Και να λοιπόν που ήρθε η ώρα
Αθέατοι δραπέτες δυο δάκρυα που σέρναν
τόσο
βαρύ φορτίο στα μαγουλά της ,που
θαρρείς
αυλακιές θα άνοιγαν να
τρυπήσουν το παλιό σεντούκι
Άνοια
..τούτη η λέξη βελόνιασε όλο το σώμα της .
Μα
η μαμά της αυτό; Εκείνη έσφυζε από ζωή
Φιλούσε νυχτέρια να σκεπάσει το φως με
τα τραγούδια της
Τα
πόδια της μικροί ανεμοστρόβιλοι που έτρεχαν
να προφτάσουν τα πάντα. Κι
εκείνος ο νους σπιρτόζικα
γύριζε κι άναβε το καντήλι του
γέλιου.
Ποιος; άνεμος κλέφτης τα φύσηξε.Κανένας
έγινε .
Όλα ήταν πρωτόγνωρα ακόμα κι εκείνος
ο φόβος στα μάτια της.
Ποιοι
είναι αυτοί τι θα της κάνουν; Φόβος .
Άναψε το φως μην έρθει το σκοτάδι
Ποια
ήταν που πήγαινε πως ήρθε; Κενό παντού κενό
Λίγες
αναλαμπές σαν ξεχασμένες σπίθες κι ύστερα τίποτα
Είχε
πόδια μα ήξερε να περπατήσει ή θα έπεφτε ;
Τρομακτικά
όλα αυτά για τον άνθρωπο
Μα
να που τούτος ο διάολος την είχε βρει
και
δεν άφηνε ούτε μια προσευχή για κείνη .
Η
Μαίρη ζέσταινε στο μπρίκι το γάλα
Η Κυρία Ελπινίκη ούτε που θυμόταν πια
που έπεφτε η κουζίνα κι ας τόσα αποτυπώματα της
μύριζαν στον πάγκο ,στα πιατικά, ακόμα κι εκείνα
Η Κυρία Ελπινίκη ούτε που θυμόταν πια
που έπεφτε η κουζίνα κι ας τόσα αποτυπώματα της
μύριζαν στον πάγκο ,στα πιατικά, ακόμα κι εκείνα
τα πιρούνια τα δάχτυλα της κρατούσαν .
Όλα την περίμεναν κι εκείνη ούτε
το βλέμμα της δεν έστελνε .
Το σούρουπο χώρεσε στο σπίτι σαν ένας όμορφος
επισκέπτης που όσο μεγάλωνε πιότερο ομόρφυνε.
Αγκάλιαζε τη φρουτιέρα κι αυτή θαρρείς
Αγκάλιαζε τη φρουτιέρα κι αυτή θαρρείς
και τον καρτερούσε στα ανάγλυφα της λουλούδια
κι άφηνε να ροδοχρυσίζει πάνω στο γείσο της .
Οι κουρτίνες έτοιμες πια να σκεπάσουν τη θέα της μέρας
και να τυλίξουν μέσα τους το μεγαλείο της ζεστασιάς
και της σιγής . Αυτής της απάνεμης δροσιάς
και της σιγής . Αυτής της απάνεμης δροσιάς
που προσκυνητάρι της είχε το νυχτικό της ψυχής .
Στη Μαίρη είχαν απλώσει τα παρακλάδια της θύμησης
Στη Μαίρη είχαν απλώσει τα παρακλάδια της θύμησης
στολίζοντας τα μαλλιά της μύρια ρόδα .
Κράτησε τη ζεστή κούπα με το βυθισμένο της
κουτάλι που έμοιαζε βάρκα έτοιμη να χτυπήσει
κουτάλι που έμοιαζε βάρκα έτοιμη να χτυπήσει
τα κουπιά της,έσπασε μέσα της δυο παξιμάδια
να ναι χορτάτες οι γουλιές και πλησίασε
το κρεβάτι της κυρίας Ελπινίκης .
Ωραία κοιμωμένη με ανθούς στα μάτια
Ωραία κοιμωμένη με ανθούς στα μάτια
κι ένα χαμόγελο που μόνιμα έμενε εκεί
έχοντας στα φτερά του όλα κεινα τα χαμόγελα
που της χρωστούσαν τα χρόνια.
Κούνησε λίγο το κουτάλι κι άρχισε να της μιλά.
Που λες μαμά τούτο το γάλα δε μοιάζει
που της χρωστούσαν τα χρόνια.
Κούνησε λίγο το κουτάλι κι άρχισε να της μιλά.
Που λες μαμά τούτο το γάλα δε μοιάζει
με κείνο το πρωτόγαλα
Μα κοίτα τώρα πόσα μου είπε να σου πω .
Μα κοίτα τώρα πόσα μου είπε να σου πω .
Εκεί που είσαι μαζεύονται τα λουλούδια κάτω
από ένα μεγάλο πλατάνι κι αρχίζουν το τραγούδι.
Πολλά πολλά νιούτσικα ποδαράκια με γέλια παιδιών
τ
ακούν και τρέχουν να χορέψουν .
Η
κυρία Ελπινίκη άπλωσε το χέρι κι η Μαίρη
το έκλεισε στη χούφτα της .
Τα φιλιά κάνουν
κύκλο να σ αγκαλιάσουν
και τούτη η βαρκούλα που μπαίνει στο στόμα σου
έρχεται σαν κυματάκι να σου ζεσταίνει
τον ουρανίσκο και να παίξει με πιτσιλιές στα χείλη σου .
Μικρά πολύχρωμα στολίδια πλέκουν
το δέντρο σου να
φωτίσουν την νύχτα .
Γλυκά
που σ αγκάλιασε ο Μορφέας.
Το γάλα τέλειωσε .Κοιμήσου μαμά ..
Το γάλα τέλειωσε .Κοιμήσου μαμά ..
αύριο πάλι θα βρούμε άλλο παραμύθι
Αύριο ένας άλλος ήλιος θα μας δει κι εμείς
θα του στείλουμε έναν χαρταετό που
να φορά
χίλια χαμόγελα! Σ αγαπάω μαμά !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου