Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019

Σκαλίζοντας την κόκκινη γη

Άρχισε να χτίζει τον κόσμο
Σε ένα ποίημα πως να χτίσεις
τον κόσμο σκέφτηκε
Πέταξε τα μολύβια του ψηλά
πιρουέτες που έριχναν πινελιές
στο γαλάζιο σβήνοντας το γκρίζο.
Άφησε τα δάχτυλα να χτυπούν
στο μέσα του ρυθμό
βγήκε η πνοή του χορεύοντας
στο μελάνι αγκάλιασε το σύννεφο
ξεκουράσου του είπε
θα δουλέψει ο μικρός ήλιος
Τα πόδια του γιόμισαν σπαρτά
να ζυμωθεί το ψωμί με δυόσμο
Έστειλε τα μάτια του
να ακούσουν τ αθέατο φιλί
φερμένο από σμαράγδι ανατολής
λουσμένο στης ζεστασιάς το γιόμα
Γιόρτασαν οι παπαρούνες
το τελευταίο κλωνάρι τους
το λιβάδι άνθιζε κάτω απ τη γη
άκουσε τους ήχους
να του μιλάν για τα αρμυρίκια
παιδιά που παίζουν κουτσό
ακόμη κι όταν φυσά αέρας
Κι ότι του έμειναν
ένας γυμνός ξέστηθος
διαβατάρης να κυβερνά
το τιμόνι ανάμεσα στη θωριά
του ρόδου και το βράχο
της ανεμώνης
κι εκείνη η καρδιά του
που άπλωνε κόκκινα φύλλα
να σκεπαστεί η αγριάδα
να μυρίσει ο τόπος
λάβδανο και θυμάρι
Ει κόσμε φύτεψα μια ροδιά
να φωλιάσουν τα πουλιά φώναξε
κι άνθισαν οι αυλές
κουνώντας τα χέρια της αγκαλιάς
Σαν αστραπή το βλέμμα πέταξε
και πως γελά η αψηλή θάλασσα!





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου