Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2021

Απρόσμενα κουδουνίσματα

Το τηλέφωνο χτύπησε δυνατά 
και η Γιώτα που αφηρημένη στην ιστορία 
του βιβλίου ήταν, τρόμαξε. 
Σηκώθηκε από τη γωνιά της κι έτρεξε στο χoλ 
να σταματήσει αυτό το απότομο τράνταγμα 
της σιωπής. Από το σύρμα της γραμμής 
ακουγόταν η φωνή της Μαρίας
φουρκισμένη και πριν τελειώσει την καλημέρα
της την ακουσε να παραληρεί . 
Αυτό το παιχνίδι εκτιμώ δεν εκτιμώ, συμπαθώ
δε συμπαθώ, αγαπάω δεν αγαπώ σέβομαι 
δε σέβομαι πότε ακριβώς σταματάει; 
Πες μου όχι πες μου, oχι μη μου πεις εχεις 
δουλειά; Όχι πρόλαβε να ψελλίσει η Γιώτα . 
Έρχομαι κάνε καφέ. Σε περιμένω απάντησε
η Γιώτα και κλείνοντας το τηλέφωνο 
προσπαθούσε να καταλάβει τη φόρα της 
φίλης της. Έβαλε να ψήσει τον καφέ και 
περίμενε . Σε λίγα λεπτά με μια αγκαλιά 
υποδέχθηκε την Μαρία. 
Φίλες και γειτόνισσες από μικρά
παιδιά μιας και οι γονείς τους πριν
πολλά χρόνια είχαν έρθει το ιδιο χρονικό 
διάστημα στην γειτονιά . Αυτό που λένε 
φίλες καρδιάς .Κάθισε της είπε και εγω
σ ακούω. Η Μαρία ξεκίνησε από την αρχική
της αφήγηση. Αυτό το παιχνίδι εκτιμώ  
δεν εκτιμώ, συμπαθώ δε συμπαθώ,
αγαπάω δεν αγαπώ σέβομαι δε σέβομαι 
πότε ακριβώς σταματάει;  
Ένα ερώτημα που βγήκε αυθόρμητα 
από το στόμα της καθώς τον ειδε να περνα
για άλλη μια φορα από δίπλα της χωρίς 
μια καλημέρα . Εργάζονταν στο ίδιο κατάστημα  
Η Μαρία , ο Πέτρος και η Μυρτώ 
Λιγομίλητος ο Πέτρος  μα πολλές φορές 
οι σιωπές τους ροδάνι η γλώσσα τους .
Για αυτό και από κείνον περίμενε περισσότερα 
πίστευε πως την καταλάβαινε με κλειστά μάτια 
Και τώρα τι ; τι συνέβη; και γιατί δεν της είπε 
τίποτε; που πήγε εκείνο το αυθόρμητο 
του μεταξύ τους .Μιλούσαν για πολιτείες
που ονειρεύονταν με μύρια γελαστά παιδιά ,
καταπράσινα λιβάδια και ανθρώπους 
πολλούς ανθρώπους με ενωμένα χέρια . 
Η Μυρτώ καλή κοπέλα μα και λίγο
ρεπόρτερ του χώρου και κοινωνικός 
ανταποκριτής των υπολοίπων . 
Εχωνε με λίγα λόγια την μουσούδα της 
στα χωράφια που δεν έφτανε. 
Και η Μυρτώ; πως ξαφνικά της μίλαγε 
για τον Πέτρο σαν να ταν λάθος 
που η Μαρία ανοίχτηκε μαζί του;
και πως ξεστόμισε εκείνο το αστο 
ας είμαστε καλά εμεις . Ποιοι εμεις; 
Χωρια; και γιατί;  .Νοιάζονταν ο ενας 
για τον άλλον κι ας είχαν τόσες διαφορές 
Οι συνάδελφοι ήταν το ιδιο μ αυτούς , 
ίδιες αγωνίες ίδια βάσανα κι όταν άνθιζαν 
οι πεταλούδες μαζί τους χόρευαν γυρίζοντας 
το φουρό του ηλιόλουστου καιρού. 
Στις βροχές αντάμωναν ολοι κατω
από την ιδια ομπρέλα αυτή που είχε 
στις τσέπες της καρδιάς λίγο ζυμωτό ψωμί 
κι ένα κομμάτι από Αύγουστο.
Η Μαρία κρατούσε τα όμορφα κι απόμακρη
από αυτό το είδος ειδήσεων απλά της 
ξέκοβε την φόρα πριν αρχίσει .
Μα σήμερα κάτι καρφώθηκε μέσα της .
Η δική της ζωή είχε αρχή και τέλος .
Εμαθε να κρατα τα λίγα που την γέμιζαν
και να φεύγει δίχως επιστροφές στο παρελθόν. 
Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν έλεγε
ο καθένας κατι αφήνει. Πόνο , λύπη 
ένα αμάραντο τριανταφυλλο μια γλυκιά 
νοσταλγία , ολα κείνα τα ανθρώπινα 
του νου και της ψυχής . 
Όλα είχαν την θέση τους αλλα κλεισμένα
στο χρονοντούλαπο κι αλλα ποτισμένα νωπά
από ζεστά μικρά φυντάνια που 
κουδούνιζαν από τα πέλματα των πουλιών.
Άνοιγε την πόρτα της καρδιάς σε ολους
μα με τον καιρό ξεχώριζε αυτά που την αγγιζαν 
και οτι δεν μιλούσε σε κείνη τα άφηνε 
να μεγαλώσουν στα χερια που τα κρατούσαν
με ένα χαμόγελο κι εφευγε . 
Αυτό το αλισβερίσι του μένω αλλα μου 
είσαι αδιάφορος δεν ήταν του ειναι της . 
Βλέπεις μεγάλωνε και τα θέλω της πια 
δεν ήταν υπάκουα στις βιτρίνες . 
Σεβόταν το αλλιώτικο ντύσιμό τους
και το άλλο βλέμμα αλλα προχωρούσε 
με τα βήματα της καρδιάς. Αυτό το πάνε έλα 
της μασκοφορεμένης κοινωνικότητας 
δεν ταίριαζε της κοινωνίας που ζητούσε. 
Μόνο που είχε τώρα μια άλλη ματιά αυτή 
της τελειωμένης υπομονής και της ευκαιρίας
της επανάληψης. Την άκουσε πολύ προσεκτικά
χωρίς να βγάλει λέξη . Καταλάβαινε πως ετούτος
ο θυμός πονούσε πως αυτές οι συμπεριφορές
ήταν εξω από κείνη και απογοήτευαν, 
πως την ένοιαζε μα και πως δεν ηθελε
να πάρει βιαστικές αποφάσεις όσο κι αν την 
έσπρωχναν προς τα κει τα πληγωμένα της 
αισθήματα . Το στομάχι της είχε γίνει κόμπος . 
Ποτε δεν της αρέσαν οι συμβουλές για αυτό και 
στο ερώτημα λοιπόν της Μαρίας τι θα έκαμνε
εκείνη στη θέση της, η Γιώτα της απάντησε
πως ειναι καλύτερα να βαδίζεις μόνος ,
παρα κρατώντας ένα χερι που δεν το αισθάνεσαι . 
Μα κοίτα να ρωτήσεις την καρδιά σου πρώτα
αν θέλει να φύγει .Όλα τα άλλα ειναι δρόμος . 
Γελάν τα μάτια της Μαρίας και θα άφηνε 
ναι θα άφηνε λίγο χρόνο να καταλάβει . 
Ίσως τα κατάφερναν πάλι η Μαρία , ο Πέτρος 
κι η Μυρτώ ίσως στο γιατί θα ερχόταν 
η απάντηση να δουν πιο ειλικρινά ,τι τους 
έδενε και τι τους χώριζε. 
Στην αγκαλιά της Γιώτας ζεσταίνονταν
το φιλί της γεύσης . Αυτής της καρδιάς !


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου