Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Γυμνός περπατητής 

Όσο σπούδαζε τα λόγια γνώριζε τις σιωπές 
Στα μαλλιά τους μια αλλιώτικη ευωδιά
γέμιζε μπαξέδες κι αμπέλια ρόδινα 
Σίμωσε τα βλαστάρια τους ,αέρας πως είναι
ίσα που να χαϊδέψει απαλά τα φύλλα τους 
Τόσο ντελικάτα που μένουν φοβόταν μη
και χαθεί η γλυκιά θαμπάδα της μελαγχολίας τους
στο άγριο φως απ το φακό της περιέργειας 
Πόσο λάτρεψε τα γεμάτα μάτια τους  
γαλάζιες θάλασσες που κάθε που αντίκριζαν 
να τρέχει ένα τραγούδι της χαράς καβάλα 
στο λευκό του άτι , τούτα χορτάριαζαν 
τριφύλλια και παπαρούνες κι άπλωνε 
ο ήλιος τα πλοκάμια του να αγκαλιάσει 
το βιός του ατέλειωτου. Άλλοτε πάλι 
σαν έβλεπαν πεσμένα βλέφαρα κάποιας ντάλιας
μουρμούριζαν την αλφάβητο της αγκαλιάς 
έτσι που να ξεχάσει η θλίψη το λεπίδι της 
στον πέρα βράχο . Εκεί που ανέμιζε η παντιέρα 
της λησμονιάς κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του καιρού 
Αγάπησε τούτες τις σιωπές κι έμελλε να μάθει το συναξάρι 
της μελωδίας τους από τη χώρα των πουλιών .
Κάποτε έγινε κοτσύφι . Μιαν άλλη φορά λαγός 
που κυνηγούσε το ελάφι . Ύστερα πάλι μια χελώνα 
που αργά αργά γευόταν τις στάλες της ομορφιάς 
Κι έτσι σίγα σιγά μεγάλωνε μέσα του ο άνθρωπος 
Κάτω από μια πέτρα ο σπόρος , από μια μπάλα ένα παιδί 
από ένα τόξο ο έρωτας κι αυτή η μικρή σπίθα 
άπλωνε την γλώσσα της και τράνευε φλόγα αγάπης 
Κρυφό σχολειό ανάμεσα στην άσφαλτο και τα φουγάρα 
Να ταν αέρας και φωτιά ή μήπως ζει κι ειναι ο κανείς 
Τούτος γεμάτος αρμαθιές με στάχυα ανθισμένα 
βυζαίνει ήχους της σιγής σε φλάμπουρα αναμμένα 
Γυμνός με μια ψυχή μικρός περπατητής 
του άδικου πολεμιστής 
μιας άλλης γέννας μαθητής κι άγουρος καρπός 
ώριμης γης 
Καθώς ακούει τη σιωπή κάποιοι τον λεν τρελό 
και κάποιοι ποιητή!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου