Δεν έβρισκα λόγια να σε προσδιορίσω
Ένας Δον Κιχώτης που έμενε
στο παραθύρι της Δουλτσινέας του
ένας Ερωτόκριτος που άλλο από την αγάπη
δεν είδε στα μάτια της Αρετουσας του
κι ας γνώριζε πως στα τερτίπια των δρόμων
δε ζούσαν μόνο βουκαμβίλιες κι ασίγαστα ρυάκια
Τα χρόνια είχαν αγρίμια που τρόμαζαν το βλέμμα
κι αναθεμάτιζαν τα όσια του νου.
Οι βροχές στέγνωναν και δρόσιζαν
τα δάκρυα της ψυχής
Διάλεξες ανάμεσα τους να βαδίζεις λευκός λύκος
Ψηλά το κεφάλι κι ας φόραγε μπόλικες αυλακιές
απ τα στεγνά περάσματα .
Η περηφάνια σου είχε την απλότητα της γνώσης
κι άλλοτε πάλι τις φτερούγες του αετού
Εκεί που δίπλωναν τα λόγια άπλωνες την ευθεία σου
να χαρακώσουν στην άμμο το στίγμα
απ το μικρό ανθί σου .
Σαν ένα λιλιπούτειο άσμα η τρυφεράδα
κι ένα σεργιάνι γερακιού στο θολό της αδικίας
Έτσι σε γνώρισα παιδεύοντας μια χορδή
στο ταστο μιας κοντινής κιθάρας .
Ένα ανακάτεμα που γύρευε
να ζωγραφίσει την ασχήμια
σε φόντο ομορφιάς σμιλεύοντας τα χρώματα
έτσι που να ζηλέψει το σκοτάδι
και να ερωτευτεί την χαραυγή
Μικρός που μου φανταζες
τόσο που να χωράς στη χούφτα μου
κι εκεί να μαθαίνω πως μεγαλώνουν τ άστρα
Μεγάλος που ήσουν σκαρφάλωνα
τα κλαδιά του ουρανού
να φτάσω τη μήτρα του ανέφελου
να σ αγκαλιάσω χορτάρι πηγής.
Κι είναι που σε ψήλωσα μέσα μου
και σ άφησα να περπατάς
όπως μια σπίθα που γυρεύει το λυχνάρι της
να ξαποστάσει την πνοή της
Είναι που αθόρυβα ζυγώνουν οι ηλιόπετρες
να κρατήσουν τον κόσμο στα ακροδάχτυλα
γυμνό απ τα λερωμένα φύλλα .
Είναι που έρχομαι να σε βρω
εκεί που πουθενά αλλού δε θα ήμουν
παρά μόνο στο μίλι που ζευγαρώνουν τα πουλιά
κι είναι γλυκό το κελάηδημα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου