Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

Σε λίγο που θα γιομίσει η άνοιξη θα αρχίσει να τραγουδά ο τζίτζικας

Τώρα πια το έβλεπεΔύσκολο να παλεύει ο άνθρωπος 
με τον άνεμουσά δυνατά και τον ρίχνει  
κι όταν τον πιάνουν οι καλές του σαν χάδι ,απλώνεται να δροσίσει 
τους ώμους ,.Μα εκείνος ποτέ δε το βαζε κάτω 
είχε γνωρίσει κάτι ξερολιθιές που του έμαθαν να επιβιώνει .
Μικρός ο κουμπαράς και στα μισά του δρόμου
μετρώντας τα φεγγάρια κούφιος έμοιαζε .
Ο κόσμος λιγόστεψε στους καναπέδες του σαλονιού.
Εμ βλέπεις λείψαν τα φαγοπότια κι εκεί στα αδειανά πιρούνια
μετρούσε πια ξεθωριασμένες και ρόδινες αναπνοές .
Μα και μήπως ο μόνος ήταν Η κυρά Στέλλα απέναντι χθες κιόλας 
του έλεγε πως περιμένει την σύνταξη να παραγγείλει τον τενεκέ με λάδι .
Ο Μηνάς το πρωί περνώντας τον μπαξέ του ,μουρμουρίζοντας
έβριζε για τούτο το Κράτος που του τσάκιζε τα ποδάρια 
Ο Γιαννιός στο πλαϊνό σπίτι όλη μέρα τροχάδην ήταν κι αυτός και η Μαρία .
Δυο παιδιά και νοίκι άιντε να μην φορτώσεις τα πόδια στις πλάτες .
Μα σήμερα τούτος ο εν λόγω φερόμενος ,θα πήγαινε επίσκεψη 
στο νοσοκομείο να δει τον Νεκτάριο, παιδικός του φίλος 
Ανάθεμα την αρρώστια από μια σπάνια λέει ούτε που ήξερε να την πει 
έχασε το φως του .Κι εκείνος αδελφός όπως έλεγαν ο ένας τον άλλον 
μέρα παρά μέρα πήγαινε για παρέα .Φόρεσε τα καθαρά του ρούχα και κίνησε .
Αυτά τα λευκά δωμάτια με τις άχαρες πόρτες, τα εφτα στοιβαγμένα 
κρεβάτια που θύμιζαν στρατώνες  και τη μυρουδιά της λανολίνης 
πως χτυπούσαν στα αυτιά του σαν ταμπούρλα να του φωνάζουν '' 
που ναι μωρέ η ανθρωπιά; που χάθηκε το κόστος της ζωής ''
Α! να σε πάρει κούφιο κεφάλι που εύκολα θαμπώνεσαι 
και γρήγορα ξεχνάς πάλι τα ίδια κάνεις να χεις να μουρμουράς 
Βρίζοντας την μιζέρια την ψήφο που χαλάς στον εαυτό του μίλαγε 
σαν ίσκιος της αποκοτιάς . Ο Νεκτάριος τον περίμενε 
το ηλιοβασίλεμα μόλις είχε φανεί στο παραθύρι .
-Βλέπεις μωρέ Φάνη τι χρώματα βάφει ο ουρανός;
-Σάστισε για λίγο αμήχανα η σκέψη του φώναζε λες ;
και λαχτάρισε η καρδιά του από χαρά .
-Σε λίγο που θα γιομίσει η άνοιξη θα αρχίσει να τραγουδά κι ο τζίτζικας .
-Τον πλάκωσε χαρούμενη σιωπή κι ο Νεκτάριος συνέχισε 
-Αδερφέ εσύ θα κοιτάς κι εγώ θα βλέπω ακούγοντας το τραγούδι
θα ζωγραφίζω τα χρώματα  
Τούτη την στιγμή Ο Φάνης  ένιωσε πιο μικρός κι από ένα κόκκο
άμμου.Γυάλισαν τα μάτια του από μια λίμνη δάκρυα ευγνωμοσύνης 
για ότι του χάριζε ο φίλος του. Κι εκείνο το χέρι του που άγγιξε 
το δικό του πόσο σφιχτά το αγκάλιασε να του το πει . 
Λόγια στα λόγια πέρασε η ώρα κι έτσι έφτασε πάλι εκείνο 
το μεθαύριο θα ρθω .Έφευγε απ τη φαρμακίλα .
Στο δρόμο μη μπορώντας να κρατήσει μόνος τη στιγμή
πήρε τηλέφωνο κανα δυο φίλους ξέρεις από κεινους 
που δεν έχουν ώρα , τόπο και συνήθεια είναι πάντα εκεί. 
Τους είπε τα μαντάτα του Νεκτάριου κι ένιωσε να γεμίζουν 
τα σπάργανα αέρα . Φτάνοντας στο σπίτι το κινητό του 
χτύπησε κι ήταν ο γιος του ,που του λεγε  πως σε  λίγο θα ερχόταν 
με την Κατερίνα και τον μικρό Φάνη να τον δουν . 
Πλημύρισε χαρά ο μικρός σκανδαλιάρης θα ανακάτωνε το σπίτι 
και θα έπαιζε μαζί του . Όπως ακριβώς τα είπε . 
Έπαιξαν ,γέλασαν και με μια αγκαλιά κι ένα φιλί καληνύχτισαν
τον κόσμο ολάκερο . Η νύχτα περπάταγε αργά 
και μια καληνύχτα περίμενε το ντριν του τηλεφώνου .
Ήθελε να μοιραστεί την μέρα με εκείνο το άλλο του μισό
να ακούσει την μοιρασιά της κει που νοιάζονταν 
και φώτιζε το σκοτάδι σε μια λέξη ένα βλέμμα που μόνο
οι δύο τους ήξεραν .Μαργαρίτα ; είπε κι άρχισε να της μιλά, 
γελούσε με τα καμώματα των χεριών 
που θαρρείς και σήματα μορς δίδασκαν στ αθέατο της νύχτας .
Κλείνοντας το τηλέφωνο έβλεπε κιόλας την αυριανή τους συνάντηση 
κι εκεί μύριες οι παπαρούνες . Μηχανικά όπως πάντα κοίταξε 
τους λογαριασμούς στο τραπέζι . Ναι θελαν εξόφληση . 
Μα πόσα φλουριά μάζεψε στην καρδιά του .
Αύριο μια άλλη μέρα . Θα πάλευε και πάλι μα όχι μόνος . Τόση πραμάτεια 
ψυχής φτάνει για να αγοράσει τρανό κομμάτι της ζωής .
Όμορφα που κουδουνίζουν οι αγριοτριανταφυλλιές !




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου