Τετάρτη 13 Ιουλίου 2022

Σταγόνες στον ωκεανό

Πρωί κι ενας μουρτζούφλης καιρός ισα 
που άφηνε μια χαραμάδα  να περασει
μια μικρή κόρη του ήλιου. 
Άνοιξε τα παράθυρα να χορτάσει 
τα καμώματα του καλοκαιριού .
Έβαλε στην κουπα του λιγο αχνιστό 
καφέ κι έμεινε να κοιτα τουτα τα περιστέρια.
Ποσο ανεμελα πετούσαν. Αχ και να χα 
τα φτερά της λευτεριάς τους σκέφτηκε 
κι ένα χαμόγελο έσκασε από τα χείλη του.
Πήρε στα χέρια του το πακέτο με τα τσιγάρα . 
Άδειο κι αυτό .Ντύθηκε βιαστικά ,
έβαλε τα παπούτσια του έκλεισε τη πορτα 
κι εφυγε . Μια μικρή βολτα μέχρι το απέναντι 
περίπτερο για την κάλυψη της μικρής
κακής συνήθειας .Ο περιπτεράς στο κελί του. 
Μέχρι να ανταλλάξουνε δυο κουβέντες 
ο ουρανός έβαλε τα γκρίζα του και αρχισε
να βρέχει. Οι σταγόνες πέφτουν πάνω του 
χοντρές και άτσαλες , γλήγορες 
και με επιβλητική παρουσία . Αρχισε να γίνεται
ένα μ αυτές έλιωνε σαν μια σταγόνα του κόσμου. 
Βρεγμένος χώθηκε ανάμεσα σε ένα πακέτο 
από εφημερίδες κι οσο κατέβαινε στο τέρμα του
αντίκριζε ταμπέλες που φώναζαν . Ανεργία , φονικά,
πείνα ,βιασμοί, αυτοκτονίες, ακρίβεια , 
πόλεμοι καπνοί . Βοήθεια φώναξε . 
Κι η ιδια κραυγή ακούγονταν κι από αλλους .
Σε μια γωνιά στο σκαλάκι του σπιτιού της, 
ήρεμη μια γριούλα έπλεκε την δαντέλα της
 είχε σωθεί από πολέμους τι να φοβηθεί . 
Από κάθε γωνιά πεταγόταν κι ένα χερι 
προσπαθώντας να πιάσει κάποιο άλλο . 
Οσο κατέβαινε τα νερα ανέβαιναν . 
Σε ένα κομμάτι χαρτιού από αμμο ένα παιδι
έπαιζε με το κουβαδακι του αθώο καθώς ήταν,
το γελιο του τους πήρε όλους αγκαλια 
και τους πέταξε πάνω στα φυλλα ενός δέντρου.
Εχει θα στεγνώνανε . Ο άνεμος δεν είχε 
σπασμένα σκαλιά. Ένα πουλί περαστικό 
τον κουτσούλησε . Τύχη φώναξε κάποιος . 
Και; θα μείνουμε ακίνητοι να ρθουν
να μας κουτσουλήσουν κι αλλα πουλιά 
ρώτησε . Κι ετσι καθώς μαζευτήκανε 
σταγόνες της γης από το στομα, 
βάδιζαν οι ίδιες ανησυχίες στα ματια τους 
πετούσαν ιδια πουλιά κι εκεί στις τσέπες 
συρρικνωμένα όνειρα γεματα 
πολύχρωμους σβώλους . Ένα μικρό
πράσινο παπαγαλάκι αγκάλιασε τα φυλλα
φωνάζοντας. Άνθρωποι σηκωθείτε .
Σιγά σιγά αρχισαν  να βρίσκουν 
τα κομμάτια τους . Τα πέλματα τα γόνατα
το κορμί ,το πρόσωπο .Ξαφνικά θυμήθηκε 
τον καφέ του . Μα τώρα είχε μια επιθυμία 
να αγκαλιάσει τον κόσμο όλο.Άρχισε να τρέχει. 
Το ιδιο έκαναν και κείνοι που μαζί του 
ήταν οι δικοί του άγνωστοι . Έτρεχαν ο ενας 
να προλάβει να κρατήσει τον ήλιο 
μη τον κλέψουν , ο άλλος να προλάβει 
να σπείρει χαμογελα στους κήπους , 
άλλος να φορτώσει ψυχές με δύναμη , 
κι εκείνος έτρεχε . Αγκάλιαζε οποιον έβρισκε 
μπροστά του . Μια κοπέλα του γέλασε 
απορημένα , ενας κυριος του είπε 
γεια σου ρε φίλε , ο περιπτεράς βγήκε 
από το κελί του και του δωσε ένα πακέτο 
τσιγάρα χτυπώντας τον στον ώμο φιλικά .
Μια γυναίκα τον κράτησε σφιχτά 
αγκαλιά κι ένα φιλί του δρόσισε τα χείλη .
Έβρεχε και ήταν πολλοί.
Είμαστε πολλοί σκέφτηκε και χαμογέλασε . 
Μπαίνοντας στο σπίτι αγκαλια με την αγάπη 
φώναξε . Φέρνω μια κουπα ακόμα . 
Κοιτα σταμάτησε η βροχή . 
Ο κόσμος έγινε ένας ολόκληρος ήλιος !


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου