Παρασκευή 15 Ιουνίου 2018

Πόσο δικός ο άγνωστος

Τίποτε σπουδαίο και τίποτε τρανό
Ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους
Κάθε που πέρναγε απ το σοκάκι του ρόδου
ένα γιασεμί άφηνε στο δρόμο του
Όχι πως θα άλλαζε το χρώμα της πέτρας
μα να ..ειναι που ήθελε να μένει τ άρωμα
σαν συναντιούνται τα πουλιά .
Φιλήσυχος άνθρωπος λιγομίλητος σαν εκείνα
τα λουλούδια που μιλούν στον ήλιο
την ώρα που ξυπνά ο ουρανός .
Αν του μιλούσες βαθιές οι ρυτίδες
του ζύγωναν το ακριβό του χρόνου
με ένα γεμάτο από φύλλα χαμόγελο .
Δεν του άρεσε το κουτσομπολιό μήτε και κείνα
τα μεγάλα γράμματα των επιγραφών .
Στη λεπτομέρεια ποιούσε το νόημα
σε ένα τραγούδι γιόμιζε τις αυλές
στον κήπο των χειροφιλημάτων
Να υπήρχε λες ή μήπως τον φαντάστηκε
κάποιος ουρανός που έβλεπε αλλιώτικα τη γη.
Καμιά φορά μιλούσε με τις πεταλούδες
κι άλλοτε πάλι στο γνώρισμα μιας άγνωστης πέτρας
κυλούσε η ματιά του σαν ζαχαρένιο στρώμα
έτοιμο να σκεπάσει την αλμύρα της ασχήμιας.
Τούτον που λες ακριβοθώρητο τον είπαν
άλλοτε πάλι αλαφροισκιωτο και από ανέμου τόπο
Μα τούτη η λεμονιά κάθε πρωί του γέμιζε το ποτήρι του χυμούς
Λίγο να ξεχαστεί η δίψα λίγο να ξυπνήσει η ψυχή
και κείνο το πολύ ήταν να περπατήσει στην άμμο
να γιορτάσουν τα χνάρια το πέρασμα του
Να χαμε λέει μπόλικους τέτοιους ξινούς
θα βρισκε η ζάχαρη τον τόπο να στήσει κόσμους μαγικούς !



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου