Ξεφλούδιζε ο χρόνος άλλο ένα φύλλο
από το μανταρίνι του .
Ένας αλλόκοτος Σεπτέμβρης αναποφάσιστος
βουτά το ένα πόδι στον ήλιο και το άλλο στο μίκρεμα
της μέρας .
Αρνητής των όσων θα ρθουν πλατσουρίζει
στα ίσαλα του νερού
Κυματίζοντας τη σημαία που διάφανη είναι και κοιτά
την νηνεμία περιμένοντας τις φουρτούνες που αγρυπνούν
Μετρά τα αμπέλια του ζυγώνοντας τις ρόγες
που ακροβατούν,ανάμεσα στο θρόισμα των φύλλων
και της βροχής το παίνεμα
Ασυμμόρφωτος τρυγητής στα δίδακτρα της ιστορίας.
Με βία φορά την πανοπλία του σαν κουμανταδόρος
της άγνωστης στράτας .
Που κοιτά ποιόν δρόμο θα πάρει;
Αβόλευτος στα καμώματα του φθινόπωρου
και στα κιτρινισμένα φύλλα που άγραφα του γράφουν.
Κείνος τα κόκκινα κεντά να τρέξει
να αρμενίσει κείνα που κόβουν τα σπαθιά
και τα βιολιά με μουσικές τα ντύνουν
Στραφταλίζουν στα μάτια του μικρές πομπές
που καλούν με τύμπανα της νιότης τα τριαντάφυλλα,
της πείρας τα πλατάνια να νοιώσουν το αγνάντι
που θωπεύει τον άνεμο της πλημμύρας .
Παρατηρώ τα βήματα του σαν σπόρος της στιγμής
που αντρειεύει κει που συναντιούνται τα όνειρα
στα κλαδιά που κρατούν ελιές και ρίγανη
Πορεύομαι στα κίνητρα της αθωότητας με ένα βλέμμα
που γυρνά τον κόσμο και σαν ξεπεταρούδι
τραγουδά εντός μου . Μεγαλωμένα τα λόγια μου
σε βράχους κοιτούν μια θάλασσα που μελαγχολικά γελά
κι αντάρτικα μιλά πίσω απ τα βράχια .
Μα τούτος ο τόπος πόσο γαλάζια ζεσταίνει τους καιρούς !
Ένας αλλόκοτος Σεπτέμβρης αναποφάσιστος
βουτά το ένα πόδι στον ήλιο και το άλλο στο μίκρεμα
της μέρας .
Αρνητής των όσων θα ρθουν πλατσουρίζει
στα ίσαλα του νερού
Κυματίζοντας τη σημαία που διάφανη είναι και κοιτά
την νηνεμία περιμένοντας τις φουρτούνες που αγρυπνούν
Μετρά τα αμπέλια του ζυγώνοντας τις ρόγες
που ακροβατούν,ανάμεσα στο θρόισμα των φύλλων
και της βροχής το παίνεμα
Ασυμμόρφωτος τρυγητής στα δίδακτρα της ιστορίας.
Με βία φορά την πανοπλία του σαν κουμανταδόρος
της άγνωστης στράτας .
Που κοιτά ποιόν δρόμο θα πάρει;
Αβόλευτος στα καμώματα του φθινόπωρου
και στα κιτρινισμένα φύλλα που άγραφα του γράφουν.
Κείνος τα κόκκινα κεντά να τρέξει
να αρμενίσει κείνα που κόβουν τα σπαθιά
και τα βιολιά με μουσικές τα ντύνουν
Στραφταλίζουν στα μάτια του μικρές πομπές
που καλούν με τύμπανα της νιότης τα τριαντάφυλλα,
της πείρας τα πλατάνια να νοιώσουν το αγνάντι
που θωπεύει τον άνεμο της πλημμύρας .
Παρατηρώ τα βήματα του σαν σπόρος της στιγμής
που αντρειεύει κει που συναντιούνται τα όνειρα
στα κλαδιά που κρατούν ελιές και ρίγανη
Πορεύομαι στα κίνητρα της αθωότητας με ένα βλέμμα
που γυρνά τον κόσμο και σαν ξεπεταρούδι
τραγουδά εντός μου . Μεγαλωμένα τα λόγια μου
σε βράχους κοιτούν μια θάλασσα που μελαγχολικά γελά
κι αντάρτικα μιλά πίσω απ τα βράχια .
Μα τούτος ο τόπος πόσο γαλάζια ζεσταίνει τους καιρούς !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου