Αφήνω τα χέρια μου να φυγουν
λυμένα πανιά στην αγκαλια του άνεμου
Φτερούγισαν ,
άλλοτε ντύνουν τα κεραμίδια με σπόρους,
φορές τσιμπολογούν ψίχουλα απ το τζάμι,
μέσα απ τη χούφτα κάποιου παιδιού
Άλλοτε γεμίζουν νερα να δροσίσουν
τα στεγνωμένα μέτωπα
Γυμνές πυγολαμπίδες
με φωτεινά τα θολωμένα όνειρα
κι όταν γυρίζουν σε μενα σε περιμένουν
Γυρνάς με τα μαλλιά πλεγμένα
στη χαρα του ήλιου
με φορτωμένες τις πλάτες ομίχλη
από τα δακρυσμένα χαμόγελα του κόσμου
Γεμάτος κλαδιά και ποτάμια
χωμένος στα κοχύλια της θαλασσας
στις σπηλιές ,
που αντίλαλος τους γεννά ανάσες
Δεμένος στα χνώτα των παραμυθιών
στη χώρα που τα ξωτικά
λαβώνουν την ασχήμια
και χτίζουν ολόδροσα
τις πράσινες κοιλάδες
Τα χέρια σου
δροσοσταλίδες κόκκινου τριαντάφυλλου
φυλλα που ρόδισαν
στη μέση του φθινόπωρου
να χει μια σταλα άνοιξη
η γειτονιά του δρόμου
Τρυφερά σε κοιτω σαν πως γεμίζει
ένα ουρανιο τόξο το βλέμμα όπως το γελιο
στο κάθισμα μιας τραμπάλας
το καθάριο
το καθάριο
γαλάζιο πουκάμισο της θαλασσας
το φυντάνι
το φυντάνι
της ρίζας του αγριολούλουδου
τη γευση του ουρανίσκου
στο πέρασμα από ένα μανταρίνι
σε κοιτώ στο σκάλωμα της ανάσας
Πως μοιάζεις
τη γευση του ουρανίσκου
στο πέρασμα από ένα μανταρίνι
σε κοιτώ στο σκάλωμα της ανάσας
Πως μοιάζεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου