Αυτό που έψαχνε ο Δημήτρης ήταν αυτό
που πολλοί απέφευγαν να κοιτάξουν .
Τον ήλιο κατω από το δέντρο κι όχι την σκιά του.
Τα φυλλα εκείνα που κρατούσαν φωτεινές
δροσοσταλίδες στα χείλη τους,
δίχως να ξέρουν πότε θα τις διαλύσει ο Βορράς.
Περίεργος άνθρωπος .
Και στο πιο σκοτεινό σημείο γύρευε
μια χαραμάδα φως . Αβόλευτος στη ησυχία
της συνήθειας και απόμακρος
απ το μελάνι της μέδουσας. Ένα βαρύγδουπο
περπάτημα μ ανάλαφρο το βήμα καθώς έλεγαν.
Μια αντίφαση στη γέννα μιας κατάφασης
με ερωτηματικό . Ένα αμφίβολο πετράδι
ανάμεσα στα κομμάτια του βραχου.
Σιωπηλό και λαλίστατο τον γνώρισε η Κατερίνα.
Συναντιόντουσαν καθημερινά σε κείνο
το μικρό στέκι του καφέ . Μια καλημέρα
από το στόμα μεταξύ τους κι ενας
ακατάπαυστος λόγος από τα ματια τους.
Φορες άνοιγαν το συρτάρι της μερας
και χύνονταν οι αγωνίες ,
τα ακαθόριστα μονοπάτια , τα φωτα
της ομίχλης και ετσι μαζί γύρευαν το ξάγναντο
που απλώνει η ομορφιά να αναπαυτούν τα ματια.
Τούτος ο τόπος γυμνά περπάταγε μα εχει
την τρυφεράδα της παπαρούνας .
Αμίλητος καιρός μα ο δρόμος τους
πλούσιος από γεματα σώματα ανθρώπων
κι αντικρινές μοσχοβολιές . Το γελιο και το δακρυ
στην ιδια πορεία να σχηματίσουν
σμήνη χελιδονιών. Στιγμές αναρωτιόταν
ο έρωτας εάν ο λόγος της συνύπαρξης ήταν
το τιμόνι ή εάν η αγάπη πλημύριζε τον ερωτα.
Η θαλασσα κοινή κι ατέλειωτη.
Φουρτούνες και νηνεμία .
Γαλάζιο και σκούρο μπλε .
Μα μήπως ετσι δεν ξεγελιέται ο χρόνος;
Περνά μυρίζοντας το γιασεμί , χορεύει στη βροχή,
παίζει με τις ολόλευκες νιφάδες .
Κι όταν κοντά φθάσει στον ήλιο
δεν τον σκεπάζει ένα ολόγλυκο φιλί ;
Θυμάσαι τότε που ειμασταν παιδιά τον ρώτησε.
Κρατάς το μεγαλώσαμε και παίζουμε τους δείχτες
διαβάζοντας τον ηχο που τραγουδά η καρδιά
Γελώντας πήρε μπροστά του το χαρτί
κι ένα καράβι φάνηκε να κολυμπά στα συννεφα
με ένα ρόδο αγκαλιά κι η μόνη του απάντηση ..
Δεν εχει τόπο η καρδιά . Κι οπου μιλά αυτή
στήνουν φωλιά αδέσποτα πουλιά.
Μπορεί να μην γνωρίζουν ουτε το που το πως
και το γιατί μα ξέρουν πως οσα φτανουν μαζί
θα ειναι εκεί να απαντήσουν με ερωτήματα μισά
κι ολάκερη τη ζεστασιά. Που πάμε μη ρωτάς
ουτε που ξέρω να σου πω . Τα χέρια τους οι κρίκοι
που ανεμελα δοσμένοι ανοίγουν δάχτυλα
να σμίξουν γη και ουρανό .
Να ακούσουν κάθε φωνή κάθε ανάσα
που ακουμπά στο αβέβαιο
μα εχουν την σιγουριά του νιώθω , του μπορώ
του είμαι εδώ. Μικρές πολύχρωμες μπαλάντες .
Κι όταν σκυτάλη παίρνει ο χτύπος
σβήνει το αγκάθι της κάθε ανημποριά .
Αλλωστε ποιος λίθος σπα
λιακάδα που απλώνεται σ ανοιχτωσιά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου