιχάλη κουράστηκες του λεγε
γιατί δεν κάνεις κάτι λίγο να ξαποστάσεις .
Νοιαζόταν βλέπεις ο Κος Νίκος .
Χρόνια τώρα του τρωγε το μεδούλι
μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει
Μια του μήνα το νοίκι Μιχάλη έχουμε υποχρεώσεις .
Σταθερός ο Μιχάλης μη δίνει δικαιώματα
σε κανένα παντζούρι να στραβοκοιτάξει .
Και τώρα στα πενήντα του έπρεπε να αρχίσει
απ την αρχή.Μακριά η σύνταξη με κομμένα δάχτυλα
η άσφαλτος της άλλης δουλειάς
Τελευταία μπέρδευε και τους τόνους δουλειά
το λέγαν δουλεία ήταν κουβάρι ο τονισμός .
Βαριόταν τις μισές κουβέντες
κι έτσι τον έκοψε με ισο ύφος
Εντάξει Κυριε Νίκο θα το αδειάσω το μαγαζί
σαν χαλίκι η κουβέντα του εκοψε στα μισα
τις γαλιφιές της επιφάνειας .
Τούτα και τ άλλα σήμερα μοιραζόταν με την Μαρία
κι η μια λέξη έφερε την άλλη.Άδειαζαν τις τσέπες τους
κι ίδια όνειρα βγάζαν μέτραγαν τις μπόρες
και πότε μια εδώ στάλα περίσσευε πότε εκεί .
Ζύγιζαν τα χρώματα κι από το γκρι έβγαζαν το κίτρινο .
Ξεμάκρυνε ο Κος Νίκος στα μπαούλα τους
χώνονταν μωρά οι πεταλούδες . Όλα κεινα τα παιχνίδια
σιγά σιγά παίρναν πνοή . Ο μικρός ιππότης έπαιρνε το σπαθί
κι οι κούκλες μια νέα βιτρίνα άνοιγαν ας ήταν μικρή
τόσα πολλά θα της βάζαν. Τα μπαλόνια φούσκωναν
τα στήθια τους να παίξουν οι ανάσες
μισά μισά στου πηγαιμού το ρολόι δίναν .
Μονάχα ο χρόνος ήταν όλος δικός τους .
Πότε μάκρυναν τα χείλη του γέλιου
πότε ένα ποτηράκι κρασί μεθούσε ολάκερο
τον κόσμο τους ,πότε μια ζεστή κουβέντα
σκέπαζε τ αγιάζι του καιρού, μα άστραφτε τόσο ο ήλιος
στα μάτια τους που νόμισες κι έσπειραν χελιδόνια
στα χέρια τους . Τώρα μαζί θυμόταν την γιαγιά !
Σεκερ γιαβρουμ σεκερ ασκ σεκερ (ζάχαρη η αγάπη) .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου