Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019

Το πατρικό σπίτι

Τόσο ίδια και τόσο αλλαγμένα όλα .
Η σιδερένια εξώπορτα φυλούσε τα ακριβά της  κι η κλειδωνιά που μόνο
το δικό του σκαλιστό κομμάτι γνώριζε έσκασε ένα χαμόγελο καθώς  το κλειδί του
χάιδεψε τα μαλλιά της με ένα απαλό φιλί.
Το χολ μια μικρή ασπίδα που θαρρείς  έκρυβε
τον μεσημεριανό ύπνο του μπαμπά μη και φανεί από το μικρό σαλονάκι ,
κείνο το ατέλειωτο βλέμμα ,που σβούριζε τον κόσμο στα δάχτυλα
γυρίζοντας μια μια τις σελίδες κάποιου κιτρινισμένου μπουναμά
όπως συνήθιζε να λέει τα βιβλία . Αχ ακόμη άκουγε στα αυτιά του
εκείνο το απαλό ξεδίπλωμα των φύλλων . Διαβάζεις μπαμπά ;οι μικρές
ατέλειωτες απορίες των σπόρων του σπιτιού. Πώς να καταλάβαινε τότε
πως τούτος ο μικρός  αναπαμός ένας ωκεανός ήταν.
Με τα κύματα χωρούσε όλα του τα ταξίδια κι όλες εκείνες τις γνωριμιές
 με τα ασύνορα του κόσμου.

Πόσο τρανός φαινόταν ο μπαμπάς . Τρίτη δημοτικού όλο  κι όλο δικό του μερτικό
μιας και η γιαγιά κι ο παππούς απ το σχολειό του τσούρμου εκείνου  ήρθαν
 απ την παλιά πατρίδα .
Εκεί που τα πολίτικα ισλί μεγάλωναν τον ίσκιο τους πλάι στις τριανταφυλλιές.
Τούτος γεννήθηκε στην νέα πατρίδα μα κι εδώ φτωχά τα πόδια του να ανεβούν
όλες τις σκάλες  των σχολιών . Μα εκείνος σιγά που θα το βαζε κάτω .
Διάβαζε λέει γιατί οι λέξεις δεν είχαν ηλικία .
Μα τα παιδιά του τα θελε σπουδαγμένα να κάνετε ότι θέλετε έλεγε μα να σπουδάζεται ζωή

Οι καιροί άλλαξαν μα τούτα τα ανεξίτηλα ,πήραν ταχίνι και πετιμέζι να ταΐσουν τις θύμισες. Τόσα πινέλα που γυρίζουν στους τοίχους από τα λόγια του τι να πρωτοδιαβάσεις .
Τα άκουε  μόνο να τα ψιθυρίζουν  ο νους και η καρδιά του .

 Ο απέναντι τοίχος φυλούσε την κουζίνα . Αχ και πόσο μύριζε ακόμη τους λαχανοντολμάδες της μαμάς .Το αυγολέμονο που τράταρε τα χείλη του γλυκόξινο νεράκι της άνοιξης Αγράμματη γυναίκα μα τόσο γραμματιζούμενη από την γνώση της αγάπης,
που κανέναν λογαριασμό δεν έχανε αν πρώτα δεν χάριζε ένα φιλί .
Η μαμά για όλα . Το φτέρνισμα την κλάψα το χάιδεμα κι όλες εκείνες τις ζαβολιές
που όταν τις αφήνεις καταλαβαίνεις  πως μεγάλωσες .
Το μικρό τούτο δώμα είχε σπουδάσει κανέλα και γαρύφαλλο κι ανάμεσα στις γρίλιες του
κυμάτιζαν ανάλαφρα οι γρήγορες χρωματιστές πιρουνιές  απ το γλυκό πορτοκάλι
και το πιπέρωμα από το φρεσκοψημένο  ιμαμ . Οι δαντελωτές  κουρτίνες ακόμη φορούσαν στις πλάτες τους τη μυρουδιά του ζυμωτού ψωμιού και την ψίχα απ την μπουκιά της μαμάς
που πάντα πιο γλυκιά απ όλες ήταν. Από το παράθυρο το τζάμι κρατούσε στις φτερούγες του τα ασπρόρουχα της αθωότητας  στο μίσχο του γιασεμιού.   

Παρά κει το μικρό τους καμαράκι . Τρία επί τρία όλο κι όλο . Δυο ντιβάνια να κοιμούνται
αυτός κι η αδερφή του ,το τραπεζάκι να γράφουν κι ότι έμενε να γεμίζει παιχνίδια . Ολάκερη γη  έμενε εδώ .
Ζώα με φάρμες κάστρα με ιππότες και νεράιδες , αγρότες και στάχυα μικρών σελίδων
που εικόνιζαν το πέρασμα της φαντασίας , πάζλ που χτίζαν καινούργιους κόσμους .
Τόσα ονείρατα που άλλαζαν φορεσιές μια με κοντά παντελονάκια μια με ολάνθιστα φορέματα άλλοτε πάλι με τα πρώτα γένια, τα πρώτα βαψίματα χειλιών .
Ένα μακρινάρι ατέλειωτου θησαυρού που από όπου κι αν αρχινούσε μπογιές
Κι ανάγλυφες ανάσες σμίλευαν . Τούτος ο χώρος με περιβόλι έμοιαζε που κάθε
σπόρος μεγάλωνε κι ένα καρπό να δέσει στου ουρανού το μαξιλάρι.
Κι από όπου κοιτάξεις γάργαρα γέλια ξεπηδούν.

Με δυο βήματα έφτασε στο καλό δωμάτιο . Το σαλόνι που κέρναγε το βύσσινο και το καρύδι . Ετούτο το μεγάλο τραπέζι πόσες φυλές ψυχών δεν φίλεψε. Οι καρέκλες του
Φιλοξένησαν ασπρομαλλούσες γελαστές ρυτίδες, γενιές που πάλευαν να ενωθούν τα χέρια,
ραδιόφωνα που έπαιζαν την ίδια μουσική . Κι ο χορός α! ο χορός μια τρελή σερπαντίνα
Που γύριζε από καρδιά σε καρδιά να ξεσηκώσει  το κόκκινο χρώμα να φτάσει το μπόι η ψυχή του απέραντου . Χρόνια που μάθαν να περνάν τα δύσκολα βιδώνοντας το μέλι στο στέρνο . Μέρες που κύλησαν γοργά στο άγνωστο να πιάσουν συναξάρι η ρίζα μη χαθεί.

Το πέρασμα στο χαγιάτι ήταν ο ζεστός του στόλος. Εκεί που οι μαχητές του αντάμωναν
την αγκαλιά της γιαγιάς με τα σπουδαία παραμύθια. Τούτο ήταν το άγιασμα των ευχών
που έδινε το στόμα της να προχωρήσει χωρίς σταματημό το αύριο .
 Γιάβρουμ περνανε τα χρόνια όμορφα άμα τους δίνεις τόπο να κατοικεί ζεστά η αγάπη
Κι εκεί που κοιμούνται  τα μικρά χουχουλιασμένα μπαλόνια με ένα φιλί τρανεύουν στο ξημέρωμα παπούτσια να χουν να περπατούν με κορδωμένες φυλλωσιές σε όποιο καιρό
κι αν συναντούν. Ο βασιλικός στη γωνιά άκουγε τόσα που αμάραντα έγραφε το όνομά του .

Όλα τούτα σε λίγο θα άλλαζαν . Βλέπεις προίκα της Μαρίας της αδερφής του είναι  και τούτη για το δικό της μερτικό στη ζωή το πουλάει  ανάγκες που έλεγε η γιαγιά γέρνουν τα μάτια να αγκαλιάσουν την καρδιά ην ώρα που σωπαίνουν τα πουλιά και πόσο δίκιο είχε.
Το σπίτι του θα γινόταν σκεπή για άλλες ψυχές  άλλες ζωγραφιές  άλλα καρδιοχτυπήματα
που κι αυτές με τη σειρά τους τα χρόνια τους θα μπογιατίσουν.
Μα σε τούτη την επιστροφή γέλασε στα γρατζουνισμένα του γόνατα από το χώμα της γειτονιάς , κλώτσησε την μπάλα κι έβαλε γκολ στο τέρμα , ξούρισε το πρώτο του χνούδι ,
ένιωσε στον ουρανίσκο το πρώτο του φιλί στα χείλη του έρωτα , είδε τα κλαδιά του να μεγαλώνουν στον κορμό της αγάπης .
Έκρυψε το μπουγέλο στα στήθια να λούζεται η καρδιά , πήρε τα μάτια του μπαμπά από άγραφη σελίδα , το ζέσταμα απ το βυζί που χε το πρώτο γάλα , το μοίρασμα που του μαθε
πως ότι κρατά γεννά και σ άλλα χέρια κι εκεινο το κρινολούλουδο στο πέτο από το γάμο των γενιών αμάραντα να σπέρνει ηλιαχτίδες.  Τούτη η κληρονομιά του πλούτισε καρδιά .
Οι δρόμοι αλλάζουν μα  τούτη η επιστροφή δεν έχει τέλος και αρχή στη ρίζα βγάζει
τα φτερά κι απ το βυθό σπουδάζει με  ανοιχτά πανιά .   
Κι έχει ένα χαμόγελο η κάθε αυγή  όταν κρατά τα φυλαχτά της !  






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου