Γεννήθηκες
σαν μια μικρή πυγολαμπίδα
απο κοιλιά μιάς απνοης νύχτας
σε κουκούλι πρωιμης ηλιαχτίδας
κούρνιασες
σε μια γωνιά λευκής στιγμής
αντικρύζοντας το λαμπερό του πάγου
απ το παράθυρο λουλουδιασμένου ουρανού
ζεστάθηκες
απο τα χνώτα της ατέρμονης ζωγραφιάς
τυλιγμένη στα στάχυα χρυσαυγής
δεμένη στον ομφάλιο λώρο της αλήθειας
βύζαξες
γλυκόπικρο γάλα απ της θηλές του ονείρου
ξεδιψώντας τα χείλη στην κρήνη των άστρων
ματώνοντας τον ουρανίσκο
η αλμύρα άχρωμου χρόνου
κι ... ύστερα ... ύστερα
σε κύκλωσαν στοιχειωμένες ανάσες χιονιού
δράκοι που καίγαν τα πέταλα της ψυχής
χάραζαν το δέρμα με νύχια διπρόσωπης οχιάς
ρίζωσε ο φόβος στα σπλάχνα της ανασαιμιάς σου
άπλωνε κλαδιά η αγριάδα της υποκρισίας
κρύβοντας το μωβ της ανεμώνης σου
πάγωσε το φιλί του δειλινού σε θολά χρώματα
κάλπικα νομίσματα διπλού γκρίζου γέλιου
γονάτισε η αντοχή ...
κύρτωσε το φωτεινό σου βλέμμα
πάγωσαν τα φτερά σου ... σταλαχτίτες οι ήχοι
χάθηκες ... πνίγηκες ....
ανάμεσα στη γαλανή σου θάλασσα
και στις συμπληγάδες ενός κήπου με κισσούς
πλεγμένες στα δίχτυα λέξεων .. άηχων λόγων
κάποια αγριολούλουδα στέκονταν όρθια ακόμα
στις μαυρες σφαίρες των ματιών σου
φώτιζαν σαν λαμπιόνια σε στρατί σκοταδιού
μα εσυ .. εσυ ... έπαψες να ανασαίνεις
έγειρες στα σέπαλα μιας γλυκιάς βραδιάς
έκλεισες τη φωνή σα θρόισμα
στο πέρασμα απ τ άγγιγμα του αγεριού
κι έμεινες μια κηλίδα ... σε άγραφη σελίδα!
σαν μια μικρή πυγολαμπίδα
απο κοιλιά μιάς απνοης νύχτας
σε κουκούλι πρωιμης ηλιαχτίδας
κούρνιασες
σε μια γωνιά λευκής στιγμής
αντικρύζοντας το λαμπερό του πάγου
απ το παράθυρο λουλουδιασμένου ουρανού
ζεστάθηκες
απο τα χνώτα της ατέρμονης ζωγραφιάς
τυλιγμένη στα στάχυα χρυσαυγής
δεμένη στον ομφάλιο λώρο της αλήθειας
βύζαξες
γλυκόπικρο γάλα απ της θηλές του ονείρου
ξεδιψώντας τα χείλη στην κρήνη των άστρων
ματώνοντας τον ουρανίσκο
η αλμύρα άχρωμου χρόνου
κι ... ύστερα ... ύστερα
σε κύκλωσαν στοιχειωμένες ανάσες χιονιού
δράκοι που καίγαν τα πέταλα της ψυχής
χάραζαν το δέρμα με νύχια διπρόσωπης οχιάς
ρίζωσε ο φόβος στα σπλάχνα της ανασαιμιάς σου
άπλωνε κλαδιά η αγριάδα της υποκρισίας
κρύβοντας το μωβ της ανεμώνης σου
πάγωσε το φιλί του δειλινού σε θολά χρώματα
κάλπικα νομίσματα διπλού γκρίζου γέλιου
γονάτισε η αντοχή ...
κύρτωσε το φωτεινό σου βλέμμα
πάγωσαν τα φτερά σου ... σταλαχτίτες οι ήχοι
χάθηκες ... πνίγηκες ....
ανάμεσα στη γαλανή σου θάλασσα
και στις συμπληγάδες ενός κήπου με κισσούς
πλεγμένες στα δίχτυα λέξεων .. άηχων λόγων
κάποια αγριολούλουδα στέκονταν όρθια ακόμα
στις μαυρες σφαίρες των ματιών σου
φώτιζαν σαν λαμπιόνια σε στρατί σκοταδιού
μα εσυ .. εσυ ... έπαψες να ανασαίνεις
έγειρες στα σέπαλα μιας γλυκιάς βραδιάς
έκλεισες τη φωνή σα θρόισμα
στο πέρασμα απ τ άγγιγμα του αγεριού
κι έμεινες μια κηλίδα ... σε άγραφη σελίδα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου