Να αγγίζεις
το δέρμα της ψυχής
σαν ενα βλαστάρι
που τόλμησε να βγει στον ήλιο
δίχως να ψάξει κρυψώνα
στην βροχή και στον άνεμο
γυμνά και με το χτύπο της μόνο
βρέθηκε ανάμεσα στα πουλιά
εκει γνώρισε τα μαυροπούλια
τα χελιδόνια και τις άδειες φωλιές
να τολμάς
να μυρίσεις το άρωμα της
βουτώντας τα χέρια σου στην καφτρα της
κι ας χάσεις τα δάχτυλα στο ποτήρι της
να λιώνεις κερί την παγωνιά της
στις περασμένες ωρες που δεν πέρασες
ξέστηθα βύζαινε την απουσία σου
κι αντάμωνε το νεκρό της κενό
τι ξέρεις απ τα ανείπωτα μονοπάτια
ξυπόλητα κι ορθα γδέρναν αγριους δρόμους
εφτα φορές σκοτώθηκε
κι εννιά ειναι που ζούσε
η επιφάνεια μικρή
κι αυτή δεν την χωρά
κι αυτή δεν την χωρά
ρίζωσε κι έβγαλε φτερά
με τα δικά της τα νερά
με τα δικά της τα νερά
πάψε στα ισαλα να την μετράς
και πες μου αν τολμάς
βαθύ πηγάδι η φωνή της
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου