Κι είπες τον άνθρωπο ζητιάνο
την πόρνη λάσπη και ντροπή
ένα πρεζόνι πρώτο πλάνο
κι εσύ τον βάφτισες κιοτή
Το τσιγγανάκι που πεινούσε
το πες ξυπόλυτη γυφτιά
την προσφυγιά αέρα που διψούσε
την πότισες χολή βαθιά
Είπες τη χλόη πρασινάδα
σκουπίδια ρίχνεις και γυαλιά
που να δαγκώσει η αχιβάδα
που στέγνωσε μες τα νερά
Κριτής κι απένταρος ληστής
με άδεια τσέπη ανθρωπιάς
πως να λιγώσει ο αέρας
την ύλη μόνο που φοράς
Δεν σου ανήκω σάπιε κόσμε
είναι η αλμύρα σου φωτιά
μπαίνω με φίλους στις αιώρες
που χουν ψηλά την ομορφιά
Κελάηδημά τους είναι αηδόνια
κι από τα χρόνια τα παλιά
ρίχνουν χρώμα στη εικόνα
κι η όαση φύτρα της εχει τα ιερά
Εμείς μεθούμε με τις νότες
πίνουμε δίκοπο κρασί
ονειροπόλοι στις αρένες
και της φλογέρας τραγουδοποιοί
Σπόρους θα ρίχνουμε στις μπόρες
να χει η ρίζα το φιλί
κι όπως απλώνουμε τα χέρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου