Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

Κλωστές μεταξωτές κι άγριες οι λέξεις

 Λίγος καιρός έμεινε 
θα συνηθίζονταν κι αυτός ο κόμπος 
στο στόμα ,μαζί θα έρχονταν και το τσούξιμο
στα μάτια από τα νύχια της συνήθειας 
Η πανδημία της εσχατιά του καιρού
Οι λοιμώξεις μια μια κατέβαιναν .
Αποξένωση, ατομικισμός, 
εσωτερικός φράχτης στο τίποτα. 
Σωρός δακρύων στα ταρσανά της λύπης 
Κι εσυ ψάχνεις να βρεις 
που ειναι το κουκούτσι της πηγής   

Ο γλάρος κατέβαινε στα βράχια του
γυρεύοντας το πανί του

Ο Κωστής είπε ένα τραγούδι .
Η παρέα έβρισκε το ταξίδι της 
μέρευε η θάλασσα .
Ο Γιάννης άρπαξε τα κύματα 
κι από τα μαλλιά τους έγραψε ποίημα . 
Κλωστές μεταξωτές και άγριες οι λέξεις 
γαντζώνανε το κόκκο της άμμου 
στις βέργες της λεύκας .
Γεννιόταν ξανά το αηδόνι και φτερουγούσε
στις μύτες του κυπαρισσιού
στην κορυφή του φθινόπωρου 
 
Ο έρωτας καμώνεται πως δεν βλέπει
μα συλλογιέται το ταίρι του 

Ένα πιάτο σταφύλια και δύο φέτες τυρί 
Τσιμπολογάει ο Πέτρος παίρνοντας 
απ το στόμα της Φανής τη ρόγα του φιλιού. 
Κρυφογελά το χτυποκάρδι .
Φιλιώνουν δροσοσταλιές 
της άνοιξης και της βροχής 
Το παράθυρο σπιτικό του παντού 
με μύρια μάτια αστέρια 
πετούν το σεντόνι της ομίχλης καταγής 
να δουν τον ήλιο την ωρα που κοιμάται 

Παράφορη αγάπη 
το φως της ομορφιάς δονεί 

Μυρίζοντας τα λουλούδια του κήπου 
ανεβαίνω  τα σκαλιά ένα ένα . 
Τα στήθια μου προχωρούν 
τα μάτια μου κολυμπούν . 
Στο πλάι μου κορίτσια που γελούν
αγόρια αβάφτιστα χορεύουν το φεγγάρι 
Κείνα που δε γεννήθηκαν
 μιλούν για το ηλιοβασίλεμα 
κυκλάδες σηκώνουν τα πόδια από τα νερά 

Κατά πως λέει κι ο ποιητής 
'' δε παραδέχτηκα την ήττα ''

με κομμένα τα δάχτυλα 
χτίζω φωλιές χρωματιστές κι αφήνω
του στέρνου τα πουλιά στον άνεμο
προσκυνητής  στο πέλαγο , 
βαρκάρης του βουνού 
αρμενιστής στο άγουρο κεράσι ,
λάμπα θυέλλης στο ξάγναντο, 
ψηλαφίζοντας το όρος της ψυχής 
κι εσύ που μέσα μου γυρνάς 
σαν πεταλούδα της χαράς
κι εγώ που δίχως να κοιτώ
βλέπω τον κρυμμένο σου βυθό 

Από όποια πλευρά κι αν δεις το ρόδο
την ίδια ανάσα εχει  !


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου