πόσο πολύ τον κούρασε
Θαρρείς και μια σπασμένη
ανεμόσκαλα
γινόταν που σε κάθε βήμα
έχανε τα προικιά της .
Τούτος είχε μάθει να τρυγά
τα χείλη της πεταλούδας
να κερνά φιλί στο χάδι του ήλιου
την ώρα που χτένιζε τα μαλλιά του
Κελαηδούσε στα μαγειριά
που άχνιζε βασιλικός και φούσκωνε ζυμάρι
Να άφηνε λες τα σημάδια κοντολογίς
να στήσουν τα πόδια στα νερά;
κι αν πάλι ψάχνανε ένα αν
να δέσουνε το πέλμα;
Μπα σκέφτηκε μακρινά τα κανιά τους
κι ακούμπωτα στις γάμπες .
Έζεψε τα κλωνάρια του
φόρεσε το γιασεμί καπέλο του
κι έστριψε την γωνιά του
στο ασημένιο τάσι του καιρού .
Στο διάβα του διάβαζε σκαστά
απ το νου τα μάτια ,άδειες εφημερίδες
αν θες αυτό αν κάνεις τ άλλο
αν περπατήσεις στα ανοιχτα
αν προτιμήσεις τα ζυγά
αν κείνο αν το παραπέρα
μα εκείνος έκλεισε τα αυτιά
κι άκουε μόνο την καρδιά
τούτη μοναχά γλυκιά κυρά
στον στήθος της το πριν ,
το τώρα το μετά .
Κι αν σταματούσε να χτυπά
μια στιγμή κανένα αν δε θα χε δει .
Χτύπα γοργόνα την ουρά
ο παραγιός σου με ένα φιλί σου μιλά
στα κύματα σου τα ζεστά
φωλιές καλοκαιριού η ακτή μοσχοβολά
κι ως να ρθουν μπουνάτσες με βροχή
γέλα .. τραγούδα δεν έχει τέλος .. η αρχή!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου